«Μαζί ξαναζούμε το EURO 2004», στάση έκτη και τελευταία! Σαν σήμερα (04/07), γράφτηκε ο επίλογος στο έπος! Η Ελλάδα νίκησε την Πορτογαλία και στον τελικό. Ο Άγγελος Χαριστέας σκόραρε στο 57' και στο 90+5', από τη σφυρίχτρα του Μάρκους Μερκ, βγήκε ο πιο γλυκός ήχος που άκουσαν ποτέ οι φίλοι της «γαλανόλευκης». Η «σφραγίδα» της κατάκτησης του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος! Είκοσι χρόνια μετά, τα ρολόγια γυρίζουν πίσω στο βράδυ της 4ης Ιουλίου και ένας από τους κορυφαίους διαιτητές όλων των εποχών, μοιράζεται όσα βίωσε στο Ντα Λουζ.
Πόρτο, Φάρο, Λισαβόνα, επιστροφή στο Ντραγκάο και τελικός προορισμός το Ντα Λουζ. Στην έδρα της Μπενφίκα, για την τελευταία «πράξη» του EURO 2004. Για την τελευταία «πράξη» του ομορφότερου ποδοσφαιρικού παραμυθιού.
Τόσες και τόσες φορές εκείνο το καλοκαίρι, ειπώθηκε πως τα είδαμε όλα. Για τη νίκη στην πρεμιέρα; Για την πρόκριση στους «8»; Μετά τον αποκλεισμό της Γαλλίας ή για το ασημένιο γκολ με την Τσεχία; Κι όμως. Έως και την 4η Ιουλίου του 2004, δεν είχαμε δει τίποτα!
Ο Άγγελος Μπασινάς εκτέλεσε το κόρνερ, ο Άγγελος Χαριστέας τα έβαλε με τρεις στον «αέρα» και τους κέρδισε, και από το 1-0 στο 57ο λεπτό, είχε ξεκινήσει μία αντίστροφη μέτρηση με το «σήκωσε το, δεν μπορώ, δεν μπορώ να περιμένω», να παίζει σε... λούπα!
Ακολούθησαν καλές στιγμές για τους Πορτογάλους, αλλά σε όσες χρειάστηκε, ο Αντώνης Νικοπολίδης είχε απάντηση. Ο Ζάουμε Μαρκέτ Κοτ, πιο γνωστός ως Τζίμι Τζαμπ, χωρίς να τον έχει... υπολογίσει κανείς, «έκοψε» τον ρυθμό και έδωσε πολύτιμες ανάσες, όσο ο «αρχιτέκτονας» της επιτυχίας, Ότο Ρεχάγκελ, κλείδωνε την επιτυχία.
Ο ήχος της σφυρίχτρας του Μάρκους Μερκ στο 90+5' ήταν κάτι καλύτερο και από μουσική στα αυτιά των Ελλήνων. Ήταν το φινάλε μίας μαγικής διαδρομής, που είκοσι χρόνια μετά, ακόμη μοιάζει με όνειρο.
Άλλωστε, γι' αυτό ξεκίνησε κι αυτή η προσπάθεια. Μήπως όσοι έζησαν το θαύμα, είτε από την αντίπερα όχθη, είτε ως ουδέτεροι, έχουν πιο καθαρή ματιά και μπορούν να το «διαβάσουν» καλύτερα από εμάς. Έτσι κι αλλιώς, θα είχε μεγάλο ενδιάφερον μόνο και μόνο να μάθουμε πώς το έζησαν κι αυτοί.
Κοστίνια, Ελγκέρα, Κιριτσένκο, Σαντινί και Κόλερ συνέβαλαν στο συγκεκριμένο πρότζεκτ. Και τώρα, φτάσαμε στο τέλος του.
Πορτογαλία - Ελλάδα, λοιπόν, στο Στάδιο Ντα Λουζ. Τελικός του EURO 2004 και ο Μάρκους Μερκ, διαιτητής εκείνης της ιστορικής αναμέτρησης, αφηγείται όσα έγιναν πριν, κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά το πέρας, εκείνης της σπουδαίας βραδιάς.
