Ήταν φθινόπωρο του 1984. Για την ακρίβεια 7 Νοεμβρίου. Τότε που μια ομάδα από τον Κάμπο, μια ομάδα της ελληνικής επαρχίας, κατάφερε να ακούγεται σε ολόκληρη την Ευρώπη και να κάνει την Ελλάδα περήφανη με τα επιτεύγματά της. Η ΑΕΛ έφτασε για πρώτη φορά στα προημιτελικά ευρωπαϊκής διοργάνωσης και ο Θεόδωρος Βουτυρίτσας αναπολεί εκείνη την ένδοξη μέρα.
Συνέντευξη στην Σουζάννα Μποντίνη
«Υποδοχή ηρωών!», «Η Ευρώπη υποκλίνεται!» ήταν μερικοί από τους χαρακτηριστικούς τίτλους που περιέγραφαν την φρενίτιδα που επικρατούσε μετά την πρόκριση του Λάρισας στους «8» του Κυπέλλου Κυπελλούχων. Για πρώτη φορά επαρχιακή ομάδα περνά στα προημιτελικά ευρωπαϊκής διοργάνωσης.
Συγκίνηση, περηφάνια, χρειάστηκαν μερικά λεπτά μέχρι να συνειδητοποιήσουν άπαντες τι είχε μόλις συμβεί στην ρεβάνς την ΑΕΛ με την ελβετική Σερβέτ. Πως μια ομάδα από την μικρή Ελλαδίτσα έκανε το θαύμα της και καθιερώθηκε στον ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό χάρτη!
Ας πάρουμε λιγάκι τα πράγματα από την αρχή. Η ΑΕΛ είχε κερδίσει επάξια την ευκαιρία της να παίξει στην Ευρώπη. Ξεκινώντας, στον Α’ γύρο του Κυπέλλου Κυπελλούχων, ήρθαν αντιμέτωποι με την ουγγρική Σίοφοκ Μπάνιαζ, η οποία αγωνιζόταν στην β’ κατηγόρια της χώρας της, αλλά αποδείχθηκε σκληρή αντίπαλος. Η ομάδα της Λάρισας δεν... μάσησε και την «πέταξε» εκτός.
Περνώντας στον Β’ γύρο της διοργάνωσης κληρώθηκε με την ελβετική Σερβέτ. Μπορεί να απέφυγε τις Μπάγερν Μονάχου, Ρόμα και Έβερτον, που τελικά κατέκτησε το τρόπαιο, όμως και η ομάδα της Γενεύης κάθε άλλο παρά αδύναμη θεωρούνταν. Λογιζόταν, άλλωστε ως το φαβορί και η υποτίμηση μιας ελληνικής ομάδας ήταν φανερή. Πράγματι, εκείνη την εποχή το ελληνικό ποδόσφαιρο ήταν υποβαθμισμένο συγκριτικά με εκείνο των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών.
Η ΑΕΛ ήρθε να τα διαψεύσει όλα! Στο πρώτο παιχνίδι κόντρα στην Σερβέτ στις 24 Οκτωβρίου 1984 στο Αλκαζάρ βρισκόταν από την αρχή πίσω στο σκορ και οι ελπίδες πρόκρισης φάνταζαν... χλωμές. Ανέκαμψε και ανέτρεψε την εις βάρος της κατάσταση χάρη στα δύο σωτήρια γκολ των Πολωνών Άνταμτσικ και Κμίετσικ.
Οι βάσεις τέθηκαν και στη ρεβάνς η ομάδα ήταν πιο ώριμη και έτοιμη να αντιμετωπίσει τον ελβετικό κίνδυνο. Βασικά, πίστεψαν στο όνειρο και στο όραμά τους, το κυνήγησαν μέχρι τελικής πτώσεως και πέτυχαν αυτό που όλη η Ευρώπη θεωρούσε ακατόρθωτο.
Στις 7 Νοεμβρίου 1984 στο παγωμένο Σαρμίγ της Γενεύης, η ΑΕΛ... υπέταξε την Σερβέτ. Το γκολ του Γιάννη Βαλαώρα αποσυντόνισε πλήρως τους Ελβετούς και έστειλε την ομάδα του στους «8» του Κυπέλλου Κυπελλούχων.
Ένας κομβικός παίκτης για την ομάδα της Λάρισας ήταν και ο Θεόδωρος Βουτυρίτσας, ο οποίος μίλησε στο BN Sports, αναπολώντας εκείνη την ιστορική πρόκριση, την ημέρα που μια μικρή ομάδα από την Ελλάδα χάραξε την δική της πορεία στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.
