Τριάντα και τέσσερα χρόνια έχουν περάσει αισίως από το «ματς του 20ου αιώνα», τον… τελικό των τελικών που έλαβε χώρα στο ΣΕΦ. Mία αναμέτρηση στην οποία μπήκαν 230 (!) πόντοι (117-113 η Ρεάλ την Καζέρτα) και ήταν two men show. Ντράζεν Πέτροβιτς εναντίον Όσκαρ Σμιντ σημειώσατε… άσο.
Η Ελλάδα ανέκαθεν ήταν μια χώρα με μπασκετικό υπόβαθρο. Ομάδα που… μπιστούσε την «πορτοκαλί θεά» έφερε πρώτη διάκριση σε διεθνή διοργάνωση (ΑΕΚ, 1968) ενώ δεν είναι τυχαίο το προσωνύμιο «Επίσημη Αγαπημένη» στο αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα. Το μπάσκετ έχει χαρίσει αμέτρητες στιγμές περηφάνιας στο ελληνικό κοινό, σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο, ο κόσμος «διψάει» για το άθλημα (υπάρχει μια καθοδική τάση ως προς τα κλαμπ βέβαια την τελευταία δεκαετία) και για αυτό η χώρα μας προσελκύει και μεγάλα γεγονότα/event. Όπως αυτό της 14ης του Μάρτη του 1989, το οποίο έμελλε να εξελιχθεί στο «ματς του 20ου αιώνα».
Ήταν ο τελικός του Κυπέλλου Κυπελλούχων ανάμεσα στη Ρεάλ και την Καζέρτα, ένα… μυθικό σε εξέλιξη παιχνίδι που είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν από κοντά 12 χιλιάδες θεατές στο ΣΕΦ και να ζηλεύουν όσοι δεν είχαν την τύχη να είναι αυτόπτες μάρτυρες. Και όχι, αυτές οι αράδες δεν είναι υπερβολικές. Αρκεί να ρωτήσεις έναν άνθρωπο της εποχής εκείνης και θα συμφωνήσει στον απόλυτο βαθμό.
Το παιχνίδι δεν ήταν για την κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση (τελικός Κυπέλλου Κυπελλούχων). Και τι μ΄ αυτό; Η «τρέλα» του κόσμου για το μπάσκετ ήταν μεγάλη, ειδικά την εποχή εκείνη (1989) και στο εν λόγω γήπεδο, όπου ήταν… νωπές ακόμα οι μνήμες του έπους του Ευρωμπάσκετ του 87’. Αν μάλιστα σε όλα αυτά συνυπολογίσει κανείς πως το παρκέ του ΣΕΦ θα πατούσαν ταυτόχρονα δύο «θρύλοι» του αθλήματος (Ντράζεν Πέτροβιτς και Όσκαρ Σμιντ)τότε η προσμονή για θέαμα έφτανε και περίσσευε.
Δύσκολα όμως μπορούσε να πιστέψει κανείς αυτό που έβλεπε χωρίς να… τρίβει τα μάτια του αν και οι δύο μεταξύ τους αναμετρήσεις για την κανονική διάρκεια έδιναν μια ιδέα για το τι μπορούσε να ακολουθήσει (109-92 στη Μαδρίτη με triple-double του «Μαέστρου» και 94-95 στην Ιταλία).
Ήδη από το πρώτο κιόλας ημίχρονο φαινόταν πως ο τελικός θα πήγαινε σε υψηλό σκορ (60-57 υπέρ της Ρεάλ) με τους μεγάλους πρωταγωνιστές των δύο αντιμαχόμενων στρατοπέδων να δίνουν το… δικό τους σόου.
Και φυσικά η μοίρα δεν θέλει τέτοια παιχνίδι να τελειώσουν. Το τρίποντο του «Πελέ του μπάσκετ», ο οποίος δεν έπαιξε ποτέ στο NBA για να μπορεί να εκπροσωπεί τη χώρα του φορώντας το εθνόσημο, ισοφάρισε σε 102 όλα με 18’’ να απομένουν. Ο Ντράζεν έχασε τη μπάλα μέσα από τα χέρια του στην τελευταία κατοχή, όμως ο χρόνος δεν έφτασε στους Ιταλούς για να… κλέψουν την κούπα, αν και ακόμα φωνάζουν στους Ρήγα και Κούρλιτς (ρέφερι της αναμέτρησης) για φάουλ πάνω στον Τζεντίλε.
Η ιστορία όμως γράφεται με τις αποφάσεις που εν τέλει λαμβάνονται και όχι με τα… αν και σε αυτή μπήκε φαρδιά πλατιά η… σφραγίδα του Κροάτη αστέρα. Ο Πέτροβιτς σκόραρε 11 από τους 15 πόντους της «βασίλισσας» στο έξτρα πεντάλεπτο και χάρισε στη Ρεάλ το τρόπαιο, λίγους μήνες πριν αφήσει την Ευρώπη για την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού και 4 χρόνια πριν το κάνει μια για πάντα.
Στον τελικό των τελικών λοιπόν του φαληρικού σταδίου δεν έπαιζαν μόνοι τους, αν και δικαιολογημένα έτσι έχει μείνει. Ο «Μότσαρτ» είχε συμπαραστάτες τους αδερφούς Μάρτιν, τον Ισπανοσοβιετικό «μπομπέρ» Μπιριούκο, τον «δεινόσαυρο» Ρομάι και φυσικά τον Τζόνι Ρότζερς ενώ η Καζέρτα είχε πλαισιώσει τον Βραζιλιάνο άσο με τους Τζεντίλε (έβαλε 32 τη νύχτα εκείνη), Εσπόζιτο (Τορόντο Ράπτορς) και τον Βούλγαρο Γκλούτσκοφ (Σανς).
Το παιχνίδι φυσικά μνημονεύεται ακόμα για το συνολικό αριθμό πόντων που επετεύχθησαν καθώς και την αλησμόνητη… τιτανομαχία ανάμεσα σε Πέτροβιτς και Σμιντ (62 και 44 πόντους αντίστοιχα). Παιχνίδια… διαφήμιση για το σπορ απέναντι σε χαλαρές άμυνες, όπως φαίνεται και από το τελικό αποτέλεσμα, που όμοιά τους φυσικά δεν θα ξανάρθουν.
Μάνος Φυρογένης