«Εσύ τι έκανες το βράδυ της 4ης Ιουλίου του 2004;» Όταν η συζήτηση μεταξύ μιας παρέας πηγαίνει στην κατάκτηση του EURO από την Εθνική μας ομάδα, αυτή είναι η συνηθέστερη ερώτηση. Ο Άγγελος Μπασινάς πάντως βρισκόταν στο «Ντα Λουζ» και αναπολεί, μιλώντας στο BN Sports, όλο εκείνο το ταξίδι στα γήπεδα της Πορτογαλίας, το οποίο οδήγησε την Ελλάδα στην κορυφή της Ευρώπης!
Συνέντευξη στον Τάσο Φαραό
Για να δημιουργήσεις τον τέλειο κύκλο, πρέπει να καταφέρεις στο τέλος της προσπάθειάς σου, να φτάσεις στο σημείο από το οποίο ακριβώς ξεκίνησες. Η Ελλάδα στο EURO του 2004 έφτασε πολύ κοντά στο να το πετύχει.
Ταξίδεψε στην Πορτογαλία για να σηματοδοτήσει την έναρξη της διοργάνωσης απέναντι στους οικοδεσπότες. Κόντρα στην ομάδα των Φίγκο, Κριστιάνο Ρονάλντο, Μανίς, Ρούι Κόστα και πολλών ακόμα ποδοσφαιριστών. Στην πορεία δεν σταμάτησε πουθενά, έφτασε μέχρι τον τελικό και βρήκε και πάλι αντιμέτωπους τους Πορτογάλους. Τι άλλαξε; Μόνο το γήπεδο, αφού από το «Ντραγκάο», πλέον κοντράρονταν στο «Ντα Λουζ»!
Ήταν το μοναδικό στοιχείο που διαφοροποιήθηκε και… χάλασε αυτόν τον τέλειο κύκλο της Εθνικής. Χάλασε τρόπος του λέγειν. Την ουσιαστική αποστολή σε αυτές τις δύο αναμετρήσεις, οι παίκτες του Ότο Ρεχάγκελ την έφεραν εις πέρας. Δύο νίκες. Η δεύτερη το βράδυ της 4ης Ιουλίου του 2004, 19 χρόνια πριν. Σχεδόν δύο δεκαετίες. Τότε, που η Ελλάδα κάθισε στο… θρόνο του «βασιλιά» της Ευρώπης, τρελαίνοντας όλη την ποδοσφαιρική υφήλιο!
Ο Άγγελος Μπασινάς, στο 57ο λεπτό του τελικού, σημάδευε σωστά το κεφάλι του, συνονόματού του, Χαριστέα στην «καρδιά» της πορτογαλικής περιοχής. Ο Έλληνας φορ δε λάθεψε. Έστειλε την μπάλα στα δίχτυα, έκανε το 1-0 και πλέον η Ελλάδα δεν μπορούσε να χάσει. Ήταν αναπόφευκτο. Το ταξίδι που άρχισε το 2002 με δύο ήττες από Ισπανία και Ουκρανία στον προκριματικό όμιλο, έμελλε να ολοκληρωθεί με τον πιο «γλυκό» τρόπο.
Εκείνα τα δύο ανεπιτυχή αποτελέσματα, διαδέχθηκαν 6 συνεχόμενες νίκες στον όμιλο, η μία μάλιστα στη Σαραγόσα, χαρίζοντας στη «γαλανόλευκη» την πρόκριση στην τελική φάση του EURO. Εκεί τα πράγματα είναι λίγο-πολύ γνωστά πλέον. Πρόκριση στους «8», ύστερα από τη νίκη με την Πορτογαλία, την ισοπαλία με την Ισπανία και την «ιστορική» ήττα από τη Ρωσία στη φάση των ομίλων, με το μονοπάτι να μας οδηγεί στους Γάλλους του Ζινεντίν Ζιντάν και τους Τσέχους του Πάβελ Νέντβεντ. Δύο κεφαλιές από Χαριστέα και Δέλλα στάθηκαν αρκετές για να μας στείλουν στο μεγάλο τελικό.
Η ιστορία είχε σχεδόν γραφτεί. Απέμενε μόνο το τελευταίο κεφάλαιο. Τελικά η μοίρα επεφύλασσε «happy ending», για το πιο «μεγάλο» βράδυ του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ο άνθρωπος που ανέλαβε την εκτέλεση του πέναλτι για το δεύτερο γκολ της Εθνικής μας στην πρεμιέρα της διοργάνωσης, αλλά και του κόρνερ που έστειλε την Ελλάδα στην κορυφή της Ευρώπης, μιλάει στο BN Sports με αφορμή τη συμπλήρωση 19 χρόνων από το «θαύμα» στα γήπεδα της Πορτογαλίας.