Μπορεί εμείς να τα εξιστορούμε όμορφα, όμως είναι διαφορετικό να ακούς πως διαδραματίστηκαν τα γεγονότα από έναν άνθρωπο που έζησε αυτή την εμπειρία από κοντά, πόσο μάλλον όταν και ο ίδιος συνέβαλε σε αυτά. Εκείνη τη στιγμή, στα πρώτα δευτερόλεπτα μετά τη νίκη ο χρόνος «πάγωσε» και κανείς δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει τι μόλις συνέβη.
«Ένας αθλητής, όταν είναι σε επαγγελματική δράση, δεν μπορεί να καταλάβει εύκολα το μέγεθος της επιτυχίας που κάνει η ομάδα του, αυτός, εκείνη τη στιγμή. Μετά από χρόνια όταν αυτό έχει ωριμάσει και μέσα του και το ακούει από τα μέσα ενημέρωσης και τον κόσμο, καταλαβαίνει ότι ήταν πράγματι κάτι διαφορετικό, κάτι σημαντικό για αυτόν, σε εμάς εδώ και για την πόλη μας και την ομάδα μας. Επομένως, έχοντας περάσει τα χρόνια και το γεγονός ότι αυτή η ομάδα αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να ορθοποδήσει για να κάνει την υπέρβαση και να φτάσει σε ένα υψηλό επίπεδο, όπως είμασταν στην δεκαετία του ’80, γίνεται ακόμη πιο σημαντικό. Είναι σημαντικές αυτές οι στιγμές, είναι ευτυχία για κάθε αθλητή όταν τις βιώνει».
Εκείνη η ημέρα θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί... θρίαμβος! Απέκλεισαν μια ομάδα, η οποία αποτελούσε μεγάλη απειλή για όποια ερχόταν αντιμέτωπη μαζί της. Ένα αουτσάιντερ «εξαφάνισε» μια δύναμη του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Σε όλο και κάποια συνταγή... επιτυχίας θα βασιζόταν αυτή η νίκη.
«Η ομάδα της Λάρισας άρχισε να χτίζεται από το ’80 με Λαρισαίους παίκτες. Η ομάδα βγήκε δεύτερη το 1982/83 στο πρωτάθλημα, παίξαμε Ευρώπη νωρίτερα. Αρχίζει να χτίζεται μια ιστορία. Το ευτύχημα ήταν πως είμασταν παίκτες που παραμείναμε χρόνια μαζί, έγινε το ανάλογο δέσιμο, υπήρχε ταλέντο και η επιτυχία ήταν ο συνδυασμός καλών παικτών, καλού κλίματος από την διοίκηση και καλών προπονητών. Χτιζόταν αυτό που ήρθε σαν αποτέλεσμα το 1984/85 και το επιστέγασμα ήταν η κατάκτηση του πρωταθλήματος το 1987/88. Ήταν μια οκταετία, δηλαδή, που η ομάδα διαμορφωνόταν και έδειχνε ότι είχε ταλέντο, ήταν ανταγωνιστική των μεγάλων ομάδων. Γιατί όπως και τώρα, έτσι και τότε, λίγες ομάδες ήταν οι μεγάλες, ο Παναθηναϊκός, ο Ολυμπιακός, η ΑΕΚ και ο ΠΑΟΚ, με οποιαδήποτε σειρά. Εμείς είμασταν η πέμπτη δύναμη εκείνη την εποχή και κατορθώσαμε και κάναμε αυτές τις επιτυχίες, κάναμε διακρίσεις και στην Ευρώπη που φτάσαμε μέχρι τους “8”».
Το πιο σημαντικό απ’ όλα, αυτό που μένει μετά τον αγώνα είναι η αναγνώριση από τον κόσμο και η... ηρωϊκή υποδοχή που επιφύλασσαν στους παίκτες. Δεν έχει σημασία ποια ομάδα υποστηρίζεις. Ακόμη και αν η ΑΕΛ δεν είναι η ομάδα της καρδιάς σου, είναι εκέινη που αντιπροσώπευε την Ελλάδα στην Ευρώπη και αυτό δεν είναι κάτι που απλώς το προσπερνάς. Σε κάτι τέτοιες στιγμές είναι που δεν κοιτάμε φανέλες και χρώματα, είμαστε όλοι μια «γροθιά».
«Την δεκαετία αυτή, επειδή έπαιξα και έχω προσωπική άποψη, η ΑΕΛ ήταν η αγαπημένη ομάδα των Ελλήνων. Διότι, είμασταν η μόνη ομάδα εκείνη την εποχή από την επαρχία που κερδίσαμε και είμασταν ανταγωνιστικοί με τους μεγάλους. Αυτό φαινόταν όταν πηγαίναμε να παίξουμε σε οποιαδήποτε έδρα που υπήρχε αναγνώριση, ερχόταν κόσμος να μας δει, τα γήπεδα ήταν πάντα γεμάτα και αυτό έδειχνε ότι ο κόσμος ήθελε να δει καλό ποδόσφαιρο. Οι μεγάλες ομάδες έχουν και είχαν το προτέρημα ότι είχαν περισσότερα χρήματα, άρα είχαν και την δυνατότητα να παίρνουν ότι καλύτερο υπήρχε στην Ελλάδα και τους καλύτερους ξένους. Εμείς στηριζόμασταν, κυρίως, στα Ελληνόπουλα που είμασταν κατά κανόνα από τον νομό Λάρισας ή από την Θεσσαλία και με την προσθήκη κάποιων καλών ξένων παικτών αργότερα κάναμε αυτή τη διαφορά. Γι’ αυτό είμασταν αγαπητοί σε όποιο γήπεδο και να πηγαίναμε».
