Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα παίρνοντας τη μητέρα μου τηλέφωνο να της… ανακοινώσω ότι σκοπεύω να της πάρω συνέντευξη ήταν: «Καλά θα πάει αυτό…». Ο λόγος; Ότι ούσα παντελώς εκτός κλίματος σε σχέση με τα αθλητικά δρώμενα, στην άκρως επιφυλακτική ερώτηση μου για το αν θυμάται κάτι από το «ονειρεμένο» Ευρωμπάσκετ του 1987 μου απάντησε με μεγάλη φυσικότητα «Ναι φυσικά θυμάμαι τα πάντα! Ειδικά το τρίποντο του Καμπούρη δεν θα το ξεχάσω ποτέ!»
«Βολές ήταν» της είπα αναστενάζοντας από απόγνωση και έκλεισα το τηλέφωνο. Όμως τελικά, πράγματι «πήγε καλά» αφού… μάνα είναι μόνο μία. Γιατί στο κάτω κάτω ποιοι είμαστε εμείς να βάλουμε λογική στο συναίσθημα, να προσπαθήσουμε να μιλήσουμε για κάτι που δεν έχουμε ζήσει καν. Αυτοί που το έζησαν... ξέρουν και ο «θρύλος» θα ζει για πάντα μέσα τους, ακόμα και με λάθη, ακόμα και αν τίποτα δεν θυμούνται σωστά, δεν μπορούμε να τους στερήσουμε αυτές τις στιγμές… Και τι σημασία έχει τελικά ο τρόπος, αν το αποτέλεσμα είναι να μην μπορείς να συγκρατήσεις τα δάκρυά σου και αυτή η στιγμή να σου έχει μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη σαν να ‘ταν χτες, ακόμη και 35 χρόνια μετά…
Ο Έκτορας Σταυρόπουλος... ανέκρινε τη μητέρα του Ασπασία:
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ το… τρίποντο του Καμπούρη»
«Αυτό που μου έχει μείνει περισσότερο είναι η συγκίνηση του κόσμου και η λαχτάρα για να ζήσει κάτι τέτοιο τόσο μεγάλο. Το έβλεπες παντού και το ένιωθες ότι όλη η Ελλάδα βιώνει τα ίδια συναισθήματα. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Πιστεύω ότι πάνω από το 80% των Ελλήνων είχε κάτσει να δει τον τελικό μπροστά στην τηλεόραση, ακόμα και άνθρωποι που ποτέ δεν είχαν ασχοληθεί με το μπάσκετ».
«Η Ρωσία (σ.σ. Σοβιετική Ένωση) ήταν σπουδαίο όνομα και όλοι έλεγαν ότι θα είναι σίγουρη νικήτρια, αλλά κερδίσαμε με έναν τρόπο που δεν μπορώ να τον περιγράψω. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνεις, αλλά θα έλεγα με τρόπο... ελληνικό. Αυτό που θυμάμαι έντονα είναι ο προπονητής της Εθνικής, πως τον λέγανε, νομίζω Πολίτη, ο οποίος είχε κάνει εξαιρετική δουλειά και πραγματικά όλη η Ελλάδα τον αγαπούσε. Δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί, αλλά φαινόταν και καλός άνθρωπος και μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση».
- Θυμάσαι που είδατε τον τελικό και τι κάνατε μετά; «Στην Αθήνα πρέπει να ήμασταν με τον πατέρα σου και μετά βγήκαμε έξω, στην Ομόνοια. Θυμάμαι ότι όλος ο κόσμος ήταν στους δρόμους, δεν μπορούσαν να πιστέψουν τι έχει συμβεί και πως κερδίσαμε την υπερομάδα! Μου έχει μείνει η συνεργασία του Γκάλη με τον Γιαννάκη, ήταν κάτι εντυπωσιακό, το χάζευες πραγματικά, ακόμα και εγώ που δεν ξέρω από μπάσκετ είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό. Είχαμε και έναν άλλο λίγο πιο… χοντρούλη που μου είχε κάνει εντύπωση αλλά δεν θυμάμαι το όνομά του (σ.σ. μπέμπης ήταν και παραμένει μάνα...)»«Αυτό βέβαια που μου έχει μείνει και δεν θα το ξεχάσω ποτέ, ήταν το τρίποντο του Καμπούρη στο τέλος (σ.σ. παρά την διόρθωσή μου την πρώτη φορά στο τηλέφωνο, επιμένει!). Θυμάμαι ότι ήταν οριακό το ματς, έληξε 101-103 νομίζω και με το που μπαίνει το καλάθι με πιάσανε κάτι κλάματα, τι να σου λέω. Απίστευτες στιγμές και πιστεύω ότι από εκείνη την ομάδα άρχισε ο κόσμος να πηγαίνει τα παιδιά του στο μπάσκετ και γενικά να τα γράφει σε ομάδες για αθλητισμό. Μέχρι τότε οι περισσότεροι πίστευαν ότι είναι πεταμένα λεφτά».
