Έχουν περάσει 13 χρόνια από την 31η Ιουλίου του 2009, την ημέρα που ο Σερ Μπόμπι Ρόμπσον άφησε την τελευταία του πνοή, βυθίζοντας τον κόσμο του ποδοσφαίρου σε θλίψη. Φυσικά, οι επιτυχίες του και η παρακαταθήκη που άφησε πίσω του δεν χωράνε αμφισβήτηση και δίκαια έχει ξεχωριστή θέση στις καρδιές των φίλων της Ίπσουιτς και της Νιουκάστλ!
«Ο Μπόμπι Ρόμπσον είναι ένας από αυτούς τους ανθρώπους που δεν θα πεθάνουν ποτέ. Όχι μόνο για αυτά που πέτυχε στην καριέρα του, αλλά για όλα όσα έδωσε σε εκείνους, όπως εμένα, που είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν και να μάθουν στο πλάι του. Πάντα θα κρατώ μαζί μου, τον Μπόμπι Ρόμπσον της καθημερινότητας, έναν άνδρα με ένα ασυνήθιστο πάθος για τη ζωή και το ποδόσφαιρο, με έναν μοναδικό ενθουσιασμό». Με αυτόν τον τρόπο, ο Ζοσέ Μουρίνο επέλεξε να αποχαιρετήσει τον μέντορά του, Μπόμπι Ρόμπσον. Έναν προπονητή που συνέδεσε το όνομά του με μια σπουδαία καριέρα, γεμάτη πάθος, ενθουσιασμό, επιμονή, επιτυχίες αλλά και αμφισβήτηση.
Ο Μπόμπι Ρόμπσον γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1933 στο Σάκριστον του Ντάραμ, μια μικρή πόλη της Βόρειας Αγγλίας, όπου οι κάτοικοι είναι «καταδικασμένοι» να ασχοληθούν με το ποδόσφαιρο. Έτσι και ο Ρόμπσον δεν κατάφερε να ξεφύγει από αυτό και από μικρή ηλικία ασχολήθηκε με το άθλημα, όντας μεγάλος υποστηρικτής της Νιούκαστλ. Παρότι δε κατάφερε να αγωνιστεί ποτέ στις «καρακάξες» ως ποδοσφαιριστής, έκανε μια γεμάτη καριέρα με περισσότερες από 580 συμμετοχές σε Φούλαμ, Γουέστ Μπρομ και Βανκούβερ Ρόγιαλς, ενώ παράλληλα πραγματοποίησε και 20 εμφανίσεις με τα «Τρία Λιοντάρια», πετυχαίνοντας τέσσερα γκολ.
Η Guardian την ημέρα του θανάτου του δημοσίευσε ένα ιδιαίτερο βίντεο, στο οποίο ο Μπέρνεϊ Ρόνεϊ αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι ο Ρόμπσον αποφάσισε να γίνει προπονητής βλέποντας την ήττα της Αγγλίας από την Ουγγαρία το 1953 με 6-3. Ήταν μια εμπειρία ζωής για τον ίδιο και αμέσως ενδιαφέρθηκε να μάθει πως έπαιζαν ποδόσφαιρο στο εξωτερικό. Έτσι, αποφάσισε να ασχοληθεί με την προπονητική.
Το ξεκίνημα της σπουδαίας προπονητικής καριέρας και η κατάκτηση της Ευρώπης
Η κλίση που είχε δεν άργησε να φανεί, αν και το ξεκίνημα ήταν δύσκολο. Σε ηλικία 35 ετών αποφάσισε να αναλάβει το δύσκολο έργο να κρατήσει στην Πρώτη Κατηγορία την Φούλαμ, αλλά δε τα κατάφερε, έτσι η απόλυσή του δεν άργησε να έρθει. Επόμενος σταθμός ήταν η Ίπσουιτς, με την οποία έμελλε να γράψει ιστορία.