Για όσους τα ακούν πρώτη φορά, αλλά κυρίως, για εκείνους που θέλουν να τα «ξαναζήσουν».
«Όπως ωριμάζουν οι ποδοσφαιριστές, ωριμάζουν και οι διαιτητές. Είναι μία διαδικασία που παίρνει χρόνια. Ο σεβασμός μεταξύ των δύο πλευρών μεγαλώνει. Ως διαιτητής θέλεις να διευθύνεις τα μεγαλύτερα παιχνίδια του αθλήματος που ασχολείσαι. Και οι μεγάλοι και διάσημοι ποδοσφαιριστές, όμως, διαπίστωσα με τα χρόνια, πως θέλουν το ίδιο: τους καλύτερους και πιο έμπειρους διαιτητές στα παιχνίδια τους.
Το 2004, πριν τον τελικό, είχα σφυρίξει ήδη δύο μεγάλα παιχνίδια στα νοκ-άουτ: το Δανία - Σουηδία και το Αγγλία - Γαλλία, μεταξύ Μπέκαμ, Ζιντάν και άλλων αστέρων. Λόγω της εμπειρίας μου, σκεφτόμουν λιγότερο τις μεγάλες προσωπικότητες που είχα να διαχειριστώ, αλλά απολάμβανα τέτοιες περιστάσεις, προσπαθώντας να περάσω όσο πιο απαρατήρητος γινόταν. Η προσωπική επιτυχία ενός διαιτητή αυτή είναι.
Πάντα πήγαινα στα παιχνίδια χωρίς πλάνο για κάποιον συγκεκριμένο παίκτη. Δεν ήθελα να εμφανιστώ προκατειλημμένος. Πιστεύω στην ικανότητα του διαιτητή να επεμβαίνει μόνο, όποτε χρειάζεται.
Δεν θα χρειαζόμουν πλάνο στον τελικό ούτε για τον Γιώργο Καραγκούνη. Άλλωστε δεν ήξερα τότε, για τη φήμη που τον συνοδεύει για τα κερδισμένα φάουλ. Ήξερα καλά περί τίνος ποδοσφαιριστή πρόκειται και εκτιμούσα την αφοσίωσή του, όχι μόνο στην Εθνική Ελλάδας, αλλά και στους διάφορους συλλόγους που αγωνίστηκε κατά μήκος της καριέρας του. Δυστυχώς, δέχθηκε αρκετές κίτρινες κάρτες στο EURO 2004, και απουσίασε από τον τελικό. Ένας κανόνας, βέβαια, που αργότερα καταργήθηκε.
Σε ένα τόσο μεγάλο τουρνουά, είσαι απόλυτα συγκεντρωμένος στο καθήκον σου. Αλλά υπήρξα ποδοσφαιριστής και ποτέ δεν θεώρησα τον εαυτό μου, ως έναν ακόμα διαιτητή.
Φυσικά και αντιλήφθηκα το μέγεθος των γεγονότων. Η Ελλάδα υπήρξε εξαιρετική από τα προκριματικά του EURO. Σόκαρε την Πορτογαλία στην πρεμιέρα της τελικής φάσης και προκρίθηκε από τον όμιλό της, παρότι είχε και την Ισπανία μπροστά της. Στα προημιτελικά κανείς δεν της έδινε ελπίδα, απέναντι στην κάτοχο του τροπαίου Γαλλία. Η πειθαρχία της τακτικά, σε συνδυασμό με τις δικές της δυνατότητες, την θέληση και την πίστη, την έκαναν να βρει τον δρόμο της έως την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος!
Στον τελικό, ένιωθα την ένταση να αυξάνεται όσο ο χρόνος κυλούσε. Η Πορτογαλία έψαχνε διακαώς την ανατροπή, και γιατί είχε σπουδαίους παίκτες, όπως ο Φίγκο και ο νεαρός -τότε- Κριστιάνο Ρονάλντο, αλλά και γιατί φιλοξενούσε το τουρνουά.
