Ο Νίκος Γιούτσος απεβίωσε σε ηλικία 81 ετών, αλλά το στίγμα του δεν πρόκειται να «σβήσει» ποτέ από την ιστορία, τόσο του Ολυμπιακού, όσο και ολόκληρου του ελληνικού ποδοσφαίρου. Μία πολυτάραχη ζωή, με τα επιτεύγματα του εντός των τεσσάρων γραμμών, να παραμένουν μέχρι και σήμερα άκρως εντυπωσιακά.
Οι θρύλοι δεν πεθαίνουν ποτέ, αντιθέτως ζουν για πάντα μέσα στις μνήμες μας. Ο Νίκος Γιούτσος απεβίωσε σε ηλικία 81 ετών, «βυθίζοντας» την ελληνική κοινωνία σε θλίψη. Ένας άνθρωπος που άφησε ιστορία στα ελληνικά γήπεδα και έγινε σύνθημα στα χείλη χιλιάδων οπαδών του Ολυμπιακού που τον είδαν να «μαγεύει» μέσα στα γήπεδα.
Γεννήθηκε στις 16 Απριλίου του 1942 στο Μακροχώρι Καστορίας και παιδάκι ακόμα έζησε τα δύσκολα χρόνια της κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου. «Τα δικά μας μέρη τα ήλεγχαν οι αντάρτες. Κάποια στιγμή που θα γίνονταν οι μεγάλες επιχειρήσεις στον Γράμμο και στο Βίτσι, είπαν στα χωριά να φύγει ο κόσμος και να γυρίσουν όταν θα περάσει η μπόρα. Ε, γυρίσαμε πίσω μεγάλοι πια, μετά από πολλά χρόνια», έχει περιγράψει ο ίδιος αυτή την σκληρή εποχή.
Ο πατέρας του είχε πεθάνει όταν ήταν μικρός και ενώ ο κυβερνητικός στρατός βομβάρδιζε την περιοχή που ζούσε, ο Γιούτσος σε ηλικία 7 ετών μαζί με την αδερφή του μεταφέρθηκαν στην Ουγγαρία. Εκεί μεγάλωσε σε ένα κολλέγιο που έδινε μεγάλη βαρύτητα στον αθλητισμό και το ταλέντο του δεν άργησε να φανεί. Έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα σε μία ελληνική ομάδα που δημιούργησαν εξόριστοι, την Όλυμπος και γρήγορα η Τσέπελ (ομάδα της δεύτερης κατηγορίας) έσπευσε να τον αποκτήσει. Ο Μίκλος (Νίκος στα ελληνικά) Γιούτσος οδήγησε την Τσέπελ στην κατάκτηση του πρωταθλήματος και μετέπειτα σε σημαντικές επιτυχίες στο πρωτάθλημα της πρώτης κατηγορίας, πετυχαίνοντας 11 γκολ την διετία 1963 - 1964.
Οι εμφανίσεις του ήταν τόσο εντυπωσιακές που ανάγκασαν τον τότε ομοσπονδιακό προπονητή των Ουγγρών, Λάγιος Μπαρότι να του ζητάει να πάρει την ουγγρική υπηκοότητα ώστε να τον εντάξει στην Εθνική ομάδα. Ο Γιούτσος αρνήθηκε γιατί ήθελε να κρατήσει “ζωντανή” την Ελλάδα μέσα του. Αξίζει να σημειωθεί πως εκείνη την εποχή η Εθνική Ουγγαρίας είχε μια από τις καλύτερες ομάδες στον κόσμο και διεκδικούσε το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Το 1964 ο Γιούτσος είναι 22 ετών και το όνομα του έχει αρχίσει να συζητείται στην Ελλάδα. Όσοι τον είχαν δει από κοντά να αγωνίζεται είχαν «μαγευτεί» από το ταλέντο του, το στυλ του, την ταχύτητα του και την ικανότητα να χειρίζεται με την ίδια ευκολία και τα δύο του πόδια. Όταν ο γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στην Ουγγαρία ονόματι Παππάς ήρθε στην Αθήνα για μια χειρουργική επέμβαση αναφέρθηκε στον γιατρό Βασίλη Χατζηγιάννη στο ταλέντο του Γιούτσου. Ο Χατζηγιάννης διατελούσε παράγοντας της ΑΕΚ. Οι «κιτρινόμαυροι» ενδιαφέρθηκαν για την απόκτηση του αλλά ο Ολυμπιακός είχε καλύτερα «όπλα» στη φαρέτρα του.
