Σαν σήμερα το 1985 γεννιέται ο μαέστρος Λούκα Μόντριτς, πρότυπο σήμερα στα πέρατα της υφηλίου, ο οποίος πριν από χρόνια κρεμόταν στο χείλος του γκρεμού. Του ολέθρου. Της λαίλαπας. Του πολέμου…
Στο Ζαντάρ, 45 χιλιόμετρα βόρεια, στις παρυφές του βουνού Βέλεμπιτ, υπάρχει ένα χωριό: Το Ζάτον Ομπροβάτσκι. Εκεί, αν κοιτάξει κανείς στο χάρτη, θα δει ένα επίσης μικρότερο χωριουδάκι, το Μόντριτσι, το μέρος στο οποίο ο Λούκα Μόντριτς πέρασε τα πρώτα χρόνια του.
Τον Δεκέμβριο του 1991 και ενώ οι φρικαλεότητες του πολέμου μαίνονταν στην πρώην Γιουγκοσλαβία, ένας κάτοικος του Μόντριτσι, ο (παππούς) Λούκα Μόντριτς εκτελέστηκε στο κέντρο της περιφέρειας από πυρά Σέρβων ανταρτών. Πολλοί στα χαρακώματα πίστευαν ότι δεν θα αντικρίσουν την αυγή της νέας χιλιετίας. Μόνο δύση, γιατί ο κόσμος θα σβήσει. Ανά πάσα στιγμή κινδύνευες να πέσεις στη μαύρη τρύπα της ανυπαρξίας από τους πυροβολισμούς, οι οποίοι έπεφταν βροχή. Ο πατέρας του δεν είχε άλλη επιλογή, διότι το πατρικό σπίτι κάηκε ολοσχερώς από τους αντάρτες. Πήρε τη φαμίλια και απομακρύνθηκε από την παγίδα θανάτου. Το 1993, βρήκαν τραγικό τέλος άλλοι επτά κάτοικοι του χωριού Μόντριτσι.
Αν και βίωσε τα τραυματικά συμβάντα στην τρυφερή ηλικία των 6 ετών, ο σημερινός υπερπαίκτης της Ρεάλ Μαδρίτης ήταν ένας από τους «προνομιούχους». Στη συνέχεια, η οικογένειά του, έγινε πρόσφυγας. Βρήκε καταφύγιο σε ξενοδοχείο στο Κολοβάρε. Το νερό και το ρεύμα αποτελούσαν είδη πολυτελείας, γι’ αυτό και δεν υπήρχαν.
Παρότι το μέλλον του μικρού Λούκα έμοιαζε πιο μουντό και από τον φωταγωγό της πολυκατοικίας και παρότι συνέχισε να σχοινοβατεί πάνω από το κενό, είχε φιλοδοξία να γίνει ποδοσφαιριστής. Με το πρώτο κλότσημα της μπάλας, την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα.
«Φυσικά και θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια τι ζήσαμε. Αλλά δεν είναι πράγματα που θέλεις να θυμάσαι. Ή να σκέφτεσαι. Προτιμώ να λέω πως όταν είσαι παιδί δεν σκέφτεσαι τον πόλεμο, τα προβλήματα, τις κακουχίες. Από την ημέρα που φτάσαμε στο πρώτο ξενοδοχείο, στο Κολοβάρε, έκανα φίλους, τους οποίους έχω μέχρι σήμερα! Ήταν επίσης παιδιά οικογενειών που είχαν εκδιωχθεί. Μαζί παίζαμε ποδόσφαιρο. Ώσπου όταν έγινα 7 ο πατέρας μου με πήγε σε μια τοπική ομάδα», περιέγραφε μεταγενέστερα στην κροατική ιστοσελίδα jutarnji.hr.
Μάλιστα, ο περί ου ο λόγος ενημερώθηκε αρκετά χρόνια μετά πως για να αποκτήσει δελτίο στην ομάδα της περιοχής, Ζαντάρ, οι γονείς του έδωσαν και το τελευταίο κέρμα που τους είχε απομείνει στη φόδρα του μπουφάν.