Η έκσταση, μετά το τελευταίο μου σφύριγμα, ήταν τεράστια. Σκέφτηκα: "Ναι! Ήρθε ως το μεγάλο αουτσάιντερ και στέφθηκε Πρωταθλήτρια Ευρώπης!" Ίσως τίποτα δεν έχει κάνει τόση αίσθηση στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, όσο το επίτευγμα της Ελλάδας.
Υπάρχουν πολλές ιστορίες που θυμάμαι από το EURO 2004. Κυρίως, γύρω από τον τελικό.
Εξαιτίας της προσωπικής μου απόδοσης, αλλά και της διαιτητικής μου ομάδας, η επιλογή μας για να διαιτητεύσουμε στον τελικό, δεν άφησε περιθώρια για συζητήσεις. Ωστόσο, δύο ημέρες πριν τον τελικό, άρχισαν να εμφανίζονται δημοσιεύματα στα ΜΜΕ της Πορτογαλίας, που έκαναν λόγο για ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα στον Γερμανό προπονητή της Ελλάδας, Ότο Ρεχάγκελ, και τον Γερμανό διαιτητή του τελικού, Μάρκους Μερκ. Η ιστορία είχε ως εξής.
Ο Ότο Ρεχάγκελ υπήρξε παίκτης και προπονητής της Καϊζερσλάουτερν, δηλαδή της ομάδας της περιοχής, από την οποία κατάγομαι. Μία μικρή πόλη, που αγαπά τρελά το ποδόσφαιρο, και όλοι γνωρίζονται με όλους. Εκεί, διατηρούσα το οδοντιατρείο μου έως το 2004 και τα ΜΜΕ μετέδιδαν πως ολόκληρη η οικογένεια Ρεχάγκελ ήταν πελάτες μου. Ήταν ψέμα! Προφανώς και γνωριζόμασταν. Και μέσω του ποδοσφαίρου και ως μέλη μιας κοινωνίας, που όλοι γνωρίζονται με όλους.
Θυμάμαι πως η Νο.1 σε πωλήσεις εφημερίδα της Πορτογαλίας, η "A Bola", με έβαλε στο εξώφυλλό της. Κάτι που θεωρήθηκε ως στοχοποίηση και άσκηση τεράστιας πίεσης. Αυτός ήταν και ο λόγος, που διοργάνωσα συνέντευξη Τύπου, μία ημέρα πριν τον τελικό, για να ξεκαθαρίσω την κατάσταση.
Έλεγα από τότε, πως ο τελικός είναι μεγάλη τιμή για εμένα και πως έχω πολλούς Πορτογάλους και Έλληνες φίλους. Ένας έχει πορτογαλικό εστιατόριο και ένας άλλος ελληνικό. Ήθελα μετά τον τελικό να μπορώ να πηγαίνω για φαγητό και στους δύο. Εννοώντας, πως ήθελα έναν μεγάλο και δίκαιο τελικό.
Ένας τελικός σαν αυτόν, παραμένει το μεγαλύτερο παιχνίδι μίας μεγάλης καριέρας. Ένα ορόσημό της, μαζί με τα τρία βραβεία μου, ως καλύτερος διαιτητής της χρονιάς από τη FIFA. Σε χρόνια δίχως VAR στο ποδόσφαιρο, η διαιτησία μας έλαβε εξαιρετική βαθμολογία, ακόμα και από την πλευρά της Πορτογαλίας, δηλαδή των ηττημένων. Υπάρχει, όμως, κάτι μεγαλύτερο και από αυτό.
Το γεγονός πως γίναμε μέρος της ιστορίας του ποδοσφαίρου. Μέρος ενός τόσο όμορφο καλοκαιρινού παραμυθιού. Μέρος της ιστορίας του ελληνικού ποδοσφαίρου!»
www.bnsports.gr