Η Ελλάδα στις 16 καλύτερες ομάδες του κόσμου! Ήταν 24 Ιουνίου 2014 όταν η Εθνική μας ομάδα κέρδιζε 2-1 την Ακτή Ελεφαντοστού και έγραφε ιστορία με την πρώτη της πρόκριση σε νοκ-άουτ φάση Μουντιάλ! Ο Ανδρέας Σάμαρης, σκόρερ του πρώτου τέρματος, μιλά στο BN Sports για εκείνο το απίθανο ταξίδι στα γήπεδα της Βραζιλίας. Από τις φαβέλες, στα δάκρυα της επιτυχίας και στο όνειρο της 4αδας.
Συνέντευξη στον Τάσο Φαραό
«Τελευταία έξοδος: Μουντιάλ 2014». Ή αν θέλετε «Επικίνδυνη Αποστολή: Επιχείρηση Βραζιλία». Κάπως έτσι, σαν από σενάριο ταινίας, έμοιαζε εκείνη η ξεχωριστή, ιστορική πορεία της Εθνικής μας ομάδας στα γήπεδα της «χώρας του καφέ». Η τελευταία παρουσία, έως τώρα, της Ελλάδας σε μία μεγάλη διοργάνωση.
Στον αγώνα απέναντι στην Ακτή Ελεφαντοστού, περάσαμε από τον παράδεισο, στην κόλαση και πάλι πίσω. Ο Γιώργος Σαμαράς, εννέα χρόνια πριν, στις 24 Ιουνίου του 2014, έστελνε την μπάλα στα δίχτυα από το σημείο του πέναλτι στο δεύτερο λεπτό των καθυστερήσεων. Μαζί και την Ελλάδα στις 16 καλύτερες ομάδες του κόσμου. Η ψυχρολουσία της ισοφάρισης ένα τέταρτο πριν το φινάλε, μετατράπηκε στο πιο «ζεστό» συναίσθημα που θα μπορούσαμε να νιώσουμε.
Δέκα χρόνια μετά την κατάκτηση της κορυφής στην Ευρώπη, δύο μετά από την πρόκριση στα προημιτελικά του EURO 2012, οι κάτοικοι της χώρας μας βρήκαν και πάλι το λόγο να βγουν στους δρόμους για το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα. Οι παίκτες του Φερνάντο Σάντος έγραψαν το όνομά τους με «χρυσά» γράμματα στο βιβλίο των διακρίσεων της Εθνικής.
Ο Ανδρέας Σάμαρης αποτελούσε μέρος εκείνης της ομάδας, της οικογένειας, όπως την χαρακτήρισε ο ίδιος. Ο σκόρερ του πρώτου τέρματος κόντρα στους Ιβοριανούς, μίλησε στο BN Sports για το «μαγικό» ταξίδι της Ελλάδας στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Βραζιλίας. Ήταν η πρώτη του διοργάνωση με το εθνόσημο στο στήθος. Άλλωστε, μόλις λίγους μήνες πριν, στις 15 Οκτωβρίου του 2013 με το Λιχτενστάιν, είχε πραγματοποιήσει και την πρώτη του συμμετοχή με τα «γαλανόλευκα».
«Μπήκα αλλαγή στο ημίχρονο. Παίζαμε στο “Γ. Καραϊσκάκης” όπου ένιωθα οικεία, γιατί ήταν το γήπεδο στο οποίο αγωνιζόμουν έτσι κι αλλιώς με τον Ολυμπιακό και είχα δίπλα μου συμπαίκτες από την ομάδα. Eυχαριστήθηκα πολύ το ματς, διότι ένιωθα υπερηφάνεια. Έβλεπα στην τηλεόραση την Εθνική όλα τα χρόνια που έπαιζα ποδόσφαιρο και τώρα βρισκόμουν εκεί. Ήταν κάτι πάρα πολύ όμορφο. Αγωνίστηκα δίπλα σε μεγάλους παίκτες, πρωταθλητές Ευρώπης. Είναι μία από τις στιγμές της καριέρας μου που θα τη θυμάμαι για πολλά χρόνια, αν όχι για πάντα», αναπολεί.
