Η πολυτάραχη ζωή και ο εθισμός του στο αλκοόλ οδήγησαν τον σπουδαίο Βραζιλιάνο ποδοσφαιριστή Γκαρίντσα στο θάνατο, σαν σήμερα (20/1), το 1983 σε ηλικία μόλις 49 ετών.
Ο Γκαρίντσα δεν ήταν από τις πιο συνηθισμένες περιπτώσεις ποδοσφαιριστή αφού ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο μάλλον τυχαία λόγω των προβλημάτων υγείας του και των σωματικών του δυσχεριών. Το αριστερό του πόδι ήταν 6 εκατοστά κοντύτερο και από την παραμόρφωση σπονδυλικής στήλης, οι γιατροί του έβαζαν απαγορευτικό στην επαγγελματική του ενασχόληση με το ποδόσφαιρο. Παρά το συγκεκριμένο γεγονός, ξεπέρασε τα προβλήματα του και έμεινε στην ιστορία ως ένας μεγάλος και χαρισματικός σκόρερ, όπως και ένας εκ των καλύτερων ντριμπλέρ. Το ψευδώνυμο το οποίο του... φόερσαν ήταν «η χαρά του λαού». Ο Γκαρίντσα ήταν ίσως ο καλύτερος Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής μετά τον Πελέ, καθώς αυτοί οι δύο μεταμόρφωσαν τη «σελεσάο» σε ομάδα παγκόσμιας κλάσης. Μάλιστα η εφημερίδα «Equipe» τον χαρακτήρισε ως τον «Κορυφαίο δεξιό εξτρέμ που γνώρισε το ποδόσφαιρο». 52 χρόνια μετά το γαλλικό έντυπο έχει κρατήσει την εκτίμηση αυτή διότι κανείς μέχρι στιγμής δεν τον έχει πλησιάσει. Παρόλα αυτά, όμως, είχε πάντα εθισμό στις καταχρήσεις και το αλκοόλ, το οποίο και τον οδήγησε στο θάνατο το 1983 σε ηλικία 49 ετών.
Ο Manuel Francisco dos Santos γεννήθηκε το 1933 στο Πάου Γκράντε, ένα χωριό στο διαμέρισμα του Ρίο Ντε Τζανέιρο όντας το έβδομο παιδί ενός νυχτοφύλακα εργοστασίου. Εκ γενετής είχε παρουσιάσει προβλήματα, καθώς η σπονδυλική του στήλη δεν ήταν ίσια. Συνέπεια αυτού ήταν τα πόδια του να είναι γυρισμένα προς τα μέσα κατά 80 μοίρες και το αριστερό του πόδι 6 εκατοστά κοντύτερο από το δεξί. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά έπασχε και από πολιομυελίτιδα. Αυτό, ωστόσο, από μειονέκτημα έγινε μεγάλο πλεονέκτημα λόγω της κορυφαίας ντρίμπλας του. Η παιδική του ηλικία δεν ήταν η καλύτερη λόγω του αλκοολικού πατέρα που είχε, ο μικρός Μανέ ξεκίνησε το κάπνισμα στην ηλικία των 10 ετών. Όπως κάθε Βραζιλιάνος, όμως, ξεκίνησε το ποδόσφαιρο, παίζοντας με τους φίλους του με τις ώρες, σε αυτοσχέδια γήπεδα του χωριού.
Από μικρός ξεχώριζε λόγω της ντρίμπλας του με την οποία περνούσε όποιον έβρισκε μπροστά του. Έτσι σε ηλικία 19 χρονών οι άνθρωποι της Μποταφόγκο τον δοκίμασαν και τον κράτησαν. Στα δώδεκα χρόνια που έμεινε στη Μποταφόγκο κατέκτησε τρία πρωταθλήματα Καριόκα στο Ρίο, δύο πρωταθλήματα Ρίο/Σάο Πάολο ενώ σε 581 συμμετοχές έβαλε 232 γκολ. Οι καλές εμφανίσεις του δεν ανταμείφθηκαν όμως καθώς δεν κλήθηκε στην αποστολή της Βραζιλίας για το Μουντιάλ του 1954 στα γήπεδα της Ελβετίας. Μόχθησε και δικαιώθηκε στη συνέχεια. Ο Βραζιλιάνος εξτρέμ, με τις συναρπαστικές του εμφανίσεις, πήρε την κλήση του για το Μουντιάλ του 1958 στη Σουηδία. Το ντεμπούτο του όμως είχε γίνει τρία χρόνια πριν το 1955 ενώ είχε συμμετάσχει το 1957 στο Κόπα Αμέρικα και έδειχνε έτοιμος για τη συμμετοχή του σε ένα Μουντιάλ.
