Γράφει ο Δημήτρης Σπηλιόπουλος
Ο Τζιοβάνι Σίλβα ντε Ολιβέιρα γεννήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου του 1972 στην Αμπαετετούμπα, μια μικρή πόλη (150.000 κατοίκων) στην περιφέρεια της Παρά, στη βόρεια Βραζιλία και σίγουρα δεν αποτελεί μια τυπική περίπτωση ποδοσφαιριστή της χώρας του.
Αφενός είχε την τύχη, σε αντίθεση με ότι βιώσαν αρκετοί συμπατριώτες του, να μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον μακριά από τον εφιάλτη της φτώχιας και αφετέρου έβγαλε το πρώτο του ποδοσφαιρικό δελτίο σε ηλικία 17 ετών στην Τούνα Λούσο.
Φυσικά, δεν άργησαν να καταλάβουν περί τίνος πρόκειται και μετά από μερικούς πολύ επιτυχημένους δανεισμούς εμφανίστηκε η Σάντος.
Ο Πελέ και ο Τζιοβάνι
Θρυλείται πως ο ίδιος ο Πελέ έβαλε χρήματα από την τσέπη του για να τον πάει στην Σάντος και να τον έχει υπό την προστασία του, βλέποντας στο πρόσωπο του Τζιοβάνι τον άνθρωπο που θα αναστήσει την αγαπημένη του ομάδα. Και ο Πελέ έπεσε… διάνα.
Με το νούμερο «10» στη φανέλα, ο Τζιοβάνι γίνεται το απόλυτο είδωλο στο Σάο Παολό και στα μέσα της δεκαετίας του ’90 είναι ο ηγέτης της ομάδας και την οδηγεί στην 2η θέση του βραζιλιάνικου πρωταθλήματος, φτάνοντας μια «ανάσα» από το πρώτο της πρωτάθλημα μετά το 1968. Οι φίλοι της Σάντος τον αποκαλούν «Μεσσία», ενώ ακόμα και σήμερα τον θεωρούν ως έναν από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές που φόρεσαν ποτέ την φανέλα της ομάδας.
Ο 24χρονος τότε Τζιοβάνι πετυχαίνει 37 γκολ σε 36 εμφανίσεις με την φανέλα της Σάντος, κερδίζει μια θέση στην Εθνική ομάδα της Βραζιλίας. Τον Ιούνιο του 1995 πραγματοποιεί την πρώτη του συμμετοχή με την σελεσάο, στον τελικό του Umbro Cup, στο Γουέμπλει απέναντι στην Αγγλία, μπροστά σε 70 χιλιάδες θεατές. Όλοι πια έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται πως είναι θέμα χρόνου να περάσει τον Ατλαντικό.
Η Μπαρτσελόνα, η βραζιλιάνικη παροικία και η κόντρα με τον Φαν Χάαλ
Το καλοκαίρι του 1996 η Μπαρτσελόνα του Μπόμπι Ρόμπσον αποφασίζει να βγάλει από τα ταμεία της 5,5 εκατομμύρια ευρώ. Ο Τζιοβάνι αν και λατρεύεται σαν Θεός από τους φίλους του Σάντος δεν το σκέφτεται καθόλου. Ο λόγος; Οι μπλαουγκράνα σχεδόν ταυτόχρονα με τον ίδιο φέρνουν στη Βαρκελώνη και τον «διόσκουρο» του Ρονάλντο από την PSV. Οι δυο τους μαζί με τον Στόιτσκοφ συνθέτουν μια επιθετική τριπλέτα ικανή να σκορπίσει τον τρόμο σε οποιαδήποτε άμυνα. Και αυτό συμβαίνει. Ο Τζιοβάνι προσαρμόζεται άμεσα και χαρίζει στιγμές σπάνιας ποδοσφαιρικής ομορφιάς στους φίλους της Μπαρτσελόνα. Στην πρώτη του σεζόν η ομάδα μένει δεύτερη στο πρωτάθλημα, αλλά κατακτά το Κύπελλο Κυπελλούχων, το Κύπελλο Ισπανίας και το σούπερ καπ.
