Ο Γιώργος Συρίγος θυμάται για λογαριασμό του BN Sports το αν μη τι άλλο αξέχαστο Eurobasket του 1987, όπως το έζησε στο πλευρό του πατέρα του Φίλιππου.
Μπορεί η θρυλική φωνή του Φίλιππου Συρίγου να είχε «ντύσει» τις εμφανίσεις της Εθνικής Ελλάδας στο Eurobasket του 1987 -και σε πλήθος άλλων διοργανώσεων- όμως αυτός δεν είναι πια ανάμεσά μας για να μας διηγηθεί εκείνο το θαύμα που έκανε όλη την Ελλάδα να αγαπήσει το μπάσκετ. Ως εκ τούτου, το BN Sports επικοινώνησε με τον συνεχιστή του έργου του, τον γιό του, Γιώργο Συρίγο, που μπορεί τότε να ήταν μόλις 11 ετών, αλλά είχε ζήσει όλη την πορεία της «γαλανόλευκης» από το γήπεδο, στο πλευρό του Φίλιππου και έχει πολύ καθαρές αναμνήσεις.
Συνέντευξη στη Βασιλική Καραμούζα
«Ο τελικός ήταν η κορύφωση μια ιστορίας που ήταν εξωπραγματική για τα δεδομένα της εποχής. Ήμασταν 13 χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, συναγωνιζόμασταν ομάδες που μέχρι τότε δεν είχαμε σκεφτεί καν ότι μπορούμε να τις πλησιάσουμε. Το να φτάσεις έστω κοντά στη Γιουγκοσλαβία ή τη Σοβιετική Ένωση ήταν κάτι το αδιανόητο. Σκέψου όλο αυτό το πράγμα το πρωτόγνωρο, το εξωπραγματικό, το οποίο έβγαλε όλη την Ελλάδα στους δρόμους, γιατί αυτό ξεπερνάει τα όρια της αθλητικής επιτυχίας, ήταν ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας, σκέψου το όλο αυτό μέσα από τα μάτια ενός παιδιού έντεκα χρονών», ανέφερε σε πρώτη φάση, με έναν ενθουσιασμό να διακρίνεται στον τόνο της φωνής του καθώς άρχισαν να περιστρέφονται στο μυαλό του εικόνες που είχαν αποτυπωθεί 35 χρόνια πριν.
«Κι εγώ ήμουν πλήρως εξοικειωμένος. Όχι με τέτοια πράγματα, γιατί δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα. Αλλά με τις καταστάσεις που είχαμε ζήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Είχα από πολύ μικρός επαφή με το μπάσκετ, τόσο δίπλα στον πατέρα μου, όσο και δίπλα στον νονό μου, τον Κώστα τον Μουρούζη. Η μαμά μου ήταν πρωταθλήτρια στην κολύμβηση, εγώ ήμουν στις πισίνες από 4 ετών και στα γήπεδα μαζί με τον πατέρα μου από 6-7 χρονών. Έχω φωτογραφίες από το Παπαστράτειο και από τον Τάφο του Ινδού από επτά ετών.
Παρόλο λοιπόν που από την ώρα που γεννήθηκα ήμουν μέσα σε ένα αθλητικό περιβάλλον και δεν μου προκαλούσε καμία εντύπωση, αυτό ήταν το κάτι άλλο. Για να είμαι ειλικρινής, επειδή ήμουν 11 ετών δεν μπορώ να κάνω πλήρη αναγωγή δεδομένων, από την οποία θα βγει έξω ολοκληρωτικά το συναισθηματικό κομμάτι, αλλά η βασική αίσθηση δεν μπορεί να είναι λανθασμένη.
Εγώ, λοιπόν, ήμουν σε κάθε παιχνίδι δίπλα στον πατέρα μου, με ακουστικά κανονικά, ήμουν ο δεύτερος που δεν μίλησε ποτέ. Μην κοιτάς τώρα που εννιά στις δέκα είναι δύο άτομα, ένας στην περιγραφή κι ένας στο σχόλιο, τότε δεν υπήρχε αυτό. Θυμάμαι λοιπόν πολύ καλά εκείνη την ημέρα. Την προεργασία, την προσμονή.
