Η διετία 1989-1990 έχει σημαδευτεί από τα «Bad Boys» των Πίστονς που αποτέλεσαν μία από τις σκληρότερες ομάδες όλων των εποχών. Η εικόνα αυτής της ομάδας δεν θυμίζει σε τίποτα το σημερινό μπάσκετ, κάθε άλλο, το κάνει να φαίνεται λες και είναι διαφορετικό άθλημα.
Τα δύο αυτά χρόνια η πιο… μισητή για πολλούς ομάδα του NBA κέρδισε δύο δαχτυλίδια και αποτέλεσε τον βασικό βραχνά των Μάικλ Τζόρνταν, Λάρι Μπερντ και Μάτζικ Τζόνσον που μεσουρανούσαν εκείνη την εποχή.
Στα play offs του 1988/1989, καθ' οδόν για το πρώτο από τα back-to-back πρωταθλήματα, το Ντιτρόιτ σάρωσε τους Λέικερς με 4-0.
Στην επαναλαμβανόμενη επιτυχία τους, οι «Bad Boys» με αμυντικό πάντα πνεύμα, αμέσως μετά την κατάκτηση του βραβείου του καλύτερου αμυντικού της χρονιάς από τον Ντένις Ρόντμαν, κέρδισαν τον δεύτερο συνεχόμενο τίτλο τους, αφού νίκησαν τους Πόρτλαντ Τρέιλ Μπλέιζερς σε 6 παιχνίδια.
Το πρώτο βήμα για την σύσταση αυτής της ομάδας που σκορπούσε τον… τρόμο στους αντιπάλους της έγινε το 1981 με την προσθήκη του Αϊζάια Τόμας ως δεύτερη επιλογή του ντραφτ εκείνης της χρονιάς που κατέληξε να είναι και ο ηγέτης των «κακών παιδιών». Ο «Ζέκε» ήταν μάλιστα και ο MVP των Τελικών του 1990.
Την αμέσως επόμενη σεζόν ήρθε η άφιξη του Μπιλ Λαϊμπίρ για να ταράξει τα νερά στο Ντιτρόιτ. Ήταν η κινητήριος δύναμη ώστε η ομάδα να αποκτήσει την σκληρή της ταυτότητα. Εξελίχθηκε ως ένας από τους πιο «βρώμικους» παίκτες στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού που φημιζόταν για τα σκληρά μαρκαρίσματά του, πάντα στα όρια του αντιαθλητικού φάουλ, μετατρέποντας τα ματς σε παιχνίδια… πυγμαχίας.
Μαζί του κατέφτασε και ο Βίνι Τζόνσον που θεωρείται από τους καλύτερους αναπληρωματικούς παίκτες όλων των εποχών. O «Microwave» ήταν μάλιστα αυτός που έβαλε και το τελευταίο καθοριστικό καλάθι του Game 6 μόλις 0,07 δευτερόλεπτα πριν το buzzer που «χάρισε» στην ομάδα το δεύτερο δαχτυλίδι της. Έτσι, ο Τζόνσον κέρδισε ένα καινούριο ψευδώνυμο αυτό του πράκτορα «007».
Το 1985 οι Πίστονς επέλεξαν τον υποτιμημένο Τζο Ντούμαρς στην θέση 18 του ντραφτ που πλαισίωνε άρτια τον Αϊζάια Τόμας για να αποτελέσουν οι δυο τους το καλύτερο αμυντικό δίδυμο στο NBA.
Ένα χρόνο αργότερα κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το… καπάκι για τα «πιστόνια» που είχαν την… τιμή να προσθέσουν στο ρόστερ τους τον (όχι ακόμα τότε) εκκεντρικό θρύλο, Ντένις Ρόντμαν. Ο ιδιόρρυθμος φόργουορντ ήταν μάλιστα η αδυναμία του προπονητή της ομάδας, Τσακ Ντέιλι. Παράλληλα προστέθηκαν οι σημαντικοί Σάλεϊ και Μαχόρν στον σύλλογο.
Αυτοί οι παίκτες συνέθεσαν μία ομάδα που με «όπλο» της την άμυνα την επόμενη διετία θα στιγμάτιζε το παγκόσμιο μπάσκετ. Κόντρες εντός και εκτός παρκέ, απειλές, εορτασμοί και σαφώς το «εμπόδιο», Μάικλ Τζόρνταν, είναι μερικά από τα παρασκήνια της ιστορικής ομάδας των Πίστονς.
Η ομάδα είχε δημιουργήσει ένα ειδικό στυλ παιχνιδιού το λεγόμενο «Jordan Rules» που το εφάρμοζε στον κορυφαίο μπασκετμπολίστα όλων των εποχών με σκοπό να τον περιορίσει.
Βέβαια το μισητό προφίλ των «κακών παιδιών» του Ντιτρόιτ δημιουργήθηκε και από εξωτερικούς παράγοντες. Όπως υποστηρίζει ο Αϊζάια Τόμας, η συγκεκριμένη παρέα δεν ήταν ιδιαίτερα αρεστή γιατί έφερνε στο προσκήνιο κοινωνικά ζητήματα που άλλοι απέφευγαν όπως η κοινωνική δικαιοσύνη, ο ρατσισμός κλπ.
Αυτή η μικρή δυναστεία του Ντιτρόιτ ήταν κι εκείνη που παρέδωσε τα «σκήπτρα» στην ομάδα που έμελλε να θέσει νέα δεδομένα στο μπάσκετ, τους Σικάγο Μπουλς. Η ομάδα του Τζόρνταν, η μεγάλη αντίπαλος των «Bad Boys», ήταν κι αυτή που έδωσε τέλος στους Πίστονς της εποχής «σκουπίζοντάς» τους στα play offs του 1991. Μετά το τέλος του παιχνιδιού η παρέα του Τόμας αποχώρησε χωρίς να δώσει τα χέρια στους αντιπάλους.
Οι Πίστονς τότε έμοιαζαν τόσο ανίκητοι και ήταν τόσο δημοφιλείς στο κοινό του NBA που απέκτησαν μέχρι και το δικό τους ραπ τραγούδι που είχε τίτλο «Pump It Up Pistons». Γαλουχήθηκαν στα 80’s των δυνατότερων ομάδων της αντίπερα όχθης του Ατλαντικού και έδειξαν πως είχαν τα… κότσια που καμία άλλη ομάδα δεν είχε για να πετύχουν όσα ήθελαν.
Ευτυχία Οικονομίδου