Κάζιμιρτζ Γκόρσκι και Γιάτσεκ Γκμοχ είναι οι Πολωνοί «Διόσκουροι». Οι δυο τους θεωρούνται «πρωτομάστορες» της μεγάλης ομάδας των «μπιαλοτσερβόνι» που παρήλασε στα γερμανικά γήπεδα τη διετία 1972 – 1974. Τις ανεπανάληπτες εθνικές επιτυχίες, διαδέχθηκε η «μετανάστευσή» τους στα ελληνικά γήπεδα, όπου έμελλε να γράψουν «χρυσές» σελίδες.
«Σαρένκα»: Το παιδί του πολέμου
Ο «Σαρένκα» (το ζαρκάδι) όπως ήταν το προσωνύμιο που έλαβε ο Γκόρσκι, εξαιτίας της μικροκαμωμένης σιλουέτας και των επιδέξιων κινήσεων που τον χαρακτήριζαν, γεννήθηκε το 1921 στην (πολωνική τότε) πόλη Λβοβ (σημερινή, ουκρανική Λβιβ). Ο Κάζιμιρτζ, δεν υπήρξε σπουδαίος ποδοσφαιριστής. Κάθε άλλο. Εντούτοις, κατόρθωσε να εξασφαλίσει τη μετακίνησή του στην «ομάδα του στρατού», την Λέγκια Βαρσοβίας, παρά το γεγονός πως από την ηλικία των 25 ετών αγωνιζόταν με σοβαρό πρόβλημα στο γόνατο. Για να συμβεί αυτό, χρειάστηκε ασφαλώς να μεσολαβήσει η διεξαγωγή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, περίοδος κατά την οποία η καριέρα του Γκόρσκι «μπήκε στο ψυγείο» και αναγκάστηκε να εργαστεί στον σιδηρόδρομο. Για εκείνα τα χρόνια είχε εξομολογηθεί πως «Το άθλημα τελείωσε. Δεν έχω κλωτσήσει μπάλα εδώ και τρία χρόνια». Αμέσως μετά, κατατάχθηκε εθελοντικά στον πολωνικό στρατό και το τέλος του πολέμου τον βρήκε μόνιμο κάτοικο Βαρσοβίας. Η μεταγραφή του στη Λέγκια δρομολογήθηκε απολύτως φυσιολογικά. Σε όλη την διάρκεια της ποδοσφαιρικής του καριέρας, ο Γκόρσκι αγωνίστηκε για μία και μοναδική φορά με το εθνόσημο στο στήθος. Το 1948, σε ένα παιχνίδι με αντίπαλο την Δανία, η οποία συνέτριψε τους Πολωνούς με σκορ 8 – 0.
Ο Γκόρσκι «σοκάρει» το Ανατολικό μπλοκ και με σφραγίδα Ντέινα πανηγυρίζει το χρυσό
Το «προπονητικό άστρο» του Κάζιμιρτζ Γκόρσκι ξεκίνησε να λάμπει στην αυγή του 1970, έτος που συνέπεσε με την πρόσληψή ως πρώτου προπονητή στην Εθνική Ομάδα της Πολωνίας. Το ολυμπιακό τουρνουά ποδοσφαίρου στο Μόναχο το 1972, υπήρξε η διοργάνωση όπου φανερώθηκαν οι υψηλού επιπέδου προπονητικές ικανότητες του Πολωνού προπονητή. Σύμφωνα με τα όσα έχουν κατά καιρούς υποστηρίξει για εκείνον ποδοσφαιριστές που έχει προπονήσει. Η επιτυχία στις ομάδες του οφειλόταν στο γεγονός πως ο ίδιος είχε επιμείνει στη δημιουργία ενός οικογενειακού κλίματος ώστε να μπορούν οι ίδιοι να αποδίδουν όσο το δυνατόν καλύτερα. Κατά μία άλλη εκδοχή, υποστήριζε το ποδόσφαιρο της χαράς, το οποίο ξανασυναντήσαμε πρόσφατα με αφορμή την επιτυχία της Φλουμινένσε του Φερνάντο Ντινίζ.
Ήταν η περίοδος, όπου για τους Δυτικούς οι διοργανώσεις διαχωρίζονταν σε μεγάλες και μικρές, με βάση το ενδιαφέρον και το κύρος, ενώ για τους Ανατολικούς αντιμετωπίζονταν όλες το ίδιο, με αποτέλεσμα όλες οι ομάδες τους να κατέρχονται πάνοπλες. Ενδεικτικό του γεγονότος αποτελεί πως στα δύο προηγούμενα ολυμπιακά τουρνουά ποδοσφαίρου (1964, 1968), η ουγγρική ομάδα είχε κατακτήσει σε ισάριθμες περιπτώσεις το χρυσό μετάλλιο. Ακόμη κι έτσι όμως, ουδείς ανέμενε την πορεία της Πολωνίας.