Συμπτωματικά, σε εκείνο το τελευταίο ματς του ομίλου των προκριματικών κόντρα στο Λιχτενστάιν, είχε περάσει ως αλλαγή στη θέση του Παναγιώτη Κονέ. Όπως ακριβώς συνέβη και στο Μουντιάλ, με αντίπαλο την Ακτή Ελεφαντοστού.
«Δεν θα είχαμε πρόβλημα απέναντι σε οποιονδήποτε αντίπαλο»
Το τελευταίο εμπόδιο πριν την είσοδο της Ελλάδας στο Παγκόσμιο Κύπελλο ήταν τα μπαράζ με τη Ρουμανία. Κρίνοντας από τα αποτελέσματα, η πρόκριση ήρθε μάλλον εύκολα. Νίκη με 3-1 στο «Γ. Καραϊσκάκης» και ισοπαλία 1-1 στο Βουκουρέστι. Το εισιτήριο για τα γήπεδα της Βραζιλίας είχε «κλειδώσει» οριστικά. «Δεν περιμέναμε να έρθει εύκολα η πρόκριση, αλλά ήμασταν αποτελεσματικοί όταν κάναμε τις ευκαιρίες. Στο “Γ. Καραϊσκάκης” θα μπορούσαμε να βάλουμε και άλλα γκολ. Σαν σύνολο δεν θα είχαμε κανένα πρόβλημα απέναντι σε οποιονδήποτε αντίπαλο. Αρκεί να διατηρούσαμε τη σοβαρότητα που υπήρχε σε όλα τα προκριματικά.
Θα θέλαμε με ομάδες, θεωρητικά μικρότερης δυναμικότητας, να βάζαμε περισσότερα γκολ, παρ’ όλα αυτά τα αποτελέσματα έρχονταν από την αμυντική προσήλωση και το ομαδικό πνεύμα που υπήρχε.
Τώρα το κατά πόσο εύκολα ή δύσκολα έρχεται μία πρόκριση, νομίζω εξαρτάται και από την αντίδραση του αντιπάλου σε αυτό που θα του παρουσιάσεις. Εμείς πραγματοποιήσαμε μία φανταστική εμφάνιση και έτσι ήρθε η πρόκριση».
«Ένιωσα και πάλι περήφανος»
Η συμμετοχή στο Μουντιάλ αποτελεί σπουδαίο επίτευγμα. Πόσω μάλλον όταν πρόκειται για την πρώτη στην επαγγελματική καριέρα ενός ποδοσφαιριστή. Όπως ακριβώς συνέβη τότε και με τον Ανδρέα Σάμαρη.
«Από τη στιγμή που είχα συμμετοχή στα δύο μπαράζ με τη Ρουμανία, ένιωθα ότι ο προπονητής με υπολόγιζε. Έπρεπε να συνεχίσω να βρίσκομαι σε υψηλό επίπεδο, άρα να συμμετέχω στους αγώνες με τον Ολυμπιακό. Όταν είδα την κλήση σκέφτηκα ότι θα βρεθώ μίνιμουμ ένα μήνα με άλλους συμπαίκτες μου και θα ζήσω κάτι πρωτόγνωρο, κάτι που δεν περίμενα.
Ήμουν τόσο ενθουσιασμένος, που ανυπομονούσα να έρθουν αυτές οι μέρες του Μουντιάλ. Ήταν κάτι μοναδικό για όλους. Ένιωσα περήφανος και πάλι. Δεν ήταν όπως στην πρώτη κλήση προφανώς, γιατί δεν ήξερα και αν θα συμμετάσχω στη διοργάνωση. Μόνο και μόνο που βρισκόμουν εκεί, όμως, αισθανόμουν σαν να είχα πετύχει, ήταν πολύ σημαντικό.»
Όσον αφορά τους στόχους που είχαν τεθεί από τους ίδιους τους παίκτες πριν την έναρξη του τουρνουά, ο Έλληνας μέσος τονίζει πως «η Εθνική, τη δεκαετία μετά το EURO 2004, είχε ως στόχο να πηγαίνει πάντα στις τελικές φάσεις. Όταν έφτανε εκεί, λοιπόν, ήθελε τουλάχιστον να περνάει τους ομίλους. Οπότε θέλαμε να συνεχίσουμε και μετά την πρώτη φάση της διοργάνωσης πάση θυσία. Προφανώς δεν υπήρχε πίεση από τον κόσμο, ήταν περισσότερο από εμάς τους ίδιους τους παίκτες, καθώς θέλαμε να δώσουμε κάτι στους φιλάθλους μας για να είναι περήφανοι και να μπορέσουν να πανηγυρίσουν και να ζήσουν μία όμορφη στιγμή».