«Δεν μας άφηναν να δούμε πόσο δύσκολα τα βγάζουν πέρα. Καταλαβαίναμε όμως, πως θυσιάζουν δικές τους ανάγκες για εμάς. Κυρίως για εμένα. Το πάθος μου για το ποδόσφαιρο ήταν η διέξοδος μου από αυτά που ζούσα».
Η καλή νεράιδα τον είχε χαϊδέψει με το μαγικό ραβδάκι της. Ευτυχώς διαφύλαξε το ταλέντο του σαν κόρη οφθαλμού. Το βασικότερο; Πότισε το χώμα με άπειρες στάλες ιδρώτα και προσπάθειας ώστε το δέντρο να γίνει βαθύρριζο και σύσκιο. Η ποδοσφαιρική του ευφυΐα έφτανε στο διάστημα και τα πόδια του πάταγαν στη γη. Δεν γινόταν να αποτύχει.
«Ήταν μικρός και φοβισμένος. Μπορούσες ωστόσο, να διακρίνεις στα μάτια του ότι ήταν ήδη αποφασισμένος να πετύχει. Βέβαια, κανείς δεν είχε φανταστεί το πού θα φτάσει. Είχε την πρώτη ύλη και μεγάλη διάθεση για δουλειά». Έτσι, σκιαγραφούσε παλαιότερα το χαρακτήρα του χαρισματικού άσου ο τότε πρόεδρος του συλλόγου, Γιόσιπ Μπάτζλο.
Από την άλλη πλευρά, ο δρόμος για την καταξίωση έκρυβε φυσικά εμπόδια. Ο ντελικάτος πρωταγωνιστής τότε ακόμα έμοιαζε με οδοντογλυφίδα. Δεν προσέλκυε την προσοχή αρμοδίων. Άλλος, στη θέση του, θα είχε ρίξει πίσω του μαύρη πέτρα, σημαδεύοντας κατακέφαλα όσους τον αμφισβήτησαν. Θα τα παρατούσε με το που φύσηξε το πρώτο ανάποδο αεράκι. Αντίθετα αυτός, ξεροστάλιαζε με το χέρι στο πόμολο της πόρτας και περίμενε την ευκαιρία. Ναι μεν κολλούσε την μπάλα στα πόδια του σαν χταπόδι με βεντούζες, θαρρείς την είχε κάνει σκλάβα του και το κοφτερό του σαν σπαθί μυαλό ξεχώριζε, αλλά η σωματοδομή του τον μεταμόρφωνε από λαχείο σε ρισκαδόρικο στοίχημα.
Ο πατέρας του μετά κόπων και βασάνων επιχείρησε να συγκεντρώσει ένα ικανό χρηματικό ποσό. Ενδεικτικό πως για χατίρι του υιού του, επειδή δεν έφταναν τα λεφτά για επικαλαμίδες, τις έφτιαξε ο ίδιος από ξύλο. Κατόπιν, έστειλε τον αμούστακο Μόντριτς σε τουρνουά στην Ιταλία, με σκοπό να δοκιμαστεί στη Χάιντουκ, μα τελικά απορρίφθηκε.
Με το τέλος της βασάνου του πολέμου το 2001, η οικογένειά του επέστρεψε στο Mόντριτσι. Λίγο αργότερα, μετακόμισε στο Ζαντάρ σε ένα διαμέρισμα με δυο δωμάτια για να στηρίξει τον Λούκα.
Το 1996 τον «τσίμπησε» ο Ζντράβκο Μάμιτς, πρόεδρος της Ντιναμό Ζάγκρεμπ, προσδίδοντάς του το παρατσούκλι «αόρατος». Το 2000 πείστηκαν για την αξία του και ο νεαρός υπέγραψε το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο στα 15 του. Σταδιακά έγινε αναπόσπαστο μέλος του συνόλου, πανηγυρίζοντας τρία πρωταθλήματα, δύο κύπελλα και ένα Σούπερ Καπ. Η επιβράβευση δεν άργησε. Χρίστηκε διεθνής με όλες τις μικρές εθνικές, προτού η Τότεναμ επενδύσει στην αξία του το 2008. Τα «σπιρούνια» του παρέδωσαν τα κλειδιά της μεσαίας γραμμής και δεν το μετάνιωσαν στιγμή. Η αγωνιστική του εξέλιξη υπήρξε ταχεία, με αποτέλεσμα να κινήσει το ενδιαφέρον ευρωπαίων κολοσσών.