Παρέμεινε στον πάγκο της από το 1969 ως το 1982, σημειώνοντας τεράστιες επιτυχίες με τον σύλλογο. Συγκεκριμένα, το 1978 κατέκτησε το Κύπελλο Αγγλίας, με την Ίπσουιτς να επικρατεί 1-0 της Άρσεναλ. Τρία χρόνια αργότερα κατόρθωσε να φτάσει την ομάδα και σε ευρωπαϊκό τίτλο, αφού το 1981 πήρε το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ νικώντας σε διπλούς τελικούς την Άλκμααρ με συνολικό σκορ 5-4 (3-0, 2-4). Μάλιστα, εκείνη τη σεζόν οι «μπλε» ψηφίστηκαν η καλύτερη ομάδα στην Ευρώπη!
Κάτι επιπλέον που έκανε τον Ρόμπσον να ξεχωρίσει ως προπονητής εκείνη την εποχή, ήταν η τεράστια στήριξη που έδειξε σε νεαρούς ποδοσφαιριστές, καθώς πραγματοποίησε μονάχα 14 μεταγραφές στα 13 χρόνια που έμεινε στο Ίπσουιτς.
Η αμφισβήτηση στον πάγκο της Εθνικής Αγγλίας
Τα επιτεύγματά του Μπόμπι δεν άργησαν να τραβήξουν το βλέμμα της Αγγλική Ομοσπονδίας, η οποία το 1982 του προσέφερε τη θέση του Ομοσπονδιακού τεχνικού της χώρας. Ωστόσο, το ξεκίνημα του δεν ήταν και το... καλύτερο. Στο ντεμπούτο του στον πάγκο των «Τριών Λιονταριών» με αντίπαλο τη Δανία, λες και ήθελε να ξεκινήσει «στραβά», άφησε εκτός αποστολής τον θρυλικό Κέβιν Κίγκαν. Το κλίμα για τον ίδιο χάλασε αμέσως. Λίγους μήνες αργότερα, η Αγγλία αποκλείστηκε στα προκριματικά του EURO 1984, με τον Ρόμπσον να βρίσκεται ένα βήμα πριν την απόλυση και τον Μπράιαν Κλαφ έτοιμο να τον διαδεχθεί.
Τελικά, ο Μπέρτ Μίλιτσιπ, πρόεδρος της Ομοσπονδίας, αποφάσισε να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία, επιζητώντας την πρόκριση στο Μουντιάλ του 1986. Μια πρόκριση που ήρθε και η Αγγλία βρέθηκε στα γήπεδα του Μεξικό. Εκεί, παρά το κακό ξεκίνημα, και τον εξοργισμό των Άγγλων φιλάθλων, η εθνική τους κατόρθωσε με ένα χατ-τρικ του Γκάρι Λίνεκερ την τελευταία αγωνιστική απέναντι στην Πολωνία να πάρει την πρόκριση για τα νοκ-άουτ και να σώσει τον Ρόμπσον.
«Αυτό δεν ήταν το χέρι του Θεού. Αυτό ήταν το χέρι ενός κατεργάρη»
Στα προημιτελικά η Αγγλία συναντήθηκε με την Αργεντινή, σε ένα από τα πιο εμβληματικά ματς όλων των εποχών σε Παγκόσμιο Κύπελλο. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα, με ένα μοναδικό ρεσιτάλ, θα πετάξει εκτός συνέχειας τα «Τρία Λιοντάρια», σκοράροντας το γκολ που έμεινε στην ιστορία ως «το χέρι του Θεού». Το τέρμα αυτό ήταν όλα όσα δεν αντιπροσώπευαν τον Μπόμπι Ρόμπσον, ο οποίος δε θα μπορούσε να αφήσει ασχολίαστη. Στην συνέντευξη Τύπου μετά τον αγώνα, ο Άγγλος τεχνικός εμφανώς εξοργισμένος θα δηλώσει: «Αυτό δεν ήταν το χέρι του Θεού. Αυτό ήταν το χέρι ενός κατεργάρη. Ο Θεός δεν έχει καμία σχέση με αυτό. Σήμερα ο Μαραντόνα έχασε για πάντα την εκτίμηση μου».