Ωστόσο, λίγους μήνες μετά τα πάντα θα αλλάξουν. Ο Ρονάλντο φεύγει με μεταγραφή ρεκόρ για την Ίντερ και στον πάγκο των Καταλανών κάθεται ο Λουίς Φαν Χάαλ. Η έλευση του Ριβάλντο και του Σόνι Άντερσον αποτελούν μια κάποια παρηγοριά για τους φίλους της Μπάρτσα. Με τον Ολλανδό στον πάγκο και στον Τζιοβάνι βασικό, η Μπαρτσελόνα κατακτά το πρωτάθλημα, αλλά το πάντα απαιτητικό κοινό των μπλαουγκράνα γκρινιάζει για την εικόνα της ομάδας και το κυνικό της στυλ. Την επόμενη σεζόν ο Φαν Χάαλ φέρνει στην Βαρκελώνη τους συμπατριώτες του (Ντε Μπουρ, Κλάιφερτ, Ζέντεν, Κοκού) και ο Τζιοβάνι κάθεται στον πάγκο. Ο Ολλανδός τεχνικός πιστεύει πως ο «Ζίο» δεν έχει θέση στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, του ζητάει να παίξει μέχρι και αμυντικό χαφ, και ο φιναλίστ με την Βραζιλία στο Μουντιάλ το 1998, ένα χρόνο πριν, ψάχνει τον προορισμό όπου θα αισθάνεται και πάλι κορυφαίος.
Στα 27 του χρόνια, πρωταθλητής Ισπανίας και εν ενεργεία μέλος της σελεσάο, ο Τζιοβάνι μπορεί ουσιαστικά να πάει σε όποια ομάδα θέλει. Μετά από όσα πέρασε στην τελευταία του σεζόν στην Μπαρτσελόνα το μόνο που ζητάει από τον μάνατζερ του είναι να πάει κάπου θα τον αγαπούν και θα τον σέβονται. Και καλύτερη επιλογή δε θα μπορούσε να είχε κάνει ο εκπρόσωπος του Τζιοβάνι.
«Ο Θεός με έφερε εδώ»
Στις 8 Ιουλίου του 1999 ο Σωκράτης Κόκκαλης τρελαίνει όλη την Ευρώπη και ειδικά τους φίλους του Ολυμπιακού που μαθαίνουν πως η ομάδα τους συμφώνησε με τον Τζιοβάνι. Η Μπαρτσελόνα θα λάβει στα ταμεία 5 δισεκατομμύρια δραχμές, περίπου 15 εκατομμύρια ευρώ σε σημερινά χρήματα και 8 μέρες μετά, στις 16 Ιουλίου, ο Τζιοβάνι πατάει το πόδι του στην Ελλάδα. Είναι η πρώτη του επαφή με τον κόσμο του Ολυμπιακού. Ένας έρωτας με την πρώτη ματιά. Μια σχέση λατρείας που κρατάει μέχρι σήμερα. Όπως δήλωσε αρκετά χρόνια μετά ο ίδιος «Ο Θεός με έφερε εδώ. Εκείνο το καλοκαίρι όλοι οι οιωνοί μου έλεγαν να έρθω στην Ελλάδα. Είχαν απόλυτο δίκιο».
Είναι η εποχή που όλος ο οργανισμός των Πειραιωτών πιστεύει ακράδαντα πως η ομάδα μπορεί να πετύχει κάτι σπουδαίο στην Ευρώπη. Μια σεζόν πριν έχουν φτάσει μια ανάσα από τα ημιτελικά του Champions League, ενώ σχεδόν ταυτόχρονα με τον Τζιοβάνι, πιάνει «λιμάνι» και ο σούπερ σταρ της Πόρτο, Ζλάταν Ζάχοβιτς. Είναι χαρακτηριστικό για να καταλάβει κάποιος το τι επικρατούσε εκείνη την εποχή στον Ολυμπιακό το πρώτο ματς για τους ομίλους του Champions League απέναντι στην Ρεάλ Μαδρίτης των Ρομπέρτο Κάρλος, Ρεδόνδο, Ραούλ, Μοριέντες και Ιέρο. Στο κατάμεστο Ολυμπιακό Στάδιο, 70 χιλιάδες θεατές βλέπουν τον Τζιοβάνι, τον Ζάχοβιτς και τους υπόλοιπους να κυριαρχούν απέναντι στην «βασίλισσα» και φωνάζουν «φέρτε μας το ευρωπαϊκό». Το τελικό 3-3 θα αποτελεί για πάντα σημείο αναφοράς σε όσους το έζησαν, όμως η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη.