Ήξερα ότι όπως πάντα θα βάλουμε τα καλά μας, θα πάμε στο γήπεδο, θα πάμε στη δουλειά του μπαμπά, όμως εκείνη την ημέρα ήμουν απίκο 4 ώρες νωρίτερα. Αν μπορούσα να περιμένω έτοιμος, σαν τον τσολιά δίπλα στην πόρτα μία μέρα νωρίτερα θα το έκανα (γέλια)!», ανέφερε συνεχίζοντας την ιστορική αναδρομή και πριν περάσει στους πρωταγωνιστές που του κίνησαν το ενδιαφέρον.
Ο Φίλιππος Συρίγος σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει πριν την έναρξη του Ευρωμπάσκετ είχε προβλέψει ότι η Εθνική θα φτάσει στην 4αδα!
«Δεν θα πω το προφανές. Ο Γκάλης δεν μου προκαλούσε πια τόσο μεγάλη εντύπωση. Τον παρακολουθούσα σταθερά πριν από το ’85, από τότε όμως τον θυμάμαι κανονικά. Έβλεπα το ματς το Σάββατο και μετά στο βίντεο. Ήταν ιεροτελεστία. Οπότε πέρα από αυτά που είχα δει, θυμάμαι πολύ έντονα την τάπα του Μοντέρο στον Γκάλη, στο ματς με τους Ισπανούς. Πάντα είχαμε θέμα με τους Ισπανούς, γιατί έπαιζαν σε άλλο ρυθμό, δεν σταμάταγαν να τρέχουν ποτέ, έπαιζαν το σημερινό μπάσκετ αλλά πριν 40 χρόνια. Ε εκείνη την τάπα δεν μπορούσα να την…χωνέψω. Ο Γκάλης έκανε εκείνη τη χαρακτηριστική κίνηση ακόμα και σε παίκτες που ήταν 2.20μ. Ο Φασούλας θα του έκανε τάπα μία φορά στις πενήντα, οπότε ναι εκείνο το μπλοκ από τον Μοντέρο λίγο με σόκαρε, όπως και η φάση με τον Τσατσένκο και τον Γιαννάκη. Ξέραμε όλοι ότι ο “δράκος” ήταν σκληρός, αλλά να φάει τον αγκώνα του Τσατσένκο και να σηκωθεί;».
Όσο για τη στιγμή που του είχε προκαλέσει την μεγαλύτερη εντύπωση: «Αφού είχε κερδίσει η Εθνική το χρυσό πήγαμε στα αποδυτήρια, όπου ο μπαμπάς κι εγώ από πίσω του. Θυμάμαι σε κάποια φάση είχα βρεθεί ένα μέτρο από τον Αντρέα Παπανδρέου και τη Μελίνα Μερκούρη, ενώ σε μια άλλη φάση είχα χαθεί και με βρήκε νομίζω ο Βασιλακόπουλος, που κατάλαβε ότι είμαι ο γιός του Φίλιππου και με πήγε πίσω. Αλλά δεν ήταν αυτό που εξέπληξε περισσότερο. Αυτό ήρθε μετά, όταν φύγαμε από το γήπεδο, περίπου δύο αργότερα. Στο φανάρι στο ΣΕΦ, εκεί που στρίβουμε αριστερά για Πασαλιμάνι, εμφανίστηκε ένας τύπος και μέσα στην τρέλα του έβγαλε μια ελληνική σημαία, την άπλωσε πάνω στο καπό του αυτοκινήτου μας -ένα κόκκινο είχαμε τότε θυμάμαι- και άρχισε να προσκυνάει την πατέρα μου. Δεν προλάβαμε να περάσουμε το φανάρι την πρώτη φορά που άναψε πράσινο. Πρέπει να κράτησε αυτό το σκηνικό ένα λεπτό, αλλά εμένα μου φάνηκε σαν να ήταν 10’. Αυτή ήταν η στιγμή που δεν θα ξεχάσω ποτέ!