Στην επόμενη μεγάλη διοργάνωση, το EURO 1988, η Αγγλία αποκλείστηκε από τους ομίλους, αλλά ο Ρόμπσον και πάλι παρέμεινε στον πάγκο και το «ξεπλήρωσε» στο Μουντιάλ της Ιταλίας, δύο χρόνια αργότερα. Εκεί κατόρθωσε να φτάσει την χώρα του ως τα ημιτελικά, όπου αποκλείστηκε από τον «κακό δαίμονα», την Δυτική Γερμανία, στα πέναλτι. Βέβαια, κι αυτό από μόνο του καθιστά μεγάλη επιτυχία για τον Ρόμπσον, καθώς έγινε μόλις ο δεύτερος προπονητής στην ιστορία, μετά τον Αλφ Ράμσεϊ, που οδήγησε την Αγγλία σε ημιτελικά Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Παρόλα αυτά, ο 57χρονος πια τεχνικός, είχε αποφασίσει να αποχωρήσει από τον πάγκο των «Τριών Λιονταριών» πριν την έναρξη του Μουντιάλ, κάτι για το οποίο χαρακτηρίστηκε προδότης. Μάλιστα, είχε αποφασίσει τον επόμενο σταθμό της καριέρας του κι αυτός ήταν η ολλανδική PSV. Εκεί διαδέχθηκε τον Γκους Χίντινγκ και όπως ο ίδιο ο Ρόμπσον δήλωσε αργότερα, έπαθε «σοκ» από το καθεστώς που επικρατούσε στα αποδυτήρια. «Στην Αγγλία, όλοι οι επαγγελματίες δέχονται τις αποφάσεις του προπονητή. Εδώ, μετά από κάθε αγώνα, όλοι οι παίκτες που γίνονται αλλαγή με επισκέπτονται την άλλη μέρα για να συζητήσουμε τους λόγους της αντικατάστασης τους».
Με την Αϊντχόφεν κατέκτησε δύο διαδοχικά πρωταθλήματα Ολλανδίας, όμως το καλοκαίρι του 1992 αποχώρησε, καθώς η διοίκηση δεν ήταν και πολύ ευχαριστημένη με τα κατορθώματά του. Έτσι, αναγκάστηκε να αναζητήσει «νέα στέγη», μέσω της οποία όμως, ο Μπόμπι Ρόμπσον «γέννησε» έναν προπονητή που χρόνια αργότερα άφησε κι αυτός τη δική του εποχή.
Η Πορτογαλία και η γνωριμία με τον Ζοσέ Μουρίνιο
Η «νέα στέγη» λοιπόν ήταν η Σπόρτινγκ Λισαβόνας. Ο Ρόμπσον έφτασε στην Πορτογαλία, δίχως να γνωρίζει τη γλώσσα και για αυτό είχε ζητήσει από τον σύλλογο να του παρέχει έναν μεταφραστή, ο οποίος όμως να γνωρίζει από ποδόσφαιρο. Στο αεροδρόμιο, τον περίμενε ένας νεαρός ονόματι Ζοσέ Μουρίνιο. «Γειά σου Μίστερ. Είμαι ο μεταφραστής που επέλεξε για εσένα ο σύλλογος. Ελπίζω να ανταπεξέλθω στα όσα ζητάτε Μίστερ!». Ο Μουρίνιο πάντα τον αποκαλούσε Μίστερ, ωστόσο οι δύο τους συνδέθηκαν αμέσως και εκτός από συνεργάτες, ανέπτυξαν μια βαθιά σχέση φιλίας.
Το πέρασμα του Ρόμπσον από τα «λιοντάρια» αποδείχθηκε σύντομο, αφού ένας αποκλεισμός από το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ το 1993 έφερε την απόλυσή του. Παρόλα αυτά, δεν άργησε να βρει την επόμενη ομάδα του και μάλιστα δε χρειάστηκε να ψάξει μακριά. Η Πόρτο που είχε εντυπωσιαστεί από τη δουλειά του, «έτρεξε» να τον κλείσει. Κι όπως λένε η ρήση, «τα σκουπίδια ενός, μπορεί να είναι θησαυρός για κάποιον άλλον»...
