Αν. Τι βαριά λέξη... Ίσως η χειρότερη, αν αναλογιστεί κάποιος πως κρύβει από πίσω του τις ιστορίες από τα μεγαλύτερα ταλέντα που χάθηκαν στον ποδοσφαιρικό κόσμο. Το γνωστό «what if…». Με τις τελίτσες να μην σταματούν πουθενά, όμως στην Ελλάδα, ο μύθος του Πίτερ Οφορίκουε, είναι κάτι το ξεχωριστό. Διαφορετικός από τους υπόλοιπους της Ευρώπης.
Μία το ξεπέταγμα στην Καλαμάτα και μία η Δύση της καριέρας στην Μπέχεμ Γιουνάιτεντ της Γκάνας. Ο «Πίπης» κλείνει σήμερα τα 42 χρόνια ζωής και το BN Sports ξεθάβει την ιδιαίτερη ιστορία του πίσω από την καριέρα που παρέδωσε στον ποδοσφαιρικό κόσμο. Το «ερυθρόλευκο» φρένο, το ατόφιο ταλέντο και το θάψιμο ενός διαμαντιού από τη Γκάνα.
Η ανακάλυψη του Σταύρου Παπαδόπουλου και η απογείωση με υπογραφή Γιόχανσον!
Ήταν καλοκαίρι του 1995. Ο τότε πρόεδρος της Καλαμάτας, Σταύρος Παπαδόπουλος βρίσκεται στην Αφρική για λόγους εργασίας και πάνω στο προσωπικό του… σκάουτινγκ, πέφτει σε έναν 15χρονο βιρτουόζο. Το όνομα αυτού, Πίτερ Οφορίκουε. Ένα παιδί που έπαιζε ποδόσφαιρο σε ομάδα μόλις τρία χρόνια (!), έκανε τον ισχυρό άνδρα του ελληνικού συλλόγου να τρελαθεί.
Στην κυριολεξία. Την ίδια μέρα κάνει τις απαραίτητες επαφές και τον φέρνει στη Μεσσηνία για να ενταχθεί στην Καλαμάτα. Οι πρώτες μέρες ήταν περίεργες αφού ο μικρός άσος ήθελε να προσαρμοστεί όμως ο Ντράγκαν Κοκότοβιτς δεν δίστασε να τον πάρει από την ομάδα νέων και να τον βάλει με τους άνδρες. Ένας μικρόσωμος επιθετικός που από την πρώτη στιγμή καθήλωσε το ελληνικό κοινό.
Ακόμα και όταν έφυγε ο έμπειρος προπονητής, ο διάδοχός του, Μπο Γιόχανσον, όχι απλώς δεν αδιαφόρησε για το μεγάλο ταλέντο της ομάδας, αλλά το… απογείωσε. Ήταν ο άνθρωπος που του χάρισε την ευκαιρία να ξεδιπλώσει στο χορτάρι τη σπάνια ποιότητά του, κάνοντας όλη την Ελλάδα να ασχοληθεί μαζί του. Η κατάλληλη εκτόξευση, την πιο καίρια στιγμή.
Το «μπαμ» από Κόκκαλη, το ρεκόρ με Ρόζενμποργκ και η λάμψη ενός διαμαντιού!
Δύο χρόνια παρουσίας στην Καλαμάτα ήταν αρκετά. Ο 17χρονος επιθετικός είχε πετύχει οκτώ γκολ σε 35 επίσημα ματς και οι κινήσεις του στον αγωνιστικό χώρο, είχαν ξετρελάνει τους πάντες. Έτσι, το καλοκαίρι του 1997, ο Σωκράτης Κόκκαλης κάνει την πρώτη επαφή με την Καλαμάτα. Το ταλέντο του Οφορίκουε έδειχνε πως η μεταπολιτική του αξία θα είναι στα ύψη, οπότε ο ισχυρός άνδρας των «ερυθρολεύκων» δεν δίστασε να βγάλει σχεδόν ένα δισεκατομμύρια δραχμές (!!) για να τον αποκτήσει (το transfermarkt κάνει λόγο για σχεδόν 2,8 εκατ. ευρώ).