Ο αείμνηστος Θεόδωρος Νικολαίδης, διευθυντής της εφημερίδας «Φως των Σπορ» μαθαίνει για τον Γιούτσο και οι «ερυθρόλευκοι» μπαίνουν στο παιχνίδι της αποκτήσης του. Το ευτύχημα για τον Ολυμπιακό ήταν πως τότε είχε Ούγγρο προπονητή, τον Ναντόρ Τσιέρνα ο οποίος φυσικά είχε και τις ανάλογες διασυνδέσεις στην πατρίδα του. Παράλληλα, ο Αρης Χρυσαφόπουλος αποτελούσε στενό συνεργάτη του τότε προέδρου Γιώργου Ανδριανόπουλου. Ο Χρυσαφόπουλος, προπολεμικός διεθνής άσος της ομάδας, γνωριζόταν καλά με υψηλόβαθμο στέλεχος στην ιεραρχία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ουγγαρίας, από την εποχή που και οι δύο ήταν κρατούμενοι σε στρατόπεδο του Νταχάου. Στο παιχνίδι μπαίνει και ο παράγοντας του Ολυμπιακού, βιομήχανος Άγγελος Λαναράς, αλλά και ο συντάκτης στην «Δημοκρατική Αλλαγή» και φανατικός Ολυμπιακός, Δημήτρης Γλέζος. Ο τελευταίος χρησιμοποίησε τις επαφές του ξαδέλφου του, σύμβολου της ελληνικής αντίστασης κατά των Ναζί, Μανώλη Γλέζου, που είχε δίοδο επικοινωνίας με την Ουγγαρία και έπεισαν τον Γιουτσώφ να φορέσει τη φανέλα του Ολυμπιακού το 1964. Μάλιστα παρασκήνιο της εποχής αναφέρει πως το διαβατήριο του είχε φωτογραφία κομμένη από ουγγρική εφημερίδα. Το ελληνικό ΥΠΕΞ δυσκολευόταν να δώσει βίζα καθώς ίσχυε η απαγόρευση επανόδου στη χώρα πολιτικών προσφύγων και ιδιαίτερα (σλαβο)μακεδονικής καταγωγής. Για το λόγο αυτό, ο Ολυμπιακός τον έφερε με διαβατήριο μίας χρήσης.
Ήταν μια εξέλιξη που προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις από τις αντίπαλες ομάδες που άρχισαν να μιλάνε για «σχέδιο επαναπατρισμού των κομμουνιστών στην Ελλάδα» και το θέμα έφτασε μέχρι την Βουλή!
Ο Γιούτσος δεν έδωσε καμία σημασία σε όλο αυτή τη φασαρία. Εξάλλου όταν επέστρεψε στην Ελλάδα ήξερε να λέει μόνο “καλημέρα”. Αντίθετα όταν ξεναγήθηκε στις εγκαταστάσεις και στα αποδυτήρια, ήθελε να φύγει όπως όπως. Ο εξοπλισμός και οι συνθήκες δεν είχαν καμία σχέση με αυτά που γνώριζε από την Ουγγαρία. Σοκαρισμένος ο 22χρονός τότε άσος προσπάθησε να επιστρέψει στην Ουγγαρία βγάζοντας κρυφά εισιτήριο, αλλά όταν έφτασε στο αεροδρόμιο διαπίστωσε πως δε μπορούσε να ταξιδέψει λόγω διαβατηρίου.
Λόγω των γραφειοκρατικών προβλημάτων ο Γιούτσος στην αρχή αγωνιζόταν μόνο σε κάποια φιλικά παιχνίδι και χρειάστηκε να φτάσουμε στις 10 Γενάρη του 1965 για να κάνει το ντεμπούτο του με την φανέλα του Ολυμπιακού. Ήταν ένα ντέρμπι με τον Παναθηναικό μέσα στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας με τελικό σκορ 1-1. Μία εβδομάδα μετά, απέναντι στον ΠΑΟΚ στην Τούμπα πέτυχε το πρώτο του γκολ, ενώ στο Στάδιο Καραισκάκης σκόραρε για πρώτη φορά ξανά κόντρα «δικέφαλο».
«Πικραίνομαι γιατί ακούω να μου λένε απαράδεκτες χυδαιότητες όπως ‘παλιοκομμουνιστή σήμερα θα πεθάνεις’ και κάτι άλλες βρωμιές που ντρέπομαι να τις πω. Βέβαια, πολλοί παίκτες προσπαθούν με κάθε τρόπο να εκνευρίσουν τους αντιπάλους τους, αλλά δεν νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει με μένα έχει προηγούμενο», είχε δηλώσει σε μία από τις πρώτες συνεντεύξεις του.
