Η σεζόν 1978/79 έχει μείνει χαραγμένη με χρυσά γράμματα στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ. Ο Ολυμπιακός επέστρεψε στο Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης, με προπονητή τον Κώστα Μουρούζη και ρόστερ που απαρτιζόταν από την τετράδα των ομογενών Καστρινάκη, Γιατζόγλου, Μελίνι και Διάκουλα αλλά και τους Μπαρλά, Σισμανίδη, Ράμμο, Ραφτόπουλο, Γκαρώνη τον νεαρό ακόμα Κοκορόγιαννη και μοναδικό ξένο τον ψιλόλιγνο Τζένκινς, έγινε η δεύτερη (μετά την ΑΕΚ το 1966 όταν είχε φτάσει στο Final-4) ελληνική ομάδα που έφτασε στους 6 καλύτερους της διοργάνωσης.
Μία από τις πεντάδες του Ολυμπιακού της σεζόν 1978-79 με τους (από αριστερά) Διάκουλα, Καστρινάκη, Μπαρλά, Γιατζόγλου, Σισμανίδη.
«Με τα μέσα που είχαμε, ήταν μια πολύ μεγάλη επιτυχία, καθώς ήμασταν ερασιτέχνες. Είχαμε μόνο έναν ξένο τον Τζένκινς, που ήταν πολύ καλός παίχτης αλλά ούτε αυτός πληρωνόταν με σπουδαίο μισθό. Έπαιρνε περίπου χίλια δολάρια τότε το παιχνίδι» θυμήθηκε για λογαριασμό του BN Sports ο Κίμωνας Κοκορόγιαννης.
«Ζούσαμε μεν από αυτό αλλά δεν υπάρχει σχέση με τα σημερινά δεδομένα. Όταν ο μισθός τότε ήταν 5 χιλιάδες δραχμές, εμείς παίρναμε πενήντα αναλογικά, ήταν καλά, αλλά περιουσίες δεν κάναμε. Αν συνυπολογίσουμε τα δεδομένα της εποχής, η τότε ομάδα του Ολυμπιακού ήταν κατά τη γνώμη μου, η καλύτερη ελληνική ομάδα όλων των εποχών. Ναι, ήταν η καλύτερη ομάδα που έχει υπάρξει, άλλωστε αυτό φάνηκε και από τις συνεχόμενες κατακτήσεις τροπαίων εκείνα τα χρόνια στην Ελλάδα…»
Η ομάδα του Ολυμπιακού τη σεζόν 1978-79. Από αριστερά. Όρθιοι: Διάκουλας, Καστρινάκης, Σισμανίδης, Κοκορόγιαννης, Τζένκινς, Γιατζόγλου, Μουρούζης (προπονητής). Καθιστοί: Μελίνι, Γκαρώνης, Μπαρλάς, Ραφτόπουλος.
Το ταξίδι ξεκίνησε από τον προκριματικό όμιλο, με αντιπάλους τη συριακή (σ.σ. τότε η FIBA επέτρεπε ακόμη και σε ασιατικές και αφρικανικές χώρες όπως Αίγυπτος, Συρία, Λίβανος, Τυνησία κ.α. να παίζουν στα Κύπελλα Ευρώπης) Αλ Γιάλα, την πολωνική Γκντανσκ και τη γαλλική Λε Μαν η οποία θεωρούνταν η πιο ισχυρή εκ των τριών και αυτή με την οποία ο Ολυμπιακός θα διεκδικούσε την πρώτη θέση του ομίλου και την πρόκριση. Με βάση το τότε σύστημα διεξαγωγής, οι ομάδες χωρίζονταν σε 6 ομίλους και μόνο ο 1ος σε κάθε έναν από αυτούς κέρδιζε μια θέση στη «χρυσή» 6αδα του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Τελικά η μοίρα τα έφερε έτσι που ο Ολυμπιακός έπαιξε τη θέση αυτή, απέναντι στην Γκντανσκ, τελευταία αγωνιστική στο «Παπαστράτειο»…
Οι ερυθρόλευκοι νίκησαν εύκολα και στα δύο ματς τους Σύρους της Αλ Γιάλα, έχασαν στη Γαλλία με 62-79, αλλά απάντησαν στη Λε Μαν, με το 76-56 του Πειραιά. Όμως η ήττα στην Πολωνία με 91-85 ήταν που… πλήγωνε τον Ολυμπιακό, ο οποίος την τελευταία αγωνιστική ήθελε νίκη με διαφορά μεγαλύτερη από 18 πόντους για να προκριθεί για πρώτη φορά στην ιστορία του στις 6 καλύτερες ομάδες της Ευρώπης. Και το πέτυχε, με το τελικό 102-79 να γράφει ιστορία, ισοβαθμώντας με Γάλλους και Πολωνούς στο 4-2 και παίρνοντας αυτός το χρυσό εισιτήριο!