«Από τις φαβέλες, βρεθήκαμε σε μία… κεντροευρωπαϊκή χώρα!»
Όταν η συζήτηση πήγε στη Βραζιλία, επιβεβαιώθηκε ότι πρόκειται για μία χώρα που «ζει και αναπνέει» για το ποδόσφαιρο. Παράλληλα, ωστόσο, υπάρχουν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού που βιώνουν τη φτώχεια. Οι «σκηνές» που έζησε εκεί ο 24χρονος, τότε, διεθνής, είναι χαρακτηριστικές.
«Είδαμε πολλή φτώχεια. Σε επαρχία και χωριά υπήρχαν παιδιά που περπατούσαν ξυπόλητα στους δρόμους. Σε κάποιες γωνιές βρισκόταν μία αγορά με ορισμένα μαγαζιά και εστιατόρια, αλλά πιο πέρα ήταν παιδάκια που έπαιζαν μπάλα ξυπόλητα στο δρόμο. Ήταν εμφανής η αίσθηση της φτώχειας, την έβλεπες, μπορούσες να καταλάβεις ότι περνούσαν δύσκολα.
Η πρώτη, καθαρή εικόνα του χάσματος που υπήρχε και υπάρχει φαντάζομαι ακόμα στη Βραζιλία, ήρθε είτε στο πρώτο ματς με την Κολομβία στο Μπέλο Οριζόντε, είτε στο δεύτερο με την Ιαπωνία στο Νατάλ, δεν θυμάμαι με βεβαιότητα ποιο από τα δύο. Αυτό που μου έχει αποτυπωθεί είναι ότι για να φτάσουμε στο γήπεδο, περάσαμε μέσα από φαβέλες. Έβλεπες ένα στολίδι ανάμεσα σε φαβέλες. Τις διασχίσαμε με το λεωφορείο και στο τέλος, μέσα σε μερικά μέτρα δηλαδή, ήταν σαν να καταλήξαμε σε μία χώρα της κεντρικής Ευρώπης.»
Στην προσπάθειά της να επιτύχει τους στόχους της στο Μουντιάλ, η Ελλάδα, πέρα από τους φιλάθλους που είχαν ταξιδέψει από τη χώρα μας, βρήκε και κάποιους… απρόσμενους υποστηρικτές! «Υπήρχαν κάποιοι που μας ακολούθησαν από την πατρίδα. Δεν είχαμε βέβαια καθημερινή επαφή με Έλληνες, παρά μόνο σε κάποιες ανοιχτές προπονήσεις που γίνονταν. Χαρακτηριστικό βέβαια, είναι ότι στις περισσότερες από αυτές τις προπονήσεις, η κερκίδα που ήταν διαθέσιμη γέμιζε από Βραζιλιάνους! Οπότε εκείνοι που έμεναν στο Αρακαζού υποστήριζαν την Ελλάδα, επειδή μέναμε εμείς στο ξενοδοχείο. Ήταν όμορφη ατμόσφαιρα. Όσοι έμεναν στην πόλη ήθελαν να τα πάμε καλά.
Όταν προκριθήκαμε και φύγαμε τελικά από το ξενοδοχείο, οι άνθρωποι που δούλευαν εκεί έκλαιγαν. Αυτό ήταν κάτι πολύ συγκινητικό και πολύ όμορφο, γιατί ουσιαστικά δεν μας ήξεραν. Ωστόσο είχαν δεθεί μαζί μας, διότι το ποδόσφαιρο γι’ αυτούς σημαίνει πάρα πολλά και τους κάνει να εκφράζουν όλα τους τα συναισθήματα. Είναι η καθημερινότητά τους και πιθανότατα τους κάνει να ξεχνούν τα προβλήματά τους και να διασκεδάζουν».