Ένα μήνα πριν την έναρξη του τουρνουά ο Γκαρίντσα έβαλε ένα από τα πιο φημισμένα γκολ του σε ένα φιλικό απέναντι στη Φιορεντίνα όπου πέρασε τέσσερις παίχτες και όταν έφτασε σε κενή εστία αντί να σκοράρει περίμενε να έρθει ένας αντίπαλος να τον περάσει ξανά και να σκοράρει μετά. Η κίνηση αυτή, δεν άρεσε στο βραζιλιάνικο προπονητικό τιμ, με συνέπεια να τον αφήσουν εκτός στα πρώτα δύο ματς του Μουντιάλ, στη νίκη με την Αυστρία και στην ισοπαλία με την Αγγλία. Η Βραζιλία τότε ήταν γνωστή για την επιθετική της λειτουργία με τους Γκαρίντσα, Ντιντ, Βαβά, Ζαγκάλο και τον 17χρονο Πελέ. Στο παιχνίδι με την ισχυρή Σοβιετική Ένωση ο Γκαρίντσα ξεκίνησε βασικός, η Βραζιλία νίκησε 2-0 και η εμφάνισή του στο παιχνίδι, έκανε τον προπονητή του να τον βάλει βασικό και στα υπόλοιπα ματς. Στον τελικό ο συνδυασμός της επιθετικής γραμμής της Βραζιλίας έδωσε τη νίκη με 5-2 και το πρώτο της Μουντιάλ απέναντι στην διοργανώτρια Σουηδία, με τον Γκαρίντσα να βγάζει δύο ασίστ, τον Βαβά και τον Πελέ να σκοράρουν δις και τον Ζαγκάλο να σκοράρει άλλο ένα γκολ.
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Χιλής το 1962 ο τραυματισμός του Πελέ έβαλε όλο το βάρος της ομάδας πάνω στον Γκαρίντσα και οι άνθρωποι της αναρωτιούνταν εάν είναι ικανός να ηγηθεί. Στον ημιτελικό με την Χιλή η Βραζιλία νίκησε 4-2, ο Μανέ σημείωσε δύο γκολ και έκανε την Χιλιανή εφημερίδα «Ελ Μερκούρο» να αναρωτηθεί «Από ποιον πλανήτη είναι αυτός ο Γκαρίντσα;». Στο τελικό η «Σελεσάο» κέρδισε 3-1 την Τσεχοσλοβακία, κατέκτησε το δεύτερο συνεχόμενο Μουντιάλ, και ο Μανέ βγαίνοντας πολυτιμότερος παίχτης του τουρνουά απέδειξε ότι ήταν ικανός να ηγηθεί την Βραζιλία. Ο Γκαρίντσα είχε ακόμα τα σημάδια από τους τραυματισμούς από το προηγούμενο Μουντιάλ, είχε χειρουργηθεί και στα δύο γόνατα και δε μπόρεσε να επιστρέψει ποτέ στην ποδοσφαιρική κανονικότητα. Έτσι στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966 στην Αγγλία, η Βραζιλία ήταν η σκιά του εαυτού της. Εκεί η «Σελεσάο» αφού νίκησε στη πρώτη αγωνιστική τη Βουλγαρία 2-0 με γκολ των Πελέ και Γκαρίντσα, στις επόμενες δύο έχασε 3-1 χωρίς τον Πελέ από την Ουγγαρία και παίζοντας χωρίς τον Γκαρίντσα έχασε από την Πορτογαλία του Εουσέμπιο 3-1 με αποτέλεσμα να αποκλειστεί από τους ομίλους. Μετά την Μποταφόγκο άλλαξε πολλές ομάδες χωρίς να καταφέρει κάπου να στεριώσει μέχρι να τελειώσει η καριέρα του το 1972.
Η ζωή του Μανέ εκτός γηπέδων ήταν πολυτάραχη γεμάτη με καταχρήσεις, με την κυριότερη να είναι ο εθισμός του στο αλκοόλ. Είχε παντρευτεί δύο φορές, είχε πολλές εξωσυζυγικές σχέσεις ενώ είχε αναγνωρίσει 14 παιδιά στη διάρκεια της ζωής του. Τον Ιανουάριο του 1983 μπαίνει στο νοσοκομείο με κύρωση του ύπατος. Στις 20 Ιανουαρίου ο Γκαρίντσα πεθαίνει από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, έχοντας χάσει όλη του τη περιουσία. Εκατομμύρια κόσμος τον συνόδεψε από το Μαρακανά ως το Πάου Γκράντε τη γειτονιά απ’ όπου μεγάλωσε. Στο τάφο του μάλιστα γράφει «Εδώ αναπαύεται εν ειρήνη αυτός που ήταν η χαρά του λαού - Μανέ Γκαρίντσα».
Δημήτρης Χούπης
www.bnsports.gr