«Δεν θα το ξεχάσω αυτό το ματς, οι Πολωνοί είχαν ένα παίκτη, τον Γιούργκεβιτς, που ήταν καταπληκτικός και μας είχε δυσκολέψει πολύ στο Γκντανσκ, το οποίο παρεμπιπτόντως είναι μια φανταστική αρχαία πόλη» θυμάται ο Κοκορόγιαννης και προσθέτει: «Στο Παπαστρατειο την τελευταία αγωνιστική είχε φανταστική ατμόσφαιρα χώραγε 2 χιλιάδες κόσμο αλλά ήταν άλλες εποχές, πιο ρομαντικές, χωρίς επεισόδια και τραμπουκισμούς, όλοι στο γήπεδο ήταν γνήσιοι Ολυμπιακοί και μπασκετικοί και συνειδητοποιημένοι. Εκείνο το ματς ήταν που μας έβαλε στους 6 της Ευρώπης και ηταν μια λύτρωση για μας! Ήταν ένα μεγάλο κατόρθωμα, αν εξαιρέσεις το Κύπελλο Κυπελλούχων της ΑΕΚ, δεν είχε ξανασυμβεί κάτι αντίστοιχο και το κουβαλάγαμε σαν επιτυχία αρκετό καιρό πάνω μας».
«Η νίκη του Δαυίδ ενάντια στον Γολιάθ!»
Στην τελική φάση των 6, ο Ολυμπιακός ξεκίνησε εντυπωσιακά, με μια τεράστιας δυσκολίας και ταυτόχρονα ιστορική εντός έδρας νίκη επί της Μακάμπι Τελ Αβίβ, με 79-77, όμως δεν κατάφερε να έχει ανάλογη συνέχεια, χάνοντας όλα τα υπόλοιπα παιχνίδια του απέναντι στα «μεγαθήρια» Ρεάλ Μαδρίτης, Έμερσον Βαρέζε, Χοβεντούδ Μπανταλόνα και την μετέπειτα πρωταθλήτρια Ευρώπης, Μπόσνα Σαράγεβο (στην οποία εκ των ηγετών ήταν ο μετά από δέκα χρόνια παίκτης του Πανιώνιου, Πρέντραγκ Μπένατσεκ), παλεύοντας όμως μέχρις εσχάτων τα περισσότερα παιχνίδια στον Πειραιά.
«Ήταν πραγματικά κατόρθωμα ότι καταφέραμε να σταθούμε αξιοπρεπώς με μικρό μπάτζετ και με μόλις έναν ξένο όταν η Μακάμπι για παράδειγμα είχε 4-5 ξένους. Οι Αφροαμερικάνοι πηγαίναν και έπαιρναν Ισραηλινά διαβατήρια και έπαιζαν στην Μακάμπι, οπότε για μας τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα» λέει ο Κοκορόγιαννης. «Η νίκη απέναντί τους είχε φέρει μια μεγάλη ανάταση και υπερηφάνεια σε όλο τον κόσμο. Για κάποιον που μπορεί να μην το καταλαβαίνει σήμερα, ήταν μια νίκη του Δαυίδ απέναντι στον Γολιάθ, ήμασταν μια καλή και προπονημένη ομάδα, αλλά με βάση τις συνθήκες και τις ευκαιρίες που είχαμε σε σχέση με εκείνους, ήταν ένα κατόρθωμα! Και καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό, είναι ότι σήμερα 43 χρόνια μετά φτιάχνεται ένα τέτοιο αφιέρωμα…»
Φάση από τον ιστορικό αγώνα με τη Μακάμπι Τελ Αβιβ στο Παπαστράτειο με τον Διάκουλα να έχει τη μπάλα και τον Καστρινάκη να παρακολουθεί.