«Με Καραγκούνη και Κατσουράνη μιλούσες όπως σε έναν φίλο σου»
Όσο πλησίαζε το πρώτο παιχνίδι, οι πιο έμπειροι, όπως ο Γιώργος Καραγκούνης και ο Κώστας Κατσουράνης, προσπαθούσαν να βάλουν όλη την ομάδα στο κλίμα. «Πάντα συνέβαινε αυτό νομίζω, με όποιον καινούργιο πήγαινε στην Εθνική, όσο τουλάχιστον το έζησα εγώ. Προφανώς Καραγκούνης και Κατσουράνης ήταν αυτοί που έδιναν τον τόνο και όλοι ακολουθούσαν γιατί ήμασταν μία ομάδα. Δεν υπήρχε απόσταση. Μπορούσες να μιλήσεις και με τους δύο, όπως μπορούσες να μιλήσεις με έναν φίλο σου. Ήταν προσιτοί και παράλληλα σου εξηγούσαν πώς λειτουργεί το σύνολο όλα αυτά τα 10 χρόνια, όπου ήταν παρόντες στην κατάκτηση του Euro και στις επόμενες μεγάλες διοργανώσεις. Σου εξηγούσαν ότι και σε αυτό το Μουντιάλ που θα πάμε, λειτουργούμε με αυτόν τον τρόπο.
Ο Φερνάντο Σάντος με την πειθαρχία του ήταν επίσης κομβικός, ώστε να μη διχαστούν οι παίκτες ή να μην μείνουν κάποιοι λίγο πιο πίσω. Θεωρώ ότι δεν πετυχαίνεις εύκολα αυτό που κάναμε τότε εάν και οι 23 παίκτες δεν αγαπούν την ομάδα και δεν θέλουν να πάει καλά. Λειτουργούσαμε σαν οικογένεια. Όλοι μαζί κερδίζαμε, όλοι μαζί χάναμε. Ακόμα κι αν δεν έπαιζα ούτε ένα λεπτό με την Ακτή Ελεφαντοστού και πάλι κερδίζαμε και προκρινόμασταν, θα ήμουν ευτυχισμένος. Δεν έχει σημασία το ποιος παίζει ή όχι».
«Στα δύσκολα ήμασταν “ένα”»
Ώσπου φτάνουμε στην πρεμιέρα απέναντι στην ταλαντούχα Κολομβία. Κάποια λάθη μας οδήγησαν στην ήττα με 3-0, σκορ που αδικεί την Εθνική μας, όπως παραδέχεται ο Σάμαρης. «Λάθη θα κάνουν όλοι. Απογοήτευση υπήρχε σίγουρα, γιατί η Κολομβία δεν νομίζω ότι ήταν τόσο ανώτερη από εμάς και το σκορ μάς αδικεί. Είχαμε ξεκινήσει πολύ καλά το παιχνίδι, αλλά τα λάθη θα συμβούν. Παρ’ όλα αυτά, ήταν νωρίς ακόμα για να κρίνουμε την πορεία μας. Θα παίζαμε σε δύο αγώνες ακόμα και είχαμε την τύχη στα χέρια μας.»
Ακολουθεί η αναμέτρηση με την Ιαπωνία, με την ατυχία να «χτυπά» την πόρτα της Ελλάδας. Αναγκαστική αλλαγή ο Μήτρογλου στο 35’, αποβολή για τον Κατσουράνη στο 38’. Αυτό, ωστόσο, δεν μας πτόησε καθόλου. «Αυτό γενικότερα ήταν το DNA της Εθνικής. Στα δύσκολα ήμασταν σφιχτοί, ήμασταν ενωμένοι, “ένα”. Όλα τα παιδιά που έπαιξαν σε εκείνο το ματς, πιθανότατα να αξίζουν περισσότερα συγχαρητήρια από αυτά που έπαιξαν κόντρα στην Ακτή. Με έναν λιγότερο παίκτη, κράτησαν την ομάδα ψηλά. Αυτό δείχνει το πώς πραγματικά είχε χτιστεί η νοοτροπία της Εθνικής μας και όλων των παικτών πάνω σε αυτά τα παιχνίδια και στις δύσκολες στιγμές που μπορούν να παρουσιαστούν. Απλώς όλο αυτό γιγαντώνεται, διότι συμβαίνει σε ένα Μουντιάλ, όπου και για τον ποδοσφαιριστή προφανώς είναι δύσκολο αφού παίζει σε μία μεγάλη διοργάνωση».