Πολλοί μπορεί να νομίζουν ότι θα έλεγα την ιστορία με τον Σαμπόνις. Είναι χιλιοειπωμένη εξάλλου. Ο Σαμπόνις ήταν τραυματίας και δεν έπαιζε. Ο πατέρας μου μπερδεύτηκε και είπε το όνομά του. Εγώ το κατάλαβα και ήξερα το κουμπί της ενδοεπικοινωνίας, οπότε σε κάποια φάση που έπαιρνε την ανάσα του, πάτησα το κουμπί και του είπα ότι δεν υπάρχει Σαμπόνις, αλλά παίζει ο Τσατσένκο. Ήξερα πότε να το κάνω, παρότι ήμουν μόλις 11, δεν θα του το έλεγα την ώρα που περιέγραφε. Με κοίταξε σαν να μου λέει οκ. Τη δεύτερη φορά που έγινε και του το ξαναείπα με κοίταξε σαν μου λέει σκάσε (γέλια).
Αλλά αυτή η ιστορία έχει μείνει, γιατί τράβηξε το ενδιαφέρον του κόσμου. Εμένα όμως δεν μου είχε προκαλέσει καμία εντύπωση. Δεν θα μνημόνευα δηλαδή ως κάτι σημαντικό αν δεν είχε γίνει γνωστή. Γιατί όπως είπα και πριν ήμουν πλήρως εξοικειωμένος με όλα αυτά. Ήδη από το ’84 πήγαινα στην ΕΡΤ στις Σαββατιάτικες εκπομπές και όταν δεν υπήρχε συμπαρουσιαστής καθόμουν εγώ στην άλλη καρέκλα, απέναντι από τον πατέρα μου. Δεν έκανα θόρυβο φυσικά, ούτε άνοιγε το πλάνο για να φανώ, αλλά καθόμουν εκεί κανονικά. Ήξερα δηλαδή από 8 χρονών πως να σταθώ δίπλα του στη δουλειά, είτε στο γήπεδο όταν μεταδίδει, είτε ακόμα και στο στούντιο. Αυτά λοιπόν ήταν πολύ απλή υπόθεση για εμένα. Και το ακουστικό και το κουμπί και το δε μιλάς. Απλά έχουν γίνει κομμάτι της κουλτούρας ας πούμε εκείνης της ημέρας, λόγω του περιβόητου λάθους με τον Σαμπόνις».
Συνετέλεσε λοιπόν το ’87 στην απόφαση να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του ή το μικρόβιο είχε μπει ακόμα πιο πριν; «Επί της ουσίας, πριν καν συνειδητοποιήσω τι συνέβαινε, ήμουν εθισμένος σε αυτό το πράγμα. Όχι μόνο στο μπάσκετ. Ήταν τα υγρά σπορ, ήταν το ποδόσφαιρο. Τις Κυριακές ας πούμε, εγώ, όπως και η μισή Ελλάδα δηλαδή, άκουγα ραδιόφωνο, ΕΡΑ Σπορ και είχα το τετραδιάκι μου και σημείωνα, από πολύ μικρή ηλικία. Κράταγα αρχείο. Οπότε ναι υπό μία έννοια προϋπήρχε στο μυαλό μου ασυναίσθητα. Από τότε που θυμάμαι ήταν κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Σκέψου ότι έχω καθαρή ανάμνηση από το 1980. Θυμάμαι να κλαίω όταν άφησαν τον Μίσα να φύγει στον ουρανό, στην Τελετή Λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων στη Μόσχα. Η γιαγιά μου είχε τρομάξει τόσο που είχε πάρει τον πατέρα μου τηλέφωνο κι εκείνος κανόνισε με κάτι συναδέλφους του που είχαν πάει εκεί να μου φέρουν λούτρινο Μίσα για να ηρεμήσω. Α και ξέχασα να στο πω. Από το ’83 είχα αναλάβει να γράφω και τις κασέτες με τους αγώνες για τον πατέρα μου. Οπότε επί της ουσίας είχε δρομολογηθεί το τι επάγγελμα θα κάνω πριν καλά-καλά το καταλάβω».
* Δείτε το ντοκιμαντέρ "Ο Δρόμος προς τη δόξα" που επιμελήθηκε ο Φίλιππος Συρίγος το 1987 λίγο καιρό μετά την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στο Ευρωπάσκετ.
www.bnsports.gr