Με την πολύτιμη συμβολή του, ο Ολυμπιακός έβαλε τέλος στη ξηρασία 6 χρόνων (1959-1965) χωρίς πρωτάθλημα. Την αμέσως επόμενη σεζόν ήταν πρωταγωνιστής στο ρεκόρ των 11 συνεχόμενων νικών σε έναρξη πρωταθλήματος. Γρήγορα λατρεύτηκε από τον κόσμο και λάτρεψε και ο ίδιος τον «δαφνοστεφανωμένο έφηβο». Ο Γιούτσος ήταν ο συνδετικός κρίκος δύο εκ των σπουδαιότερων ομάδων στην ιστορία των Πειραιωτών. Αυτής του Μπούκοβι και αυτής του Γουλανδρή. Αγωνίστηκε σε 499 ματς και σκόραρε 211 φορές. Πέτυχε 101 γκολ στο πρωτάθλημα, επίδοση που τον κατατάσσει στην 5η θέση των σκόρερ όλων των εποχών των «ερυθρόλευκων» πίσω από τους Σιδέρη, Αναστόπουλο, Αλεξανδρή και Τζόρτζεβιτς. Κατέκτησε τέσσερα πρωταθλήματα (1966,1967,1973,1974) και τέσσερα Κύπελλα (1965,1968,1971,1973).
Το γκολ -μισό πρωτάθλημα- επί του Πανσερραικού το 1966, τα τέσσερα γκολ επί της Παναχαικής τον Δεκέμβρη του 1969, το χατ τρικ (συμπεριλαμβανομένου ένα γκολ με απευθείας εκτέλεση κόρνερ) στο ιστορικό 11-0 επί του Φωστήρα και οι εμφανίσεις του απέναντι στην Καλιάρι τον Σεπτέμβριο του 1972 (πρώτη νίκη ελληνικής ομάδας στην Ιταλία) ήταν τα highlights της καριέρας του. Επιπλέον παράσημο αποτελεί η δήλωση του μεγάλου Φέρεντς Πούσκας πως μαζί με τον Δομάζο είναι οι δύο κορυφαίοι Έλληνες ποδοσφαιριστές.
Σε ότι αφορά την Εθνική ομάδα, ο Γιούτσος έκανε το ντεμπούτο του στις 23 Μαίου του 1965 στον εκτός έδρας αγώνα με την ΕΣΣΔ για τα προκριματικά του Μουντιάλ του 1966, ενώ συνολικά φόρεσε το εθνόσημο 15 φορές (1965-1970) πετυχαίνοντας 6 γκολ.
Ένας πωλητής πασατέμπων και αναψυκτικών στο Καραισκάκης φέρεται να είναι ο εμπνευστής του θρυλικού συνθήματος «Έμπαινε Γιούτσο, έμπαινε» που τον συνόδευσε σε όλη την δεκαετία που φόρεσε την φανέλα του Ολυμπιακού, ενώ το παρατσούκλι του ήταν «ούζο» επειδή το λάτρευε.
Το τέλος της θητείας του Γιούτσου στον Ολυμπιακό, όπως και η αρχη της, ήταν επεισοδιακό. Μία αντιπαράθεση με τον τότε προπονητή του Λάκη Πετρόπουλο πριν τον χαμένο τελικό του Κυπέλλου με τον ΠΑΟΚ το 1974 αποτέλεσε τον βασικό λόγο της αποχώρησης του, ενώ το ίδιο καλοκαίρι δεν ακολούθησε την αποστολή του Ολυμπιακού που ταξίδεψε στην Γερμανία για προετοιμασία.
Και μπορεί όταν πρωτοήρθε στον Πειραιά να ήθελε να φύγει σαν τρελός, όμως πλέον είχε... ριζώσει για τα καλά. Τα δύο τελευταία χρόνια της καριέρας του αγωνίστηκε στον Εθνικό και δεν άφησε ποτέ ξανά το «λιμάνι». Λόγω της άριστης σχέσης που διατηρούσε με τον Σωκράτη Κόκκαλη κλήθηκε μαζί με τον Γιώργο Σιδέρη το 1994 εν μέσω «πέτρινων» χρόνων να διαδεχθεί τον Νίκο Αλέφαντο στην τεχνική ηγεσία.