Θυμάμαι τότε στο σχολείο και στις εκδρομές που οι δάσκαλοι μας μετρούσαν. Περνούσαν από αυτό το στενό διάδρομο του λεωφορείου, κοιτούσαν δεξιά και αριστερά, ενίοτε ακουμπούσαν κεφάλια και μετρούσαν. «Πόσοι πρέπει να είναι;» ρωτούσε ο ένας τον άλλο. «46» απαντούσε. «Όλοι εδώ λοιπόν, πάμε» έλεγαν στον οδηγό. Μόνο που σε εκείνο το InterCity άλλος αριθμός ξεκίνησε και άλλος έφτασε. Όχι, δεν ήταν σχολική εκδρομή αλλά κάλλιστα θα μπορούσε να είναι…
Δεν ήταν δυστύχημα αυτό που συνέβη διότι ως τέτοιο ορίζεται μία στιγμή ατυχίας. Όταν όλα βαίνουν καλώς, νόμιμα, κατά γράμμα, βάσει προγράμματος και κάτι αναπάντεχο συμβαίνει και τα ανατρέπει με συνέπεια να θρηνήσουμε θύματα. Αυτό που έγινε το μαύρο εκείνο βράδυ της Τρίτης (28/02) λέγεται έγκλημα. Εκ προθέσεως μάλιστα έγκλημα, στυγερό, βαρύ και ασήκωτο.
Για τις ευθύνες αυτού όμως θα αποφανθούν άλλοι, η δικαιοσύνη. Όχι αυτοί που θα δικάσουν και θα τελεσιδικήσουν γιατί αυτοί θα σταθούν στην ανείπωτη κατάληξη ενός χρόνιου προβλήματος που οι πραγματικοί φταίχτες δεν θα αναφερθούν καν.
Προφανώς και τεράστιο μερίδιο ευθύνης έχει ο σταθμάρχης, καθώς και ο μηχανοδηγός της αμαξοστοιχίας 62 που παρέλειψε να κάνει την απαραίτητη εκφώνηση. Αυτοί αποτελούν τα εξιλαστήρια πρόσωπα (δεν πάει το χέρι να γράψει τη λέξη θύματα με τόσες ψυχές που χάθηκαν), τους αποδιοπομπαίους τράγους. Παρόλα αυτά επιτρέψτε μου, αυτή είναι η εικόνα του δέντρου και όχι του δάσους και προτιμώ να μη σταθώ στις ευθύνες.
Φρίκη. Το μυαλό μου δεν επιτρέπει τίποτα άλλο να εισέλθει σε αυτό. Ερεθίσματα περνούν και φεύγουν. Μόνο οι αποτρόπαιες εικόνες μένουν και οι σκέψεις αυτών που έφυγαν. Όχι γι΄αυτά που σκέφτονταν, αν πρόλαβαν την ώρα εκείνη, αλλά για αυτά που ήθελαν να κάνουν/πουν και δεν πρόλαβαν. Αυτά που ήθελαν να εκφράσουν/δώσουν και δεν πρόφτασαν.
«Σ΄ αγαπώ», «συγγνώμη που σου φώναξα», «ήμουν ανόητος που δεν έμεινε κι΄ άλλο μαζί σου», «είμαι περήφανη για σένα ακόμα κι΄ αν με στενοχωρείς με αυτά που κάνεις», «Σε παρακαλώ πολύ διάβαζε περισσότερο, για το καλό σου στο λέω», «θέλω να σε ξαναδώ, να πάμε μια βόλτα», «ξέρεις, σκεφτόμουν…». Λέξεις που γράφηκαν στο μήνυμα και σβήστηκαν. Φράσεις για τις οποίες όλοι έχουμε πάρει το γιο μας, την κόρη μας, το φίλο μας, τη φίλη μας, τον πατέρας μας, τη μητέρα μας αλλά δεν τις είπαμε ποτέ. Φοβηθήκαμε μην πέσουμε στα μάτια του άλλου, μην παραδεχτούμε το μικρό ή μεγάλο μας σφάλμα. Σκεφτήκαμε «και αύριο μέρα είναι». Θα είναι όμως;
Γι΄ αυτό λοιπόν και με την ευχή και την ελπίδα πως όλες αυτές οι ψυχές δε χάθηκαν απλά (γιατί αυτό είναι το πιο άδικο) αλλά θυσιάστηκαν για ένα καλύτερο και πιο ασφαλές μέλλον, όπως έχει πει ο πατέρας του Άλκη, Αριστείδης Καμπανός, ας μην περιμένουμε το αύριο. Το «ποτέ δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει» πήρε σάρκα και οστά τη νύχτα της κατάμαυρης «πρεμιέρας» της Άνοιξης του 2023 στην Ελλάδα και αν αυτά τα 12 λεπτά που έβαιναν προς το θάνατο το ήξεραν, θα έστελναν έστω το μήνυμα αυτό.
Το μόνο που έχουμε είναι ο ένας τον άλλο. Ας αφήσουμε λοιπόν στην άκρη την αγανάκτηση για το αυτοκίνητο που χάλασε, το θυμό για το βάζο που έσπασε και τον καναπέ που λερώθηκε, τον εκνευρισμό για το «4» στις βασικές αρχές της Οικονομικής Θεωρίας και ας εστιάσουμε σε ό,τι έχει σημασία, στον άνθρωπο. Ας στείλουμε έστω εμείς αυτό το μήνυμα που δεν πρόλαβαν όσοι άφησαν τόσο μάταια τον κόσμο αυτό. Γιατί στο τέλος αυτό είναι που μετράει.
Μάνος Φυρογένης
www.bnsports.gr