Με τους «δράκους» ο Ρόμπσον μεγαλούργησε. Ένα Κύπελλο Πορτογαλίας το 1994 και δύο συνεχόμενα πρωταθλήματα (1995,1996), ήταν ο απολογισμός του στην Πόρτο, η οποία είχε πάρει το παρατσούκλι «Bobby Five-O», λόγω των πολλών νικών με 5-0 που είχε σημειώσει η ομάδα. Τα κατορθώματά του δεν άργησαν για ακόμα μια φορά να εντυπωσιάσουν την Ευρώπη. Το καλοκαίρι του 1996 δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από Καταλονία. Ο αντιπρόεδρος της Μπαρτσελόνα, Ζοάν Γκασπάρ, επικοινώνησε με τον Ρόμπσον για να τον συμβουλευτεί σχετικά με την μεταγραφή του Λουίς Φίγκο. Αντ’ αυτού, ο Γκασπάρ πρότεινε στον Άγγλο να γίνει ο επόμενος προπονητής των «μπλαουγκράνα».
Το κεφάλαιο «Μπαρτσελόνα» και ο Ρονάλντο
Όπως έγραψε ο ίδιος ο Ρόμπσον στην αυτοβιογραφία του, στο παρελθόν είχε απορρίψει ήδη δύο φορές την Μπαρτσελόνα. Μια για την πίστη του στην Ίπσουιτς και μια για την πίστη στην Εθνική Αγγλίας. Δε θα μπορούσε τρίτη... Έτσι, έκανε αποδεκτή την πρόταση της Μπαρτσελόνα, υπό τον όρο να πάει μαζί του στον σύλλογο ο Μουρίνιο. Μάλιστα, ήταν διατεθειμένος να πληρώνει το μισθό του Πορτογάλου από την... τσέπη του αν δε μπορούσε ο σύλλογος. Βέβαια, μια τέτοια κίνηση έκρυβε τις δικές της παγίδες, αφού ο Άγγλος τεχνικός ερχόταν για να αντικαταστήσει τον Γιόχαν Κρόιφ!
Η πρώτη μεγάλη κίνηση του Ρόμπσον στην Καταλονία ήταν μεταγραφική. Η «Μπάρτσα» χρειαζόταν επιθετικό και ο Άγγλος απαίτησε(!) να κλείσουν έναν 19χρονο Βραζιλιάνο της Αϊντχόφεν. Το όνομά του, Ρονάλντο! Ο πρόεδρος των «μπλαουγκράνα», Νούνιεζ, έσπασε τα ταμεία ξοδεύοντας 20 εκατομμύρια ευρώ, για να τον φέρει στην Βαρκελώνη. Το «φαινόμενο» φυσικά δεν άργησε να τα... ξεπληρώσει, αφού ήταν καθοριστικός στις κατακτήσεις τριών τίτλων την σεζόν 96/97 (Σούπερ Καπ, Κύπελλο Ισπανίας και Κύπελλο ΟΥΕΦΑ), βγάζοντας «ασπροπρόσωπο» τον Ρόμπσον.
Βέβαια, η Μπαρτσελόνα μπορεί να κέρδιζε, αλλά ο κόσμος της ομάδας δεν ήταν ευχαριστημένος. Το ποδόσφαιρο που έπαιζε ο Ρόμπσον θεωρούνταν οπισθοδρομικό και οι φίλαθλοι επιζητούσαν την επιστροφή του Κρόιφ. Ο Μπόμπι είχε την ευκαιρία να σωθεί από αυτή την τρόπον τινά αδικία. Η Νιούκαστλ προσέγγισε (παράνομα) τον Άγγλο, ώστε να αναλάβει τον σύλλογο. Εκείνος ενώ αρχικά απάντησε καταφατικά, άλλαξε γνώμη και προτίμησε να συνεχίσει το έργο του στην Βαρκελώνη, αφού είχε συμβόλαιο ως το 1998.
Σίγουρα θα είχε πράξει διαφορετικά, αν ήξερε πως οι ιθύνοντες της Μπαρτσελόνα είχαν ήδη συμφωνήσει με τον Λουίς φαν Χάαλ για να διαδεχθεί τον Ρόμπσον, χωρίς εκείνος να γνωρίζει τίποτα. Κάπως έτσι, το καλοκαίρι του 1997, το κεφάλαιο «Μπαρτσελόνα» έκλεισε για τον Άγγλο.
