«Είναι που ονειρεύεται πως φεύγει για ταξίδια, πως μπαίνει μέσα σε παλιές φωτογραφίες, ξέρει αν μπορούσε θα 'κανε μία απ' τα ίδια, αλλά τι νόημα έχει το όνειρο χωρίς μικρές νοθείες». Οι στίχοι που αφιέρωσε ο Οδυσσέας Ιωάννου στον Άλκη Αλκαίο, σε μουσική του τεράστιου Θάνου Μικρούτσικου, μέσω του τραγουδιού «Μικρές νοθείες» που ερμηνεύει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, δεν θα μπορούσαν να περιγράψουν καλύτερα τη ζωή του Ντάβιντε Ντιάτσι. Για διαφορετικούς λόγους φυσικά.
Η πρώτη ερώτηση που γεννάται εύλογα, αφορά το ποιος είναι ο Ντάβιντε Ντιάτσι. Απολύτως λογικό. Ξετυλίγοντας το άκρως ενδιαφέρον «νήμα» της ζωής του, καλό θα ήταν να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Γεννημένος το 1974, ανακάλυψε ήδη από αρκετά νεαρή ηλικία την αγάπη που έτρεφε για το μπάσκετ. Το ταλέντο ήταν αδιαμφισβήτητο. Έτσι, το μεγάλο βήμα στην καριέρα του δεν άργησε να έρθει. Αυτό έγινε το 1987, όταν και πήρε μεταγραφή για την Μπολόνια.
Είχε φτάσει να αποτελεί έναν εκ των ηγετών της εθνικής ομάδας νέων της Ιταλίας το 1991, μαζί με τον Αντρέα Μενεγκίν. Στις ακαδημίες της Μπολόνια κατέκτησε σχεδόν τα πάντα. Πήρε πρωτάθλημα τόσο με τους εφήβους, όσο και με τους νέους, ενώ με το εθνόσημο έφτασε στην κορυφή του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος U17 στη Θεσσαλονίκη το 1991 και κέρδισε το αργυρό μετάλλιο στην αντίστοιχη διοργάνωση U19 το 1993 στη Βουδαπέστη.
Αποκορύφωμα όλων αυτών, ήταν το πρωτάθλημα Ιταλίας που κατέκτησε το 1993. Έχοντας μάλιστα σημειώσει καλάθι λίγο πριν το φινάλε, προσπερνώντας τον Τόνι Κούκοτς, ο οποίος το αμέσως επόμενο καλοκαίρι, μετακόμισε στην άλλη μεριά του Ατλαντικού για λογαριασμό των Σικάγο Μπουλς!
Παρ’ όλα αυτά ο Ντιάτσι ένιωθε ότι κάτι του λείπει. Άλλωστε το μπάσκετ δεν ήταν η μοναδική του ασχολία. Λάτρευε τη λογοτεχνία, τη μουσική, τα ταξίδια. Πράγματα που τα είχε στερηθεί αρκετά λόγω του αθλήματος. Η συνέχεια της καριέρας του τον έβαλε σε σκέψεις. Ακολούθησαν δανεισμοί στην Κρεμόνα και την Μπρέσια, αλλά τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο.
Σταδιακά άρχισε να συνειδητοποιεί ότι δεν αισθάνεται πια πλήρης. Οι προπονήσεις, τα ατελείωτα σουτ, τα παιχνίδια, του έχουν «κλέψει» αρκετές από τις ημέρες του. Κάτι παραπάνω από αρκετές. Ο 22χρονος Ντιάτσε θέλει να «γευτεί» τον κόσμο. Θέλει να ζήσει. Είχε έρθει επιτέλους η στιγμή για τις πρώτες του διακοπές. Την εκκίνηση για την μεγάλη περιπέτεια της ζωής του. Προορισμός; Η Βραζιλία!