Ο Γκανέζος μπήκε αμέσως σε φουλ ρυθμούς και προσαρμόστηκε αμέσως στα νέα δεδομένα. Το πρώτο «μπαμ» ήρθε κόντρα στη Ρόζενμποργκ για τους ομίλους του Champions League. Ο 17χρονος επιθετικός πέτυχε το μοναδικό γκολ του Ολυμπιακού στο βαρύ 5-1 και έγινε ο νεότερος στην διοργάνωση που σκοράρει (!). Ήταν αρκετό για να κάνει την Ευρώπη να τον κοιτάξει και οι Πειραιώτες να έχουν κρούσεις από μεγάλους συλλόγους. Η συνέχεια ήταν ανάλογη, καθώς ο νεαρός πέτυχε άλλα τρία γκολ σε μόλις δύο ματς και μέχρι τον Δεκέμβρη μετρούσε πέντε τέρματα συνολικά.
Η πρώτη κλήση στην Εθνική Γκάνας ήταν η αρχή του… τέλους!
Στο Copa Africa του 1998, η Εθνική Γκάνας είχε περάσει στα τελικά και ο Πίτερ Οφορίκουε δεν θα μπορούσε να λείπει από τις κλήσεις. Η επιβράβευση για τις εμφανίσεις του στην Ελλάδα, τον έφερε για πρώτη φορά με το εθνόσημο στην κορυφαία διοργάνωση της Αφρικής. Μπορεί να ζούσε το όνειρο αλλά δεν ήξερε τι θα ακολουθούσε. Μπορεί να έφυγε αρχές Γενάρη, όμως ξέχασε να… γυρίσει στην Ελλάδα.
Παρότι η ομάδα του αποκλείστηκε στους ομίλους, ο ίδιος γύρισε Ελλάδα αρχές… Μαρτίου (!). Δηλαδή έλειψε κοντά στους δύο μήνες από τους «ερυθρολεύκους», κάτι που εξόργισε τον Ντούσαν Μπάγεβιτς, παρότι η δικαιολογία ήταν ότι είχε πρόβλημα με τη βίζα του. Στο υπόλοιπο της σεζόν έπαιξε λίγο, δίχως να μπορέσει να βρει δίχτυα.
Η συνέχεια της πορείας του στον Πειραιά ήταν γεμάτη μικρά «ξεσπάσματα» αλλά σε καμία περίπτωση, το ταλέντο που απόλαυσε το ελληνικό ποδόσφαιρο στην αρχή που ήρθε. Έμεινε στον Ολυμπιακό μέχρι και το 2003, δίχως να εντυπωσιάσει και χωρίς να εξελιχθεί στον παίκτη που όλοι περίμεναν. Αντίθετα, η κάθοδος της καριέρας του είχε ξεκινήσει πριν καν πατήσει τα 20 του χρόνια.
Το δεύτερο… λάθος του επαναπατρισμού!
Το καλοκαίρι του 2003, επιλέγει να αφήσει την Ελλάδα αλλά και την Ευρώπη και να επιστρέψει στην Γκάνα, σε ηλικία μόλις 23 ετών. Αυτό ήταν και το δεύτερο μοιραίο λάθος που του στέρησε το κάτι παραπάνω. Ο Οφορίκουε, ουσιαστικά, χάθηκε από την επικαιρότητα. Η ταμπέλα του «What if» καρφώθηκε πάνω του και εκείνος έπαιζε στη χώρα του για τα επόμενα 2,5 χρόνια, διαγράφοντας από παντού το όνομά του.
Βέβαια, τον Γενάρη του 2006, ως μία ένδειξη restart, ο Αφρικανός επιθετικός επέστρεψε στην χώρα μας, αυτή τη φορά για τον ΟΦΗ. Με εννέα γκολ σε 49 αγώνες εκείνη τη σεζόν, έπεισε την Ιρονί Κιριάτ Σμονά να τον αποκτήσει από το Ισραήλ, δίνοντας και το ποσό των 150 χιλιάδων ευρώ. Μέχρι εκεί όμως. Η συνέχεια ήταν ανάλογη. Ο Αφρικανός άσος βολόδερνε δεξιά και αριστερά, ώσπου κρέμασε τα παπούτσια του το 2012, σε ηλικία 32 ετών.