Η επιστροφή στην Αγγλία και η Νιούκαστλ
Μετά από ένα μικρό διάλειμμα από τους πάγκους, επέστρεψε ένα χρόνο αργότερα στην PSV. Σύντομα αποχώρησε εκ νέου από την Ολλανδία, για να πάρει το δρόμο του γυρισμού στην πατρίδα του.
Το 1999 η Αγγλική Ομοσπονδία του προσέφερε θέση τεχνικού συμβούλου, όμως η παραίτηση του Ρουντ Γκούλιτ από τη Νιούκαστλ, έφερε τον «γάμο» με τον σύλλογο της καρδιάς του. Όταν ο Ρόμπσον ανέλαβε τις «καρακάξες» ήταν στην τελευταία θέση της Premier League, αλλά με ένα σερί 14 νικών σε 32 ματς κατόρθωσε, όχι μόνο να την κρατήσει στην κατηγορία, αλλά να τερματίσει 11η!
Το μεγάλο «μπαμ» ωστόσο έγινε τη σεζόν 2001/02. Ο Μπόμπι Ρόμπσον οδήγησε τη Νιούκαστλ ως την τέταρτη θέση και το Champions League! Λίγο αργότερα μάλιστα, ο Άγγλος θα λάβει την ύψιστη τιμή του Σερ από το Στέμμα της Αγγλίας.
Την επόμενη σεζόν η Νιούκαστλ τερμάτισε ακόμα πιο ψηλά, στην 3η θέση αυτή τη φορά! Όχι όμως και την σεζόν 2003/04, όπου οι «καρακάξες» έχασαν την ευρωπαϊκή έξοδο για πέντε βαθμούς, φτάνοντας ωστόσο ως τα ημιτελικά του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ. Παρόλα αυτά, το κακό ξεκίνημα την επόμενη χρονιά στην Premier League έφερε την απομάκρυνσή του από τον πάγκο της ομάδας. Κατά αυτόν τον τρόπο μπήκε ένα «άδοξο» τέλος στην σπουδαία προπονητική καριέρα του.
Φυσικά, ο κόσμος της Νιούκαστλ τον λάτρεψε. Αποτελεί μέχρι και σήμερα τον προπονητή που βρίσκεται στην κορυφή των προτιμήσεων από όλους τους προπονητές που έχουν περάσει από το Σεντ Τζέιμς Παρκ.
Η τελευταία εμφάνιση
Στις 26 Ιουλίου 2009, ταλαιπωρημένος από καρκίνο του πνεύμονα, ο Σερ Μπόμπι Ρόμπσον, έκανε την τελευταία του δημόσια εμφάνιση. Στο κατάμεστο Σεντ Τζέιμς Παρκ, η Εθνική Αγγλίας παρατάχθηκε για να αντιμετωπίσει σε φιλανθρωπικό αγώνα την Γερμανία, με τον κόσμο του Νιούκαστλ να καταχειροκροτεί τον ήρωα του! Πέντε ημέρες αργότερα, άφησε την τελευταία του πνοή...
Αν κάτι ωστόσο αξίζει να κρατήσει κανείς από την προσωπικότητα του Μπόμπι Ρόμπσον είναι τα λόγια του μετά το τέλος της σεζόν 2003/04 στην Premier League, για την σημασία των φιλάθλων σε έναν σύλλογο:
«Τι είναι ένας σύλλογος, σε κάθε περίπτωση; Ούτε τα κτίρια, ούτε οι διευθυντές και οι διοικήσεις, ούτε οι άνθρωποι που πληρώνονται για να την εκπροσωπούν. Δεν είναι τα τηλεοπτικά συμβόλαια, υπηρεσίες διαφήμισης και μάρκετινγκ, σουίτες και VIP εισιτήρια. Είναι η φασαρία, ο θόρυβος, το πάθος, η αίσθηση του «ανήκειν», η περηφάνια μιας πόλης! Είναι ένα αγόρι που μπαίνει στο γήπεδο για πρώτη φορά, κρατώντας το χέρι του πατέρα του, να βλέπει από ψηλά το χορτάρι του γηπέδου και, μην μπορώντας να κάνει τίποτα για να το αποφύγει, απλά να το ερωτεύεται»
Βασίλης Βασιλείου