Εκεί, δεν αναζητά τις υλικές απολαύσεις. Δεν ήταν αυτές που του έλειπαν. Ξεκινά το δικό του πνευματικό ταξίδι, χωρίς συγκεκριμένο προορισμό, πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο αποκλειστικά περπατώντας. Κατά την επιστροφή του στην Ιταλία, ενημερώνει τους γονείς του για την απόφασή του να φύγει εκ νέου, πληροφορώντας παράλληλα και την Μπολόνια ότι δεν είχε πρόθεση να συνεχίσει να αγωνίζεται. Το 1997, λοιπόν, αποσύρθηκε και επίσημα από τα παρκέ.
Κάπως έτσι, γυρνά για άλλη μία φορά στη «χώρα του καφέ». Τα μόνα εφόδια που χρειάζεται είναι τα βιβλία του. Το μυαλό του αποτελεί «tabula rasa», έτοιμο να γνωρίσει οτιδήποτε παρουσιαστεί στον διάβα του. Ύστερα από έναν μήνα περίπου στη Βραζιλία, μεταβαίνει στη Βενεζουέλα, γνωρίζοντας την Καραϊβική και τις Άνδεις, για να φτάσει τελικά στην Κολομβία.
Κρεβάτι του είναι ο δρόμος, ενώ η ποιότητα του φαγητού δεν τον απασχολεί ιδιαίτερα. Στην Μπογκοτά μάλιστα, μετατράπηκε σε καλλιτέχνη του δρόμου, όπου σε κάποια ανυποψίαστη στιγμή, βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα… όπλο στον κρόταφό του! Η αιτία; Προσπάθησε να πουλήσει ένα από τα βραχιόλια που έφτιαχνε σε κάποιον περαστικό, ο οποίος αποδείχθηκε… δολοφόνος. Εκείνος αφού είπε στον Ντιάτσι «Α, Ιταλός… Ο Ρομπέρτο Μπάτζιο και η μαφία! Είστε τυχεροί, γιατί εμείς οι γκρίνγκο…», τον σημάδεψε με το όπλο του και ολοκλήρωσε τη φράση του «…Μπουμ μπουμ!». Ικανοποιημένος από το τρομοκρατημένο βλέμμα που αντίκρισε απέναντί του, αγόρασε το βραχιόλι και έφυγε.
Σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, ήρθε ο επαναπατρισμός. Μόνο για λίγο. Η περιπέτεια δεν είχε τελειώσει. Ακολούθησαν τα νησιά Γκαλαπάγκος, όπου έπλεε για περισσότερο από έναν μήνα, η ανάβαση στο βουνό Πίσκο του Περού ύψους 5.752 μέτρων, αλλά και η επίσκεψη στο τελευταίο κρησφύγετο του Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία.
Δεν σταματά σε αυτά όμως. Αφού έφτασε στο Μάτσου Πίτσου, τη Νάζκα, την έρημο του αλατιού, την πεδιάδα του φεγγαριού και πολλά ακόμα μέρη στην αγαπημένη του Λατινική Αμερική, η «όρεξη» για νέα τοπία, του έχει ανοίξει για τα καλά. Αποφασίζει έτσι να αλλάξει παραστάσεις μετά από πολύ καιρό, πηγαίνοντας στη Μέση Ανατολή.
Από την Καππαδοκία, στη λίμνη Βαν και από εκεί στο Κουρδιστάν και την Συρία. Για να περάσει έπειτα από την Ιορδανία, την Αίγυπτο και επιστρέφοντας στην Ανατολή, να διασχίσει τον Λίβανο.
«Χορτασμένος» από την περιήγησή του στην Ασία, το 2000 ήταν πια ο καιρός να επισκεφθεί την Κούβα. Στην Αβάνα η έμπνευση ήρθε σχεδόν αμέσως και ο Ντιάτσι ξεκινά να γράφει το δικό του ταξιδιωτικό ημερολόγιο, με τίτλο «Gaude Mihi». Έχει περισσότερο τον χαρακτήρα ενός εσωτερικού μονολόγου, στον οποίο μεταφέρει όσα γίνονται αντιληπτά μέσω των αισθήσεών του.