Πέραν πάσης αμφιβολίας, οι «μπιαλοτσερβόνι» ήταν μία καλή ομάδα. Αποτελούνταν από καλούς ποδοσφαιριστές, που υπηρετούσαν κατά κύριο λόγο ομάδες του πολωνικού πρωταθλήματος, όπως η Λέγκια Βαρσοβίας και η Γκόρνικ Ζάμπρζε, η οποία διέθετε στην Εθνική Ομάδα τον σούπερ σταρ της εποχής, Βλόντεκ Λουμπάνσκι. Στο εναρκτήριο παιχνίδι, οι Πολωνοί, αντιμετώπισαν την Κολομβία την οποία «σκόρπισαν» με σκορ 5 – 1. Ακολούθησε η νίκη επί της Γκάνα με 4 – 0 αλλά και η επικράτηση έναντι της πολύ δυνατής Ανατολικής Γερμανίας των Μπερντ Μπρανς, Πίτερ Ντακ και Γιούργκεν Σπαρβάσερ. Οι Πολωνοί χάρη σε δύο τέρματα του αμυντικού Γέρζι Γκόργκον κέρδισαν και αυτό το παιχνίδι με σκορ 2 – 1.
Η εκκίνηση της δεύτερης φάσης του τουρνουά και το παιχνίδι απέναντι στη Δανία, το οποίο ολοκληρώθηκε ισόπαλο για τις δύο ομάδες (1 – 1) «έκρυβε» και το μοναδικό «ψεγάδι» στην πορεία προς την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου. Επόμενος αντίπαλος, η πανίσχυρη Σοβιετική Ένωση των Κουρτσιλάβα, Ονισένκο και Μπλαχίν. Οι πανίσχυροι Σοβιετικοί προηγήθηκαν με γκολ του τελευταίου και αγωνίστηκαν σθεναρά, ωστόσο η μεγάλη κλάση του Κάζιμιερτς Ντέινα και ένα κρίσιμο τέρμα από τον Σόλτιζικ στην εκπνοή, έκαναν τη διαφορά και έδωσαν στους Πολωνούς μία ιστορική νίκη, η οποία για προφανείς λόγους, έλαβε και πολιτικές διαστάσεις. Το εμπόδιο του Μαρόκο αποδείχθηκε χαμηλό (5 – 0) με την Πολωνία να εξασφαλίζει το πολυπόθητο εισιτήριο για το παιχνίδι του τελικού, εκεί όπου επρόκειτο να αναμετρηθεί με την μεγάλη ομάδα των Ούγγρων. Η ομάδα των Γκόρσκι και Γκμοχ, επιβλήθηκε και μάλιστα ξανά με ανατροπή και εθνικό ήρωα τον, κατά πολλούς, μεγαλύτερο ποδοσφαιριστή που έχει αναδείξει ποτέ η Πολωνία, το «κόσμημα» στο στέμμα της ολυμπιακής ομάδας των «μπιαλοτσερβόνι», Κάζιμιερτς Ντέινα.
Δημιούργημα Γκόρσκι με υπογραφή Γκμοχ
Η ομάδα του Κάζιμιρτζ Γκόρσκι, με την ανεπανάληπτη συνεισφορά του Γιάτσεκ Γκμοχ στο πλευρό του (ως βοηθού προπονητή), για τον οποίο πολλοί διεθνείς ποδοσφαιριστές υποστήριξαν πως υπήρξε η «ψυχή» και το «σώμα» της ομάδας, ολοκλήρωσε το τουρνουά με 21 τέρματα σε 7 παιχνίδια, επίδοση που επιβεβαιώνει την περιβόητη ρήση του Γκόρσκι πως «η μπάλα είναι στρογγυλή και υπάρχουν δύο στόχοι». Όπως δηλαδή μαρτυρούσε η ρήση, οι προπονητές θα έπρεπε να μαθαίνουν στους ποδοσφαιριστές τους να είναι επιθετικοί στον αγωνιστικό χώρο και να επικεντρώνονται στην επίθεση. Ακόμη και μετά την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου και παρά το γεγονός πως η ομάδα του Γκόρσκι απομυθοποίησε τους ποδοσφαιρικούς μύθους των Ανατολικογερμανών, των Σοβιετικών και των Ούγγρων, λίγοι μόνο πίστευαν την πρόκριση της Πολωνίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 (στη Δυτική Γερμανία). Για να εξασφαλίσουν το εισιτήριο οι Πολωνοί θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν την Αγγλία και την Ουαλία σε προκριματικό όμιλο. Η (ψευδ)αίσθηση πως η Πολωνία αποτελούσε έναν εύκολο στόχο γιγαντώθηκε με την επίσκεψη της ομάδας του Γκόρσκι στο Κάρντιφ, όπου συνοδεύτηκε με ήττα 2 – 0 από τους Ουαλούς. Λίγους μήνες μετά ωστόσο, το καλοκαίρι του 1973, οι Πολωνοί υποδέχτηκαν τους αλαζόνες Άγγλους στο Χόρζοβ και τους κέρδισαν με 2 – 0 κάνοντας μία «δήλωση». Οι Πολωνοί μάλιστα με το 1 – 1 στο Γουέμπλεϊ «σφράγισαν» την πρόκριση στο Μουντιάλ του 1974, διάκριση που φέρει «φαρδιά πλατιά» την υπογραφή του «κλόουν» όπως τον χαρακτήρισε ο Μπράιαν Κλαφ, τερματοφύλακα των Πολωνών, Γιαν Τομασέφσκι, ο οποίος παρέλαβε τη σκυτάλη από τον χρυσό ολυμπιονίκη Κόστκα.