Στο ματς με τη Μακάμπι μάλιστα είχε δημιουργηθεί μεγάλη ένταση, με τον Όλσι Πέρι των φιλοξενούμενων να γίνεται έξαλλος και να χρειάζεται η παρέμβαση της αστυνομίας (!) για να ηρεμήσουν τα πνεύματα: «Είχε γίνει μεγάλη φασαρία, ήταν ψηλός γύρω στο 2.10 και ήταν πολύ προκλητικός, θυμάμαι έβριζε, έριχνε αγκωνιές και υπήρξε διακοπή στο ματς για αρκετή ώρα. Εγώ ήμουν αδυνατούλης και πιτσιρικάς ακόμα τότε, δεν έμπλεκα σε φασαρίες (γέλια)».
Στα υπόλοιπα παιχνίδια της τελικής φάσης, ο Ολυμπιακός δεν κατάφερε να πάρει άλλη νίκη, μην μπορώντας να παίξει στο ίδιο επίπεδο μακριά από την Ελλάδα, πάρα την… ανέλπιστη συμπαράσταση που βρήκε σε ορισμένες περιπτώσεις: «Στη Βαρκελώνη και κυρίως στο Βαρέζε, υπήρχαν πολλοί Έλληνες φοιτητές και ήταν μεγάλη έκπληξη να ακούς συνθήματα στη γλώσσα σου σε εκτός έδρας ματς, ειδικά εκείνη την εποχή. Το θυμάμαι σαν τώρα, στην Ιταλία είχανε μαζευτεί πάνω από 150-200 άτομα και φώναζαν από την κερκίδα: Παίζουμε στην έδρα μας, Ολυμπιακός! Ολυμπιακάρα, παίζουμε στην έδρα μας! Πολύ όμορφες στιγμές που δεν θα τις ξεχάσω ποτέ…»
Ο αρχιτέκτοντας εκείνης της επιτυχίας, αείμνηστος Κώστας Μουρούζης δίνει οδηγίες σε αγώνα που έγινε στο Παναθηναϊκό Στάδιο, στους Σισμανίδη (12), Καστρινάκη (13) και Μπαρλά (10).
Τα παιχνίδια στο Φάληρο όμως οι ερυθρόλευκοι τα πάλεψαν μέχρι το τέλος, απέναντι σε υπερομάδες, χάνοντας στο… νήμα ειδικά από τις Βαρέζε (68-72), Ρεάλ Μαδρίτης (97-101) και Μπανταλόνα (77-91) σε ένα ματς μάλιστα όπου ο Γκαρώνης σε ένα μαρκάρισμα έσπασε το χέρι του Γιουγκοσλάβου, «Μόκα» Σλάβνιτς ο οποίος αποχώρησε από τον αγώνα πάνω σε φορείο μέσα σε αποθέωση από τον κόσμο!
«Η Βαρέζε ήταν η κορυφαία ομάδα της Ευρώπης εκείνη την εποχή, με φανταστικούς παίκτες. Αν εμείς είχαμε 1 εκατομμύριο μπάτζετ, αυτοί είχαν 10 εκατομμύρια!» λέει ο Κοκορόγιαννης και καταλήγει αναφερόμενος στη δική του μικρή παρουσία την οποία όμως δεν θα ξεχάσει ποτέ...
«Είχα πάρει χρόνο συμμετοχής σε όλα τα παιχνίδια, αλλά ήμουν ακόμα μικρός και ο κόουτς Μουρούζης φοβόταν να με βάλει πολύ. Αν και στην Ελλάδα έπαιζα πολύ και με πολύ καλά νούμερα, στην Ευρώπη ο κόουτς εμπιστευόταν τους μεγαλύτερους. Βέβαια και μόνο η παρουσία μου στη δεκάδα (σ.σ.τότε δεν δηλώνονταν 12αδες στους αγώνες) μιας τέτοιας ομάδας, της καλύτερης στην Ελλάδα και μιας από τις καλύτερες στην Ευρώπη, ήταν πολύ μεγάλο επίτευγμα, μιας και ο Μουρούζης στα ευρωπαϊκά ματς, ήταν ικανός να βγάλει και τα 40 λεπτά με την ίδια 5αδα».
Έκτορας Σταυρόπουλος
www.bnsports.gr