Η Βασιλική Καραμούζα έβαλε… εύκολα στον πατέρα της Τριαντάφυλλο Καραμούζα που είδε το ματς από… υψόμετρο:
«Ο παππούς και η γιαγιά σου είχαν φτιάξει μια μπασκέτα και κατέβαιναν για σουτάκια στην Καλογρέζα!»
«Είχα δει όλα τα παιχνίδια στο μπαρ του ξενοδοχείου στο καζίνο της Πάρνηθας, εκεί δούλευα τότε ως μπάρμαν. Έπιανα βάρδια στις 18:00 και σχόλαγα στις δύο. Συνήθως είχε 15-20 άτομα στο μπαρ που έβλεπαν τα ματς, μιας και εκεί υπήρχε τηλεόραση. Τη μέρα του τελικού όμως το μπαρ ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Θυμάμαι είχαν πάρει και τις καρέκλες από το εστιατόριο. Σκέψου το καζίνο είχε αδειάσει. Όλοι οι πελάτες είχαν έρθει στο μπαρ, ακόμα και οι γκρουπιέρηδες».
«Ήταν ένα βράδυ που έμεινε στην ιστορία. Όλοι περιμέναμε ότι η Ελλάδα θα πάρει το χρυσό, αφού είχε φτάσει στον τελικό. Έτσι και έγινε τελικά. Μόλις έληξε το ματς και άρχισε να δείχνει στην τηλεόραση τους πανηγυρισμούς το μπαρ άδειασε. Έφυγαν όλοι να κατέβουν στην Ομόνοια. Μπήκα κι εγώ στο αμάξι με τρεις συναδέλφους μου, τον Μανώλη, τον Δημήτρη και τον Πάρη, οι δύο ήταν σερβιτόροι και ο ένας μάγειρας».
«Τρεις ώρες κάναμε να φτάσουμε και φύγαμε από εκεί στις 7 το πρωί. Γινόταν χαμός, ήταν σαν προεκλογική συγκέντρωση. Σε όλους τους δρόμους της Αθήνας γινόταν το αδιαχώρητο. Τα σπίτια ήταν φωταγωγημένα. Είχε γυναίκες, άντρες, γέρους, παιδιά. Όλοι με μια σημαία στο χέρι και έτρεχαν στους δρόμους, λες και είχαμε ελευθερωθεί από κάποιο πόλεμο».
«Ήταν πρωτόγνωρο όλο αυτό για τα δεδομένα του ελληνικού αθλητισμού. Κάτι παρόμοιο είχε γίνει μόνο όταν είχε κερδίσει ο Παναθηναϊκός τον Ερυθρό Αστέρα το 1971 και είχε προκριθεί στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών».
«Όσα έγιναν όμως μετά το Ευρωμπάσκετ ήταν κάτι απίστευτο. Θυμάμαι ο παππούς ο Δημοσθένης, που ήταν 60 χρονών τότε και η γιαγιά σου η Λαμπρινή είχαν πάρει μία πορτοκαλί μπάλα και είχαν φτιάξει μια μπασκέτα δίπλα στο πλυντήριο στην Καλογρέζα που μέναμε και κατέβαιναν και έριχναν σουτάκια».
Ο Δημήτρης Φεραδούρος έβαλε τεστ γνώσεων στη μαθήτρια λυκείου τότε μητέρα του Μαρία:
«Ο Γκάλης με έμαθε τι είναι το ριμπάουντ!»
«Εγώ εκείνη την εποχή τελείωνα το λύκειο. Το μοναδικό θέμα στο σχολείο ήταν για το Ευρωμπάσκετ και όσο πηγαίναμε καλύτερα τόσο μεγάλωνε και το ενδιαφέρον. Όλος ο κόσμος ήταν σε αυτή την κατάσταση. Όταν είχε αγώνα τα πάντα "ερήμωναν". Στον τελικό ήμασταν με την ψυχή στο στόμα. Οι βολές του Καμπούρη είναι χαραγμένες στη μνήμη μου. Δεν το πιστεύαμε όλο αυτό που γινόταν, σαν ταινία ένα πράγμα».