Εν τέλει, η «Βασίλισσα» το 2012 τον έκανε δικό της με κάτι περισσότερο από 35.000.000 ευρώ και ο Βαλκάνιος με το ραφιναρισμένο στυλ παιχνιδιού την δικαίωσε απόλυτα. Έκτοτε, κοντεύει να περάσει μια δεκαετία και παραμένει ο «εγκέφαλος», των «μπλάνκος», κουρδίζοντας με απαράμιλλη οξυδέρκεια τη μηχανή στο γήπεδο. Ασυζητητί συγκαταλέγεται στους καλύτερους παίκτες της γενιάς του. Φέρει τεράστιο μερίδιο στις μέρες ευδαιμονίας της Ρεάλ, με την οποία μετρά δύο Πρωταθλήματα Ισπανίας, ένα Κύπελλο, τρία Σούπερ Καπ Ισπανίας, τέσσερα Τσάμπιονς Λιγκ, τρία Σούπερ Καπ Ευρώπης μαζί με τέσσερα Παγκόσμια Κύπελλα Συλλόγων.
Η αλήθεια του γηπέδου καθρεφτίζεται και σε ατομικό επίπεδο με πληθώρα βραβείων. Δεσπόζουν μεταξύ άλλων, η συμμετοχή του στην «Ενδεκάδα της Χρονιάς» στο Τσάμπιονς Λιγκ το 2014, το 2016, το 2017, το 2018 και το 2021, η ανάδειξή του σε Καλύτερο παίκτη του 2018 από την UEFA και σε Κορυφαίο Ποδοσφαιριστή του 2018 από τη FIFA, καθώς και το βραβείο MVP του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 2018. Κορωνίδα καριέρας η «Χρυσή Μπάλα» το 2018, σπάζοντας την ηγεμονία των Μέσι και Ρονάλντο στο συγκεκριμένο θεσμό.
Πιστός στρατιώτης
Στις επάλξεις της εθνικής Αντρών επί μια δεκαπενταετία. Με το περιβραχιόνιο του γεννημένου αρχηγού περασμένο στο κορμί του σαν κορδέλα αθλήτριας ρυθμικής γυμναστικής, οδήγησε τη «χράβτσκα» μέχρι τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 2018.
Μπορεί οι «φλογεροί» να ηττήθηκαν από τη Γαλλία, ωστόσο η δεύτερη θέση σε ένα Μουντιάλ είναι πολύ περισσότερα από το «τίποτα» του χιλιοφορεμένου αμερικανόπνευστου αφορισμού («ο πρώτος είναι πρώτος και ο δεύτερος δεν είναι τίποτα»).
Τον περασμένο Μάρτιο έγραψε ιστορία. Έφτασε τις 135 συμμετοχές και έγινε ο πρώτος Κροάτης διεθνής που το καταφέρνει. Ξεπέρασε τον Ντάριο Σρνα που είχε 134 εμφανίσεις.
«Όσα περάσαμε με την οικογένεια μου, με έκαναν πιο δυνατό. Μόνο που δεν θέλω να σέρνω αυτές τις εικόνες και τις εμπειρίες, για πάντα μαζί μου. Όπως και δεν θέλω να τις ξεχάσω, γιατί με έκαναν αυτό που είμαι σήμερα», επεσήμανε παλαιότερα και φανέρωσε πως πρόκειται για κάτι πολύ ανώτερο από έναν σπουδαίο ποδοσφαιριστή.
Ενσαρκώνει το φάρο, τον οποίο χρειαζόταν η οικουμένη, προκειμένου να αντιληφθεί ότι μερικές φορές οι κακουχίες είναι προνόμιο. Μετατράπηκε σε φανάρι που άναψε με τη φλόγα της ακατάσβεστης θέλησης και το μεταλαμπάδευσε σαν πυρσό, ώστε να φέγγει το δρόμο των ηρώων του αύριο…
Παναγιώτης Ιωάννου
www.bnsports.gr