Μουντιάλ 1974 – Πολωνία: Τι θα γινόταν εάν…
Η πολωνική ομάδα που στο μεταξύ είχε υποστεί ακούσια και εκούσια σημαντική ανανέωση, κατήλθε και πάλι στα γερμανικά γήπεδα με στόχο να ξεδιπλώσει τις αρετές, των πρωτομαστόρων της Κάζιμιρτζ Γκόρσκι και Γιάτσεκ Γκμοχ. Η συμμετοχή στο Μουντιάλ, επισκιάστηκε από την είδηση της μη συμμετοχής του Λουμπάνσκι, ο οποίος πρωταγωνίστησε στη χρυσή διαδρομή, δύο χρόνια νωρίτερα. Το κενό του επιθετικού της Γκόρνικ, κλήθηκε να καλύψει μία «τριανδρία» με εντελώς διαφορετικά (μεταξύ τους χαρακτηριστικά). Ο γοργοπόδαρος Γκρέγκορζ Λάτο, οποίος έδειχνε γηραιότερος από όσο ήταν στην πραγματικότητα, ήταν ο ένας από αυτούς και έμελλε να πραγματοποιήσει μία μυθική διοργάνωση. Ο επιβλητικός επιθετικός, Άντζεϊ Σάρμαχ και πλάι τους η παλιοσειρά Ρόμπερτ Γκαντόχα. Σε εκείνη τη διοργάνωση, ως αδιαφιλονίκητο φαβορί φάνταζαν η διοργανώτρια Δυτική Γερμανία των Φραντς Μπεκενμπάουερ και Γκερντ Μίλερ, η Ολλανδία των Ρίνους Μίχελς και Γιόχαν Κρόιφ και η προηγούμενη κάτοχος, Βραζιλία. Στα μάτια των ειδικών της εποχής, το μέγεθος της Πολωνίας βρισκόταν πίσω ακόμα και από την Αργεντινή αλλά και την Ιταλία, ομάδες τις οποίες κλήθηκε να αντιμετωπίσει στον όμιλό της. Στο εναρκτήριο παιχνίδι, το σύνολο του Γκόρσκι αντιπαρατέθηκε με την Αργεντινή την οποία κέρδισε εύκολα με 3 – 1 χάρη σε δύο γκολ του Λάτο (έχοντας μάλιστα και δύο δοκάρια!).
Ο σχηματισμός των ομίλων της επόμενης φάσης, έφερε αντιμέτωπη την Πολωνία με την Σουηδία, η οποία μάλιστα μέχρι εκείνο το σημείο δεν είχε δεχτεί γκολ, την Γιουγκοσλαβία και τη Δυτική Γερμανία. Το έτερο γκρουπ, θα μπορούσε με σημερινούς όρους να χαρακτηριστεί και ως «όμιλος θανάτου» φιλοξενώντας πανίσχυρες ομάδες, όπως η Ολλανδία, η Βραζιλία, η Ανατολική Γερμανία και η Αργεντινή.