Από το «διπλό» στην Ισπανία, στην πρεμιέρα με τους Πορτογάλους και στην πίστη που είχε ο Ότο Ρεχάγκελ στους ποδοσφαιριστές του για την επίτευξη κάτι σπουδαίου. Ο Άγγελος Μπασινάς στο BN Sports!
Ξεκινώντας από τον προκριματικό όμιλο, ήταν αυτό το «διπλό» στην Ισπανία ο οδηγός σας, ουσιαστικά, για το πώς θα έπρεπε να παρουσιαστείτε στα γήπεδα της Πορτογαλίας;
«Όταν θες να φτάσεις σε μία μεγάλη πρόκριση, ενώ βρίσκεσαι σε έναν τόσο δύσκολο όμιλο, πρέπει να κάνεις ένα μεγάλο διπλό εκτός έδρας. Ειδικά μάλιστα από τη στιγμή που το ξεκίνημά μας δεν ήταν και το καλύτερο δυνατό. Εν τέλει, αυτό εμείς καταφέραμε να το κάνουμε σε μία έδρα, όπως είναι εκείνη της Ισπανίας, που κανείς δεν το περίμενε και δεν το πίστευε. Αδιαμφισβήτητα μάς έδωσε ώθηση στη συνέχεια για να μπορέσουμε να φτάσουμε σε όλη εκείνη την επιτυχημένη πορεία στο EURO το 2004.»
Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας, λόγω και των εμφανίσεων που είχαν προηγηθεί στα προκριματικά, υπήρχε μεταξύ των παικτών αισιοδοξία ότι θα μπορούσε να γίνει κάτι καλό για την Ελλάδα αυτή τη φορά σε μία μεγάλη διοργάνωση;
«Ήμασταν μία αξιόμαχη ομάδα, με προσωπικότητες και με αρκετή εμπειρία λόγω των πρωταθλημάτων, στα οποία αγωνιζόμασταν οι ποδοσφαιριστές εκείνης της σεζόν. Η αλήθεια είναι πως περιμέναμε ότι θα μπορέσουμε να έχουμε μία ανταγωνιστική ομάδα απέναντι στους αντιπάλους που βρεθήκαμε. Μέχρι εκεί όμως.
Ότι θα φτάναμε στον τελικό στόχο, δηλαδή στην κορυφή της Ευρώπης, δεν το περίμενε κανείς και δεν νομίζω να το είχε κάποιος ούτε σαν ιδέα στο πίσω μέρος του μυαλού του.»
Όταν τελείωσε η πρεμιέρα στο EURO απέναντι στην Πορτογαλία και οι πρώτοι τρεις βαθμοί ήταν γεγονός, υπήρχε αυτή η «σπίθα» μέσα σας ότι «ναι, μπορούμε να το πάμε μέχρι το τέλος»; Ή ήταν ακόμα νωρίς;
«Εννοείται ότι ήταν νωρίς, αλλά ταυτόχρονα αποτέλεσε καλό σημάδι. Καταλάβαμε ότι εάν παίζουμε με τις δυνατότητες και τις αντοχές που είχαμε, μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε έναν αντίπαλο, όπως ήταν η Πορτογαλία, η οποία άλλωστε αποτελούσε και τη διοργανώτρια του Ευρωπαϊκού.
Αυτή όπως καταλαβαίνετε, ειδικά επειδή μιλάμε και για το πρώτο παιχνίδι, είναι μία νίκη που σου δίνει διαφορετική ώθηση, αλλά και πολύ μεγάλη αυτοπεποίθηση ότι μπορείς να φτάσεις κάπου. Το πού θα ήταν αυτό βέβαια όμως, ήταν πάρα πολύ νωρίς για να το δούμε από την πρώτη αγωνιστική.»
Η ψυχολογία που είχατε πια αποκτήσει από ένα σημείο και μετά, με μεγάλα αποτελέσματα κόντρα σε σπουδαίες ομάδες, σάς έδινε «φτερά» στα πόδια, βοηθώντας σας να ξεχνάτε τα ονόματα των αντιπάλων;
«Δεν το κάνεις αυτό όταν μπαίνεις στο παιχνίδι, δεν κοιτάς τους αντιπάλους. Συγκεντρώνεσαι στο πώς θα παρουσιάσεις την ομάδα σου, πώς θα είσαι καλός εσύ, ώστε να ανταπεξέλθεις στις δυσκολίες του αγώνα. Ίσως να βλέπεις τους αντιπάλους μέχρι να σφυρίξει ο διαιτητής. Από εκεί και πέρα όμως, όλα ξεκινάνε από το πενήντα-πενήντα πιστεύω. Αυτό φάνηκε και στον αγωνιστικό χώρο έχω την εντύπωση άλλωστε.»