«Ο Σαμαράς ήταν σαν να εκτελούσε πέναλτι στην αυλή του»
Φτάνουμε, λοιπόν, στο πιο κρίσιμο ματς του ομίλου. Απέναντι βρίσκεται η Ακτή Ελεφαντοστού των Ντιντιέ Ντρογκμπά, Γιάγια Τουρέ, Ζερβίνιο και αρκετών ακόμα. Ο πρώην ποδοσφαιριστής των Πανιωνίου, Ολυμπιακού και Μπενφίκα αναφέρει, όμως, ότι δεν στάθηκαν στα ονόματα του αντιπάλου.
«Δεν κοιτάς τα ονόματα. Πάλι την ομάδα μας κοιτάμε. Αν κοιτάξουμε τους αντιπάλους, είναι σα να υποβαθμίζεις τη δική σου ικανότητα. Η Εθνική μας ομάδα πάντα ήταν ένα σύνολο, δεν ξεχώριζε μόνο ένας παίκτης. Νομίζω ότι δεν ήμασταν απλώς 11 μονάδες, ή καλοί και γνωστοί παίκτες που έπαιζαν ποδόσφαιρο. Ήμασταν μία ομάδα, όποιος και να έπαιζε. Οπότε δεν κάτσαμε να δούμε τι έγραφαν οι φανέλες των αντιπάλων. Ήμασταν 11, όπως και αυτοί. Πήγαμε με το DNA μας να παίξουμε το ποδόσφαιρο που είχαμε παίξει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Νομίζω ότι δίνεις πολύ περισσότερη αξία αν ασχοληθείς με τις μονάδες του αντιπάλου. Περνάς από το σεβασμό στο φόβο. Καμία ομάδα που πετυχαίνει δεν το κάνει».
Ο ίδιος επιλέχθηκε από τον Φερνάντο Σάντος για να αντικαταστήσει τον Κονέ, που τραυματίστηκε μόλις στο 12ο λεπτό. Μάλιστα, λίγο αργότερα, αποχώρησε ως αναγκαστική αλλαγή και ο Ορέστης Καρνέζης, στη θέση του οποίου πέρασε ο Παναγιώτης Γλύκος. Η προετοιμασία που είχε προηγηθεί, όπως υπογραμμίζει ο Σάμαρης, τον βοήθησε να είναι απόλυτα έτοιμος.
«Σε όλη την παραμονή μας στο Αρακαζού, κατά τη διάρκεια των παιχνιδιών, κάναμε ακόμα και τριπλές προπονήσεις κάποιες φορές. Προσωπικά, μου έδινε χαρά μετά το πρωινό πρόγραμμα, να πάω στο γυμναστήριο και να κάνω κάτι έξτρα. Δεν ήμουν μόνος μου φυσικά. Για παράδειγμα ήταν ο Κατσουράνης, ο Τζιόλης, ο Κονέ, ακόμα και ο Φύσσας, που τότε ήταν γενικός αρχηγός της ομάδας.
Νομίζω ότι ήμουν πολύ καλά προετοιμασμένος για να μπω να παίξω, ακόμα και στις δύο προηγούμενες αναμετρήσεις. Αλλά ήρθε εκείνη τη στιγμή και μετά απλώς μπαίνεις στον αγωνιστικό χώρο. Ένιωθα ότι οι συμπαίκτες μου θα δώσουν τα πάντα για εμένα, οπότε και εγώ θα έκανα το ίδιο. Όλη η εμπιστοσύνη που μου έδειξε ο προπονητής και η ομάδα, με βοήθησε να μπω και να νιώσω οικεία με τους γύρω μου».
Ώσπου έρχεται η μεγάλη στιγμή. Κλέβει την μπάλα, αλλάζει με τον Σαμαρά και πλασάρει εύστοχα για το πολυπόθητο 1-0! «Εμένα προσωπικά δεν μου άρεσε η εκτέλεση. Η μόνη σκέψη που έκανα στο κλάσμα δευτερολέπτου ήταν ότι πρέπει να πάει στο τέρμα. Δεν πρέπει να τη στείλεις άουτ. Στείλε τη στην εστία και αν θέλει και μπορεί ας το βγάλει. Εάν πάει άουτ δεν υπάρχει γυρισμός, όμως αν το αποκρούσει μπορεί να έρθει μια δεύτερη ευκαιρία. Ευτυχώς δεν την βρήκε και η μπάλα πήγε στα δίχτυα».