Παναγιώτης Τζαναβάρας: «Έτσι βγήκε το Πίπης - Ήταν σπουδαίο ταλέντο»
Ένας από τους συμπαίκτες του στην Καλαμάτα όταν έκανε τα πρώτα του βήματα στη χώρα μας, ήταν ο Παναγιώτης Τζαναβάρας. Ο έμπειρος κόουτς ήταν το βασικό στόπερ του ελληνικού συλλόγου τότε και μίλησε αποκλειστικά στο BN Sports για το ποιος ήταν ο Πίτερ Οφορίκουε.
Αναλυτικά:
Πώς ήταν οι πρώτες μέρες του Οφορίκουε στην Ελλάδα;
«Αρχικά, ξαφνιαστήκαμε όλοι όταν τον είδαμε στα αποδυτήρια γιατί ήταν πολύ μικρός σε ηλικία. Ωστόσο αγωνιστικά ήταν πολύ καλός. Είχε τρομερή δύναμη για την ηλικία του, μεγάλη τεχνική κατάρτιση και γενικά ήταν πολύ καλός ποδοσφαιριστής. Δεν φαινόταν ότι ήταν 15 στα 16 μέσα στο γήπεδο. Σκέψου, όταν τον είδαμε, είπαμε πως τον άφησε η μάνα του να έρθει μόνος εδώ»
Είχε θέμα προσαρμογής;
«Επειδή είχαμε και άλλους Γκανέζους στην ομάδα εκείνη τη περίοδο, όχι τόσο. Έγινε μέλος της παρέας του και κάνανε τη δική τους ζωή. Σκέψου έφερναν και δικό τους φαγητό πολλές φορές. Δεν έβγαιναν και πολύ. Είχαν τη δική τους ζωή ξεκάθαρα»
Τι ήταν αυτό που σου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση όταν άρχιζε να παίζει;
«Δεν χρειάστηκε. Τον είχαμε δει στις προπονήσεις και φαινόταν ότι πρόκειται για ένα μεγάλο ταλέντο. Ο τρόπος που έπαιζε, ο τρόπος που κρατούσε τη μπάλα. Ήταν εξαιρετικός και έδειχνε ότι μπορεί να κάνει μεγάλη καριέρα»
Μία αστεία ή ιδιαίτερη ιστορία που θυμάστε μαζί του;
«Θυμάμαι που του είχαμε μάθει συνθήματα κατά των μεγάλων ομάδων και τα τραγουδάγαμε στα αποδυτήρια και τα τραγουδούσε και εκείνος χωρίς να ξέρει τι σημαίνουν (γέλια). Ήταν μέρος της πλάκας αλλά τον αγαπούσαμε πάρα πολύ και τον προσέχαμε»
Πώς βγήκε το «Πίπης»;
«Εμείς το βγάλαμε γιατί ήταν πολύ μικρόσωμος. Ήταν μικρούλης οπότε μας έμεινε το Πίπης. Ήταν πολύ ήσυχος και αμίλητος. Σκέψου, όταν έμπαινε το πρωί στα αποδυτήρια δεν έλεγε καλημέρα ή κάτι. Απλώς κουνούσε τα φρύδια προς τα πάνω και έριχνε ένα χαμόγελο. Και μας έμεινε και όλοι τον χαιρετάγαμε έτσι για καλημέρα».
Γιατί πιστεύετε πως δεν πέτυχε;
«Ξεκίνησε πολύ καλά αλλά δεν ξέρω γιατί δεν τα κατάφερε. Θα μπορούσε να γίνει πολύ καλός ποδοσφαιριστής, έφτασε μέχρι τον Ολυμπιακό αλλά δεν ξέρω τι έγινε μετά»