Ο Τζιοβάνι με το…καλημέρα προκαλεί ντελίριο ενθουσιασμού με όσα κάνει στο γήπεδο. Κάθε φορά που πλησιάζει τη μπάλα, ακούγονται επιφωνήματα θαυμασμού από το κοινό. Κόσμος από κάθε μέρος της Ελλάδα πήγαινε στο γήπεδο για να τον δει από κοντά, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως βρεθεί ενώπιον μιας ανεπανάληπτης ποδοσφαιρικής στιγμής. Γνώριζε πως θα συναντούσε μια ποδοσφαιρική ιδιοφυία. Όσα έκανε ο Τζιοβάνι δεν τα είχε ξανακάνει ποδοσφαιριστής στην Ελλάδα. Μέχρι εκείνη την αποφράδα μέρα του Δεκεμβρίου του 1999. Πέντε μήνες μετά τον ερχομό του στην Ελλάδα έχει προλάβει ήδη να πετύχει 15 γκολ σε 18 εμφανίσεις. Ο Ολυμπιακός αγωνιζόταν στο «Καυταντζόγλειο» απέναντι στον Ηρακλή και στο 67ο λεπτό, μετά από ένα σκληρό μαρκάρισμα του Λάζαρου Σέμου ο Τζιοβάνι σωριάζεται στο έδαφος και σφαδάζει. Είχε υποστεί ρήξη χιαστού. Έναν πολύ σοβαρό τραυματισμό που τον άφησε εκτός δράσης 4,5 μήνες μα κυρίως δεν του επέτρεψε ποτέ να επανέλθει στο 100%.
Ακόμα κι έτσι όμως, παρέμεινε ένας εραστής της μπάλας. Οι ενέργειες του, οι ντρίμπλες του και τα γκολ που σημείωσε δεν θα ξεχαστούν ποτέ από τους φίλους του Ολυμπιακού που δεν σταμάτησαν ποτέ να τον αποθεώνουν, να τον προσκυνούν και να τον στηρίζουν ζητώντας από την διοίκηση να «μείνει για πάντα στο λιμάνι». Ο Τζιοβάνι ήταν η μετενσάρκωση του παίκτη που ήθελαν να βλέπουν από πάντα και για πάντα και είναι βέβαιο πως όσοι παιχταράδες ήρθαν ή θα έρθουν στο μέλλον στον Ολυμπιακό, πάντα αυτός θα οριοθετεί το υψηλότερο σημείο του πήχη.
Σε αυτά τα 6 χρόνια που έμεινε στον Ολυμπιακό, ωστόσο, δεν ήταν όλα ρόδινα. Πέρασε έναν σοβαρό τραυματισμό, ήρθε σε κόντρα με προπονητές (Λεμονή, Μπάγεβιτς), αμφισβητήθηκε ακόμα και από τον ίδιο τον Σωκράτη Κόκκαλη και δέχτηκε αρκετές φορές κριτική γιατί… δεν μαρκάρει. Η συνύπαρξη με τον «παλιόφιλο» του, Ριβάλντο το 2004 τον αναζωογόνησε, αλλά όλοι έβλεπαν πως η στιγμή της αποχώρησης πλησιάζει.
Όπως συμβαίνει σε όλους τους μεγάλους έρωτες, το τέλος δεν ήταν εύκολο. Στην φιέστα του 2005, μετά από έξι χρόνια, 5 πρωταθλήματα, ένα κύπελλο και αμέτρητες στιγμές μαγείας ο Τζιοβάνι αποχαιρετούσε τον κόσμο του Ολυμπιακού με δάκρυα στα μάτια.
Η ζωή μετά τον Ολυμπιακό
Μετά το τέλος της θητείας του στον Ολυμπιακό, η σχεδόν παθολογική σχέση του Τζιοβάνι με τη μπάλα δεν του επέτρεψε να κρεμάσει τα παπούτσια του. Επέστρεψε για λίγο στην άλλη μεγάλη αγάπη του, την Σάντος για να ολοκληρώσει την σεζόν, ταξίδεψε μέχρι το Ριάντ και την Αλ Αχλί για νέες εμπειρίες και επέστρεψε στην Ελλάδα το 2006 για να φορέσει τη φανέλα του Ιωνικού και να δει ξανά παλιούς φίλους. Δεν πρόλαβε παρά να παίξει σε λίγα μόνο ματς.
Ο Εθνικός γρήγορα διαλύθηκε και ο Τζιοβάνι επέστρεψε στην Βραζιλία. Υπέγραψε για ένα εξάμηνο στη Σπόρ Ρεσίφε, έπειτα αγωνίστηκε για έναν χρόνο στη Μότζι Μίριμ και λίγο πριν κλείσει τα 37 του χρόνια φόρεσε για τρίτη φορά στην καριέρα του την φανέλα της Σάντος. Εκεί, κατακτώντας Παουλίστα και το Κύπελλο Βραζιλίας, ολοκλήρωσε μετά από 21 χρόνια την καριέρα του.
www.bnsports.gr