Η ισοφάριση από τους Ιβοριανούς ήρθε αργά στο παιχνίδι, στο 74ο λεπτό. Αυτό μπορεί να απογοήτευε τον καθένα, όμως η Ελλάδα πείσμωσε και η αντίδραση ήταν άμεση. Η λύτρωση, η επιβράβευση, η ιστορική πρόκριση ήρθε τελικά στο δεύτερο λεπτό των καθυστερήσεων.
«Μετά την ισοφάριση, υπήρχε απλώς μία στιγμιαία απογοήτευση, την ώρα που βλέπεις τον αντίπαλο να πανηγυρίζει. Από εκεί και πέρα, με το που ξεκινάει να κυλά η μπάλα μετά τη σέντρα, συνειδητοποιείς ότι αυτά είναι τα τελευταία 15 λεπτά του Μουντιάλ. Πρέπει να τα δώσουμε όλα, όπως κάναμε και πριν δεχθούμε το τέρμα. Είχαμε 3 δοκάρια. Με έξτρα κίνητρο, όμως, πλέον αφού χρειαζόμασταν το γκολ. Διαφορετικά θα γυρνούσαμε σπίτι μας. Στο 1-0 δεν αλλάζει κάτι αν δεν έρθει το δεύτερο, στο 1-1 όλα είναι αλλιώς.
Οπότε το κυνηγήσαμε ακόμα περισσότερο από ότι προηγουμένως. Ήμασταν μία ομάδα που ήξερε τι θέλει μέσα στο γήπεδο και δεν τα παρατούσε ποτέ. Το γκολ που έρχεται στο 92’ είναι δείγμα αυτού. Ακόμα και ένας άνθρωπος που δεν έχει δει τον αγώνα, θα κοιτάξει τη στατιστική και το γκολ που μπήκε, οπότε θα πει ότι αυτοί το πάλεψαν μέχρι τέλους».
«Χρυσός» σκόρερ ο Γιώργος Σαμαράς. Ο άνθρωπος που κέρδισε και το πέναλτι, αναλαμβάνοντας ακαριαία την εκτέλεση, δίχως κανένα δισταγμό. «Ήταν σαν να εκτελούσε πέναλτι στην αυλή του. Κρύο αίμα, καμία επαφή», ομολογεί ο Σάμαρης αναλογιζόμενος την ένταση της στιγμής.
«Τα πρώτα 45 λεπτά έκλαιγα από συγκίνηση»
Μετά το γκολ το… χάος. Ο διαιτητής σφυρίζει για τελευταία φορά. Οι παίκτες με τα «γαλανόλευκα» γίνονται ένα… κουβάρι. Η Ελλάδα είναι στις 16 καλύτερες ομάδες του κόσμου! Οι εικόνες που ακολούθησαν και περιγράφει ο διεθνής ποδοσφαιριστής «μαρτυρούν» τη σπουδαιότητα του επιτεύγματος.
«Τα πρώτα 45 λεπτά έκλαιγα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Δεν είχα αντιληφθεί το μέγεθος της επιτυχίας και δεν είχα καταλάβει σε καμία περίπτωση τι σήμαινε για όλους εμάς που ήμασταν εκεί, αλλά και για τον κόσμο στην Ελλάδα. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι είχε προκαλέσει πιθανότατα αυτή η νίκη μας. Αγκαλιαζόμασταν, πανηγυρίζαμε με όλα τα παιδιά και κάποιοι έρχονταν και μου έλεγαν “κερδίσαμε τι κλαις, αφού περάσαμε”, αλλά ήταν καθαρά από συγκίνηση και από χαρά.
Στα αποδυτήρια προσπάθησα να τηλεφωνήσω στη μητέρα μου και δεν μπορούσα να της μιλήσω. Ρώτησα πού είναι ο πατέρας μου και μού απάντησε πως έχει φύγει και πήγε στο κέντρο στην Πάτρα, γιατί έχουν βγει έξω και πανηγυρίζουν. Εμένα όλο αυτό με έστειλε αδιάβαστο. Φοβάμαι ακόμα και να γυρίσω πίσω να το ξαναζήσω, ήταν τόσο έντονο. Έχει χαραχθεί και δεν θα φύγει ποτέ».