Μετά από κάθε αγώνα, πόσο μάλλον έναν τέτοιας εμβέλειας, υπάρχουν στιγμές που ξεχωρίζεις και κρατάς βαθιά χαραγμένες μέσα σου. Στιγμές που σε συνοδεύουν στο υπόλοιπο της ζωής σου και σου θυμίζουν όλα όσα κατόρθωσες και έζησες.
«Το ξεχωριστό για εμένα, αλλά στενάχωρο, είναι ότι χάσαμε τρία πέναλτι. Ήταν ξεχωριστό αρνητικό. Κατορθώσαμε και πήγαμε εκεί το παιχνίδι, είμασταν περίλυποι, γιατί θα κάναμε το θαύμα. Όπως κάναμε το θαύμα μετά από 2-3 χρόνια που πήραμε το πρωτάθλημα, θα κάναμε το θαύμα και στην Ευρώπη. Αυτές οι στιγμές είναι χαραγμένες μέσα μου, αλλά έστω και έτσι όταν φτάνεις σε αυτό το επίπεδο, πέφτεις μαχόμενος, οπότε είναι κάτι που σου μένει χαραγμένο στη μνήμη, θετικά πάντα».
Δεν διαμορφώνουν το αθλητικό σου προφίλ και τον αθλητικό σου χαρακτήρα μόνο οι θετικές εμπειρίες, αλλά πολύ περισσότερο οι αρνητικές. Και ο Θεόδωρος Βουτυρίτσας στην ΑΕΛ μεγάλωσε, μεγαλούργησε και «πλάστηκε» ως αθλητής. Για εκείνον αποτελεί κάτι περισσότερο από μια ομάδα, είναι πλέον οικογένεια.
«Για εμένα η ΑΕΛ είναι ο εαυτός μου. Πριν παίξω στην ομάδα μικρός ήμουν ΑΕΛ, ευτύχισα να παίξω και έγινα πιο πολύ ΑΕΛ και τώρα παραμένω ΑΕΛ».
Όταν αγαπάς τόσο μια ομάδα, όταν αποτελεί ένα κομμάτι του εαυτού σου θες να την βλπέπεις να σημειώνει μόνο επιτυχίες. Η ομάδα της Λάρισας σήμερα δεν θυμίζει εκείνη των διακρίσεων. Θα μπορέσει άραγε να επαναλάβει τη δόξα της δεκαετίας του ’80;
«Εδώ πρέπει να γίνουν πολλές αναθεωρήσεις, γιατί το ποδόσφαιρο του τώρα με του τότε είναι πολύ μακριά. Τώρα είναι 100% επαγγελαμτικό, με άλλους κανόνες, ελεύθερη αγορά με ξένους παίκτες. Βάση αυτών θα πρέπει να γίνουν ριζικές αλλαγές στην ομάδα και να χτιστεί με πολύ σύναιση. Γιατί όλοι αυτό ζητάμε, να είναι μια δυνατή ομάδα. Δεν μιλάμε για να παίρνει αμέσως πρωταθλήματα στην Super League, αλλά να είναι μια ομάδα που απειλεί τους μεγάλους και να είναι ξανά πέμπτη δύναμη στην Ελλάδα, όπως τότε. Αυτό θέλει πολύ δουλειά και υπομονή. Θα πρέπει η Λάρισα, που δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να φέρνει οποιονδήποτε, να «χτιστεί» με Ελληνόπουλα και να προστεθούν αργότερα και κάποιοι αξιόλογοι ξένοι. Θέλει πολύ δουλειά, δεν γίνεται από την μια μέρα στην άλλη, αλλά επιβάλλεται, γιατί φεύγουν ταλέντα κάθε χρόνο και χάνονται γενιές. Η Λάρισα πρέπει να γίνει πάλι μεγάλη».
Ασχέτως από το αν η ΑΕΛ θα καταφέρει να καταστεί και πάλι υπολογίσιμη δύναμη, η γενιά του ’84 άφησε ανεξίτηλο εδώ και 42 ολόκληρα χρόνια στις καρδιές και στα μυαλά όλων μας εκείνο το μικρό θαύμα στην Γενεύη, θυμίζοντάς μας τι εστί ποδόσφαιρο.