Το χρονόμετρο της Μπεογκράτσκα Αρένας δείχνει 11 δευτερόλεπτα. Ο Ριγκοντό ευστοχεί από τη γραμμή της φιλανθρωπίας και η επαναφορά ανήκει στην Εθνική Ελλάδας. Ο Ζήσης κατεβάζει τη μπάλα και με την πρώτη ευκαιρία πασάρει λίγο έξω από το ημικύκλιο. Στα 5 δευτερόλεπτα ο Διαμαντίδης σηκώνεται και σουτάρει για τρεις…
Το 66-67 του φωτεινού πίνακα δίνει το εισιτήριο στην πιο ψυχωμένη αρμάδα του Παναγιώτη Γιαννάκη για έναν μεγάλο τελικό στο Ευρωμπάσκετ του 2005. Οι πανηγυρισμοί ξεκινούν και όλοι οι Έλληνες μία αγκαλιά γιορτάζουν την σπουδαιότερη επιτυχία του «γαλανόλευκου» μπάσκετ, όπως εκείνη του ‘87… Μέχρι την επόμενη!
Νωρίτερα, Γιάννης Μπουρούσης, Μιχάλης Κακιούζης, Θοδωρής Παπαλουκάς, Δημήτρης Διαμαντίδης, Νίκος Ζήσης, Βασίλης Σπανούλης, Νίκος Χατζηβρέττας, Κώστας Τσαρτσαρής, Αντώνης Φώτσης, Παναγιώτης Βασιλόπουλος, Δήμος Ντικούδης και Λάζαρος Παπαδόπουλος έγιναν οι πρωταγωνιστές μίας σπουδαίας ανατροπής! Σε 1 λεπτό και 12 δευτερόλεπτα έδωσαν στο παρκέ ό,τι απέμενε από την μπασκετική τους ευφυία και έκαναν το -7 απέναντι στη Γαλλία των Πάρκερ και Ριγκοντό να μοιάζει ανατρέψιμο. Όπως και έγινε.
Μερικές ώρες μετά το όνειρο έβρισκε την τελική του έκβαση. Ένα χρυσό μετάλλιο και μία ολόχρυση ιστορία να τους ακολουθεί έως και σήμερα!
O Βασίλης Σκουντής μιλά στο BN Sports για να «σκιαγραφήσει» τα γεγονότα του Ευρωμπάσκετ του 2005, όπως τα έζησε με τα δικά του μάτια και όπως τα… έντυσε με τη φωνή του!
Πως βιώσατε εσείς το συγκεκριμένο τουρνουά;
«Σε τέτοιες περιπτώσεις γενικότερα πρέπει να αλλάζεις πάρα πολύ γρήγορα παραστάσεις, και αυτό ισχύει και για τις ομάδες και ιδιαίτερα τους παίκτες, λόγω διαδοχικών παιχνιδιών. Υπήρχε άγχος… Είναι Εθνική ομάδα, το μεταδίδεις, πάντοτε θέλεις να πηγαίνει και πολύ καλά η ομάδα για να έχει και ένα αντίκρισμα αυτό που κάνεις εσύ.
Ζήσαμε και κάποιες δύσκολες στιγμές. Η μία με την ήττα από τη Σλοβενία και οι άλλες ήταν το παιχνίδι με το Ισραήλ που δύσκολα νικήσαμε και μετά με τη Ρωσία που το ματς για ακόμη μια φορά δεν άρχισε καλά. Αλλά έδειχνε ότι η ομάδα μπορούσε να ανατρέπει τέτοιες καταστάσεις και να επιβιώνει. Αυτό που έγινε και στο ματς με τη Γαλλία.
Κανείς δεν μπορεί να είναι απόλυτος, δηλαδή αν με ρωτούσες αν θα περίμενα να το ανατρέπαμε, ενώ ήταν τόσο μεγάλη η διαφορά λίγα δευτερόλεπτα πριν το τέλος, δεν μπορώ να στο πω. Εκείνη την ώρα δεν το βάζαμε στο μυαλό μας, όμως πάντα ελπίζεις! Σε κάθε περίπτωση αυτό που συνέβη με τους Γάλλους δεν είναι από εκείνα που ζεις πάρα πολύ συχνά!»