«Πιστεύουμε ότι θα μπορούσαμε να πάμε στους “4”»
Στην πρώτη φάση των νοκ-άουτ έρχεται στο δρόμο η Κόστα Ρίκα. Ένα γκολ στο 52’ μας έβαλε με την πλάτη στον τοίχο, αλλά και πάλι η «λύτρωση» ήρθε στις καθυστερήσεις. Αυτή τη φορά από τον Σωκράτη Παπασταθόπουλο.
Οι Κοσταρικανοί έμειναν μάλιστα με παίκτη λιγότερο στο 66ο λεπτό. Ευκαιρίες δημιουργήθηκαν, αλλά η Ελλάδα δεν μπόρεσε να τελειώσει το ματς στην παράταση και στα πέναλτι στάθηκε άτυχη. Το ταξίδι στο Μουντιάλ μόλις είχε λάβει τέλος.
«Μας άφησε κάτι παραπάνω από μία πικρία ο αποκλεισμός, γιατί εκεί αντιληφθήκαμε 100% τι μπορεί να κάνει η ομάδα μας. Είχαμε την τύχη στα χέρια μας από τη στιγμή που οι Κοσταρικανοί έμειναν με 10. Η ομάδα που ελέγχει το ματς, δυστυχώς δεν θέλει να πάει στα πέναλτι το παιχνίδι. Εμείς μπορούσαμε να το τελειώσουμε, αλλά δεν τα καταφέραμε. Με την Ακτή ήμασταν αποτελεσματικοί, με την Κόστα Ρίκα όχι. Αυτό είναι το ποδόσφαιρο και αυτό κάνει τη διαφορά στο τέλος.
Η πικρία και η μεγάλη απογοήτευση είναι για την ικανότητα που είχε εκείνη η ομάδα. Δεν πιστεύαμε απλώς ότι θα πηγαίναμε στους “8”, αλλά ότι θα πηγαίναμε σίγουρα στους “4”. Είχαμε τέτοια αυτοπεποίθηση. Όσο πιο κοντά πας προς τον τελικό, τόσο πιο κλειστά είναι τα ματς. Οι ομάδες γίνονται πιο νευρικές και όταν συνέβαινε αυτό, το πλεονέκτημα ήταν ακόμα μεγαλύτερο για εκείνη την Εθνική ομάδα. Εγώ προσωπικά, αλλά και πολλοί συμπαίκτες μου που το έχουμε συζητήσει, πιστεύαμε ότι θα φτάναμε τουλάχιστον στον ημιτελικό».
Η συζήτηση δεν θα μπορούσε να κλείσει αλλιώς, παρά με τα στοιχεία που χρειάζεται η Εθνική για να επιστρέψει στις μεγάλες διοργανώσεις. «Τα τελευταία χρόνια δεν είμαι στην Εθνική. Δεν ξέρω πώς λειτουργεί. Θεωρώ ότι η συνταγή της επιτυχίας είναι στη δεκαετία που ήρθαν οι διακρίσεις. Αυτήν την γνωρίζουν οι άνθρωποι που ήταν μέρος αυτής της «χρυσής» γενιάς. Η Ελλάδα χρειάζεται πάντα το ομαδικό πνεύμα και το DNA που είχε δημιουργήσει ο κύριος Ρεχάγκελ και συνέχισε ο Φερνάντο Σάντος.
Δεν θα είμαστε ποτέ μία ομάδα επιθετικογενής, που θα διαλύει όλους τους αντιπάλους, γιατί δεν είμαστε Γαλλία, Βραζιλία ή Αργεντινή. Βγάζοντας αυτό το “τσαγανό” του Έλληνα και τη μαχητικότητα σαν σύνολο, μπορούμε να κάνουμε πράγματα ακόμα καλύτερα από αυτά που πετύχαμε στο Μουντιάλ του ’14. Το δύσκολο κομμάτι είναι ο παίκτης να λειτουργήσει σαν σύνολο. Αυτό πρέπει να πετύχουμε».