Στη συνέχεια μετέβη στο Γιουκατάν, χρησιμοποιώντας τρακτέρ, άμαξες και γαϊδούρια. Εκεί δούλεψε ως μεταφραστής προκειμένου να εξασφαλίσει την απαραίτητη τροφή. Τέξας, Σαν Αντόνιο, Καλιφόρνια και Σαν Φρανσίσκο αποτελούν τα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου της ζωής του Ντάβιντε Ντιάτσι. Μέρη στα οποία μετατράπηκε από τραγουδιστή σε καθαριστή κοινόχρηστων τουαλετών ενός ξενώνα.
Από τις Ηνωμένες Πολιτείες επέστρεψε στο Μεξικό, για να γνωρίσει τους Τζένταλς, μία ιθαγενή φυλή των Τσάπας, όπου μαζί τους θα έρθει ξανά αναπάντεχα σε επαφή με το μπάσκετ. Φυσικά, μόνο… επαγγελματικός δεν ήταν ο αγώνας, αφού τα καλάθια ήταν άνισα μεταξύ τους, ενώ η μπάλα είχε μία ντουζίνα μπαλώματα.
Ωστόσο, η μεγαλύτερη περιπέτεια που έζησε, μετά από το περιστατικό με το πιστόλι, αφορά σίγουρα αυτό που συνέβη στη Νικαράγουα. Φεύγοντας από τη Γουατεμάλα και έπειτα από το πέρασμα από Ονδούρα και Ελ Σαλβαδόρ, βρέθηκε αντιμέτωπος με μία… αγέλη πιθήκων! Το κυνήγι άρχισε αμέσως, ο Ντιάτσι έτρεχε για να σώσει τη ζωή του και ο μόνος τρόπος για να το πετύχει ήταν να βουτήξει στο νερό! Πράγμα που εν τέλει πραγματοποίησε, με τους περίπου 50 πιθήκους που βρίσκονταν στο κατόπι του, να ικανοποιούνται, παίρνοντας το φαγητό μέσα από το σακίδιό του.
Για άλλη μία φορά θα γυρίσει στην Ιταλία, ώστε από εκεί να προσθέσει ένα ακόμα κομμάτι στο παζλ των ταξιδιών του. Σειρά έχει η Αφρική, όπου παρέμεινε για τέσσερις μήνες, γυρνώντας από χώρα σε χώρα. Η Βραζιλία, ωστόσο, έμελλε να είναι η αρχή αλλά και το τέλος της συναρπαστικής περιπέτειας του Ντιάτσι. Ο έρωτας του «χτυπά την πόρτα» στο μέρος όπου ξεκίνησε το ταξίδι του ως «πολίτης του κόσμου» και το 2006 θα αποκτήσει και ένα μικρό κοριτσάκι, την Σοφία.
Για την κόρη του θέλει μόνο τα καλύτερα. Και γνωρίζει πολύ καλά ότι στη Βραζιλία δεν δύναται να της προσφέρει όσα επιθυμεί. Έτσι, επιστρέφει στη γενέτειρά του το 2008, αυτή τη φορά σε μόνιμη βάση και πατά ξανά τα πόδια του στο παρκέ. Αγωνίστηκε σε Καβριάγκο και Ρουμπιέρα στις χαμηλότερες κατηγορίες της Ιταλίας, αλλά όχι για πολύ. Συνειδητοποιεί ότι δεν θέλει να βρίσκεται τόσο μέσα στη δράση, γι’ αυτό και τελικά αποφασίζει να γίνει προπονητής.
Και… τέλος! Μοιάζει σαν σενάριο ταινίας ή σαν ένα πολύ καλό βιβλίο επιστημονικής φαντασίας. Όμως είναι πέρα για πέρα αληθινό! Αυτή είναι η ζωή του Ντάβιντε Ντιάτσι, που ξεκίνησε με μία μπάλα στα χέρια και κατέληξε σε κάτι που πολλοί ονειρεύονται, αλλά λίγοι πραγματοποιούν. Να δώσουν «σάρκα και οστά» σε όσα λαχταρά η καρδιά τους, όσο ακατόρθωτα και αν φαίνονται!
Πηγή: La Giornata Tipo
Τάσος Φαραός
www.bnsports.gr