Είχατε συνειδητοποιήσει όλα αυτά που ζούσατε τότε ή η υπερένταση και ο ενθουσιασμός που υπήρχε, σάς κρατούσε διαρκώς στα «κόκκινα» και δεν μπορούσατε να καταλάβετε όλα αυτά που είχατε ήδη καταφέρει;
«Δεν το είχαμε καταλάβει ακριβώς, όχι. Όταν έχεις ένα στόχο και βλέπεις ότι γίνεται κάθε φορά και ένα βήμα παραπάνω, αυτό που έχεις στο μυαλό σου είναι να παραμένεις συγκεντρωμένος στο παιχνίδι.
Έπαιξε βέβαια σημαντικό ρόλο και ο προπονητής, ο Ότο Ρεχάγκελ, ο οποίος μας κρατούσε σε εγρήγορση και μας προσγείωνε από τους πανηγυρισμούς, παρά τις προκρίσεις που κερδίζαμε σε κάθε αγώνα μέχρι τον τελικό.
Από εκεί και πέρα, νομίζω ότι μετά συνειδητοποιήσαμε τι ακριβώς έχει γίνει, μόλις πατήσαμε το πόδι μας στην Ελλάδα. Τι να πω, ήταν κάτι το οποίο δεν το περίμενε κανείς. Ήταν πάρα πολύ μεγάλη επιτυχία.»
Σαν ένας τέλειος κύκλος, λοιπόν, η διοργάνωση έμελλε να ολοκληρωθεί όπως ακριβώς ξεκίνησε. Ελλάδα – Πορτογαλία. Ένα ματς μακριά από το τρόπαιο. Ποια ήταν η συμβουλή του Ρεχάγκελ προς τους παίκτες πριν από τον μεγάλο τελικό;
«Δεν είναι ότι μας έδωσε κάποια συμβουλή. Υπήρχε ομοιογένεια στην ομάδα και ένα οικογενειακό κλίμα μεταξύ των παικτών, το οποίο αποτυπωνόταν και εντός των τεσσάρων γραμμών του γηπέδου. Ο προπονητής ήταν πάντοτε εκεί όταν τον είχαμε ανάγκη και το ξέρουμε αυτό οι ποδοσφαιριστές εκείνης της ομάδας. Ήταν πολύ σημαντική η ώθηση που μάς έδωσε όποτε χρειάστηκε και μάς έδειχνε ότι πίστευε πως μπορούμε να πετύχουμε κάτι πραγματικά σπουδαίο. Νομίζω ότι τελικά μάς έκανε να το πιστέψουμε και εμείς αυτό.»
Τέλος, θέλω να μου περιγράψετε όλα τα συναισθήματα που είχατε μόλις ακούστηκε το τελευταίο σφύριγμα και η Ελλάδα ήταν πρωταθλήτρια Ευρώπης.
«Δεν υπάρχουν λόγια πραγματικά. Δεν μπορείς να το προσδιορίσεις και να πεις ότι ένιωσα είτε με τον έναν είτε με τον άλλον τρόπο. Είναι ένα πράγμα το οποίο κάθε ποδοσφαιριστής το ζει τη στιγμή εκείνη με το δικό του μοναδικό τρόπο. Είναι κάτι πολύ μεγάλο. Δεν πιστεύω πως υπάρχουν λόγια που μπορούν να το περιγράψουν, δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω κάπως.
Απλώς εκείνη τη στιγμή, ήταν τόσο μεγάλη η ένταση που έφυγε από πάνω μας, που το μοναδικό πράγμα που σκεφτόμασταν ήταν τι έχουμε καταφέρει. Κάτι άλλο σε εκείνη τη φάση δεν μπορείς να φέρεις στο μυαλό σου. Μόνο τη χαρά που σου δίνει το επίτευγμα που έχεις καταφέρει.
Σκεφτόμασταν τον κόσμο που ήταν εκεί, αλλά και όλη την προσπάθεια που είχαμε κάνει μέχρι και τον τελικό, ώστε να μπορέσουμε τελικά να φτάσουμε στην κατάκτηση του τροπαίου. Πράγμα που φυσικά δεν το περίμενε κανείς. Δεν υπάρχουν συναισθήματα εκεί, παρά μόνο η ένταση και η πίεση που “έφυγε” από τους ώμους μας. Απελευθερωθήκαμε από όλα και νιώσαμε την απίστευτη χαρά αυτής της “μαγικής” στιγμής.»