«Μετά την κατάκτηση, όλοι ήταν στους δρόμους. Όλοι με μια σημαία αγκαλιά και πανηγύριζαν. Εμένα δεν με άφηνε ο μπαμπάς μου να πάω (σ.σ. γέλια). Όλοι μου οι φίλοι όμως ήταν εκεί, με ότι μέσο διέθεταν κατέβηκαν στην Ομόνοια».
«Η αλήθεια είναι πως μέχρι τότε δεν είχαμε… ιδέα από μπάσκετ. Ούτε οι γονείς μας δηλαδή. Όλο αυτό που είχε ξεκινήσει με τον Γκάλη, μας έδωσε το ενδιαφέρον να μάθουμε "τι είναι μπάσκετ;". Μέχρι τότε το ενδιαφέρον ήταν πολύ μικρό, όλοι έβλεπαν ποδόσφαιρο. Ο Γκάλης με έκανε να μάθω τι είναι το ριμπάουντ. Είχαμε κάτσει και τα μαθαίναμε όλα από την αρχή και είχε τρομερό ενδιαφέρον. Όλα τα αγόρια στο σχολείο είχαν ξεκινήσει να παίζουν μπάσκετ σε ομάδες. Η Εθνική φαινόταν πολύ ενωμένη και αγαπήθηκε πολύ από τον κόσμο».
Ο Αντώνης Νιανιάς ξύπνησε μνήμες στον Λαρισαίο πατέρα του Γιώργο:
«Όλα τα μέρη ήταν σαν μια κερκίδα, πηδούσαμε στα σιντριβάνια, δεν μπορείς να φανταστείς…»
«Από την προηγούμενη κιόλας μέρα κάθε αγώνα κανονίζαμε όλοι για το που θα βρεθούμε. Γεμίζαμε όλες τις πλατείες που είχαν τηλεοράσεις, αλλά και στα σπίτια τις βγάζαμε στις βεράντες και μαζευόμασταν παρέα. Είχαμε και δικό μας παίκτη, τον Σταυρόπουλο από την Λάρισα, τον εκπρόσωπο όλης της πόλης. H ήρεμη δύναμη και κατά την άποψη μου ένας εκ των βασικών συντελεστών της επιτυχίας ήταν ο Ανδρίτσος. Σήμερα λίγοι θα τον θυμούνται… Η συμμετοχή του ήταν καθοριστική».
«Σίγουρα θαυμάζαμε όλη την ομάδα, αλλά ήταν κάποιοι παίκτες, όπως και ο Καμπούρης οι οποίοι ήταν ξεχωριστοί. Ναι υπήρχε ο Γκάλης, ο Γιαννάκης και ο Φασούλας, αλλά δεν έπαιζαν μόνοι τους σε όλο τον αγώνα. Κανένας δεν το πίστευε στην αρχή ότι θα φτάναμε στην 1η θέση. Μέρα με τη μέρα όμως αυτό άλλαζε. Μαζευόμασταν όλοι, μαζί και οι μεγαλύτεροι. Ηλικίες που δεν είχαν δει ποτέ στην ζωή τους μπάσκετ. Αγώνα με τον αγώνα γινόταν πολύ ισχυρή η πεποίθηση ότι θα το πάρουμε».
- Τελειώνει η παράταση, η Ελλάδα στην κορυφή. Τι ακολούθησε στην Λάρισα; «Μαζευτήκαμε όλοι στις πλατείες. Είχαμε όλοι σημαίες, αυτοκίνητα και κάτι κόρνες με ενσωματωμένα σπρέι. Πηδούσαμε στα σιντριβάνια, έβλεπες παντού αλκοόλ, κυρίως μπύρες και χαμόγελα. Ουρές στα περίπτερα. Όλα τα μέρη ήταν σαν μία κερκίδα, η κεντρική πλατεία, η πλατεία της Νεράιδας και η Νεάπολη που ήταν όλα τα μπαρ. Δεν πήγε κανείς όμως σε μαγαζί, ήμασταν όλοι έξω! Μιλάμε χιλιάδες κόσμο, πανηγύρι, δε μπορείς να φανταστείς»!
BN Sports Μπάσκετ Team (Βασιλική Καραμούζα, Δημήτρης Φεραδούρος, Έκτορας Σταυρόπουλος, Αντώνης Νιανιάς)
www.bnsports.gr