Οι ποδοσφαιριστές του Γκόρσκι επικράτησαν με 1 – 0 των Σουηδών, ενώ λίγες μέρες μετά ξεπέρασαν και το εμπόδιο των Γιουγκοσλάβων με σκορ 2 – 1 (καθοριστική η συμβολή των Λάτο και Ντέινα στα δύο παιχνίδια). Όπως είχε φανεί εξαρχής, το εισιτήριο για μια θέση στον τελικό θα παιζόταν μεταξύ των Πολωνών και της Δυτικής Γερμανίας. Στο Waldstadion, όλα έμοιαζαν έτοιμα για την γιγαντομαχία που θα ακολουθούσε. Ο καιρός ωστόσο δεν αποτελούσε σύμμαχο της αναμέτρησης και σε ένα, όπως έχει χαρακτηριστεί, αποκαλυπτικό σκηνικό, ελέω της εντονότατης βροχόπτωσης οι δύο ομάδες παρατάχθηκαν στον ταλαιπωρημένο αγωνιστικό χώρο για να προσφέρουν στο κοινό τους την πολυαναμενόμενη παράσταση. Το παιχνίδι ξεκίνησε με καθυστέρηση, καθώς έγινε προσπάθεια καθαρισμού και αποσυμφόρησης του αγωνιστικού χώρου, με τις δύο ομάδες να ανταγωνίζονται σκληρά. Τελικά, η Δυτική Γερμανία αναδείχθηκε νικήτρια. Με ήρωα τον Γκερντ Μίλερ 15 λεπτά πριν από την ολοκλήρωση του παιχνιδιού, οι διοργανωτές τσέκαραν το εισιτήριο του τελικού και άφησαν με την πίκρα τους Πολωνούς, οι οποίοι με το πέρασμα των ετών αναρωτιούνται τι θα είχε συμβεί εάν το παιχνίδι είχε διεξαχθεί σε έναν φυσιολογικό αγωνιστικό χώρο. Ο επίλογος για τους Πολωνούς στο Μουντιάλ γράφτηκε στο παιχνίδι με αντίπαλο την Βραζιλία και έπαθλο την τρίτη θέση. Οι Πολωνοί επιβλήθηκαν με γκολ του Γκρέγκορζ Λάτο.
Η «δύση» της μεγάλης πολωνικής ομάδας των Γκόρσκι και Γκμοχ και το «απαγορευτικό»
Η ολοκλήρωση του Μουντιάλ της Δυτικής Γερμανίας συνδυάστηκε με την «δύση» της μεγαλύτερης πολωνικής ομάδας που έχει παίξει ποδόσφαιρο έως σήμερα. Οι Γκόρσκι και Γκμοχ έφτιαξαν μία ομάδα άφοβη. Όπως είχε επίσης χαρακτηριστικά δηλώσει ο πρώτος, «εάν ένας προπονητής φοβάται πως θα χάσει θα είναι καλύτερα να βρει άλλη δουλειά». Αυτή η επωδός μπορούσε καλύτερα από όλες να περιγράψει την φυσιογνωμία της πολωνικής ομάδας που παρουσιάστηκε και πρωταγωνίστησε στα γερμανικά γήπεδα. Εκείνη την περίοδο, χάθηκε η ευκαιρία οι πρωταγωνιστές της πολωνικής ομάδας να πάρουν μεταγραφή για μεγάλους ευρωπαϊκού συλλόγους. Με υπογραφή του κομμουνιστικού καθεστώτος της χώρας, υπήρχε απαγόρευση μεταγραφής σε όσους παίκτες βρισκόταν κάτω από την ηλικία των 30 ετών. Ο Ντέινα άργησε να πάρει μεταγραφή. Το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο δεν χάρηκε ποτέ τα ταλέντα των Τομασέφσκι, Ζμούντα, Λάτο, Γκαντόχα, Σάρμαχ και της μεγάλης αδυναμίας του Γκόρσκι, του Βλόντεκ Λουμπάνσκι.
Η «εισπήδηση» των «Διόσκουρων» στο Ελλάντα του Γκμοχ
Η εποχή Γκόρσκι τερματίστηκε ουσιαστικά τον Σεπτέμβριο του 1976 αμέσως μετά το ολυμπιακό τουρνουά ποδοσφαίρου στο Μόντρεαλ, όπου η Πολωνία κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο. Για τον Γκόρσκι αυτό ήταν αποτυχία. Tη σκυτάλη στη θέση του πρώτου προπονητή παρέλαβε ο, μέχρι πρότινος βοηθός του, Γιάτσεκ Γκμοχ. Για τον Γκόρσκι ένα νέο κεφάλαιο ανοιγόταν στην καριέρα του. Είχε αποδεχτεί την πρόταση του Παναθηναϊκού που βρισκόταν σε αναζήτηση προπονητή έπειτα από την επεισοδιακή απομάκρυνση του Αϊμορέ Μορέιρα και ετοιμαζόταν να ξεκινήσει την εν Ελλάδι περιήγησή του. Ο «Διόσκουρος» του, Γιάτσεκ Γκμοχ έμελλε να βαδίσει το ίδιο δρομολόγιο λίγα χρόνια αργότερα.
Δημήτρης Τσάκνης