Το παιχνίδι με τη Γαλλία, το έχετε δείξει σε βίντεο στο γιο σας;
«Εννοείται! Είναι μία μεγάλη στιγμή, εγώ ήμουν και τυχερός γιατί έτυχε να το περιγράφω και να μου βγει αυτή η ατάκα, αλλά νομίζω ότι πέρα από αυτό είναι μία από τις μεγαλύτερες στιγμές στην ιστορία του Ελληνικού μπάσκετ, της Εθνικής ομάδας, του αθλητισμού γενικότερα…
Είναι μία κορυφαία στιγμή με ένα θρίλερ που τελειώνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, με ανατροπή και σου δίνει και το δικαίωμα να διεκδικήσεις το χρυσό μετάλλιο μετά από 24 ώρες!»
Το “βάλ’ το αγόρι μου” γιατί ειπώθηκε τελικά; Ήταν σαν ένα «παράπονο» για τη συνεχόμενη αποτυχία στα μετάλλια;
«Όχι, όχι! Ήταν δύο πράγματα κυρίως. Πρώτα από όλα είχα πει κάτι παρεμφερές το 1994 που παίζαμε με τον Καναδά προημιτελικό στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στο Τορόντο. Τότε είχε κάνει ένα κάρφωμα ο Φασούλας και είχα πει ένα αντίστοιχο “κάρφωσε αγόρι μου” κάτι τέτοιο. Δεν το είπα, όμως, συνέχεια εκείνης της ατάκας. Μου προέκυψε εντελώς αυθόρμητα… Σαν να κάνω την προσευχή μου (γέλια)!
Το βάλ’ το αγόρι μου ήταν σαν να κάνω ουσιαστικά φωναχτά την προσευχή μου! Δεν θυμόμουν καν τι είχα πει. Με ειδοποίησαν γιατί, προφανώς, όταν μεταδίδεις ούτε by the book πας, ούτε έχεις γραμμένες ατάκες πέρα από κάποια στοιχεία που μπορείς να χρησιμοποιήσεις στο παιχνίδι. Όταν τελείωσε το ματς μου το είπαν άλλοι και κατάλαβα ότι είχε γίνει ήδη… θόρυβος.»
Στον δρόμο εξακολουθούν να σας μιλάνε για αυτή την ατάκα;
«Ναι, ναι φυσικά. Δεν έχει περάσει ακόμη. Είναι η στιγμή τέτοια, έτυχε πάρα πολλές φορές αυτό να χαρακτηρίζει αργότερα τέτοιες φάσεις, οπότε έχει μία συνέχεια. Ευθύνεται και το γεγονός πως εμπλέκονται δύο παίκτες πολύ μεγάλοι που όταν γίνεται αναφορά σε αυτούς, είτε στο Ζήση με την πάσα, είτε στον Διαμαντίδη με το τρίποντο, ασυναίσθητα το μυαλό του καθενός πηγαίνει προς τα εκεί.»
Τι είναι αυτό που μένει περισσότερο από εκείνη τη βραδιά;
«Νομίζω ότι περισσότερο είναι το ξέφρενο πανηγύρι μετά από αυτό, αλλά και η αγωνία επίσης μέχρι να δούμε την κατάληξη του σουτ που έκανε ο Ρικοντό. Μετά του Χατζηγεωργίου το “το έβαλε, το έβαλε”, εγώ λέω Γιοβάισα…
Υπήρχε λόγος που το είπα! Ο Λιθουανός, ο Γιοβάισα, ήταν εκείνος που έκανε το τελευταίο σουτ στον τελικό του 1987, οπότε το είπα, ξέρεις, σαν να θέλω να το ξορκίσω το σουτ.
Η επιτυχία, όμως, ήρθε. Σε τέτοιες περιπτώσεις λες πως άμα έχεις κάνει μία τέτοια ανατροπή, όπως αποδείχθηκε κιόλας, έχεις το προβάδισμα. Δεδομένης της εύκολης επικράτησης στον τελικό, για εμάς τελικός ήταν το παιχνίδι με τους Γάλλους!»