Όσο ο θεσμός του Super Cup βρίσκεται σε ισχύ, θα αποτελεί την τέλεια αφορμή για να γυρίζει ο χρόνος πίσω, να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι, στιγμές που χαράχτηκαν στη μνήμη όσων τις παρακολούθησαν και αξίζει να βγουν από το «συρτάρι» των αναμνήσεων.
Στιγμές όπως αυτή του ξανθού 23χρονου, Όλεγκ Μπλαχίν, να διασχίζει το γήπεδο του Μονάχου στις 9 Σεπτεμβρίου του 1975, για να πετύχει ένα από τα πιο ιστορικά και όμορφα γκολ που μπήκαν ποτέ σε Super Cup. Σε μία απόπειρα, ένας εναντίον όλων.
«Μία σκέψη είχα στο μυαλό μου. Όλοι οι δικοί μας ήταν πίσω, δεν είχα κάτι να χάσω. Θα τα καταφέρω. Θα τα καταφέρω!» θα εκμυστηρευτεί μετά από χρόνια, αναφερόμενος σε αυτό το γκολ.
Όμως, η πορεία του μέχρι εκείνο -και μετά από αυτό- το γκολ, κρύβει ιστορίες-διαμάντια.
Το άστρο έλαμψε από νωρίς
Ο Όλεγκ Μπλαχίν εντάσσεται στις ακαδημίες της Ντιναμό Κιέβου σε ηλικία δέκα ετών και επτά χρόνια μετά, πραγματοποιεί το ντεμπούτο του. Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Μεταφορικά και κυριολεκτικά, λέγεται πως έμοιαζε με ασυγκράτητο άλογο, αφού φημολογείται πως έτρεχε τα 100 μέτρα 11 δευτερόλεπτα!
Βασισμένος στην ταχύτητα και την έκρηξή του, φρόντισε να προσθέσει στην παλέτα του μία αδύνατη να αντιμετωπιστεί ντρίπλα.
Η αγωνιστική του εκτόξευση έρχεται στα χέρια του Βαλερί Λομπανόβσκι και του Όλεγκ Μπεζιλέβιτς που ανέλαβαν από κοινού τα «ηνία» της ομάδας του Κιέβου το 1973. Στα χέρια τους ο Μπλαχίν οργιάζει.
Άλλωστε, έναν χρόνο πριν, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου, έχει οδηγήσει την ΕΣΣΔ ως τα ημιτελικά και το χάλκινο μετάλλιο, πετυχαίνοντας έξι γκολ σε επτά παιχνίδια! Ωστόσο, το «Έβερεστ» της καριέρας του έρχεται τη σεζόν 1974-75.
Η αγωνιστική εκτόξευση προς τη «Χρυσή Μπάλα»
Με μία εκπληκτική πορεία στο Κύπελλο Κυπελλούχων, αφήνει εκτός την ΤΣΣΚΑ Σόφιας, την ομάδα που την προηγούμενη χρονιά είχε αποκλείσει επεισοδιακά τον Παναθηναϊκό, αλλά και τον Άγιαξ, που κυριαρχούσε για τρία χρόνια στο Κύπελλο Πρωταθλητριών.
Προσπερνώντας την Άιντραχτ Φρανκφούρτης, την Μπούρσπασπορ και την Αϊντχόφεν, φτάνει στον τελικό με τη Φερεντσβάρος, όπου τη νικά κατά κράτος! Το άνετο 3-0 διαμορφώνει ο Μπλαχίν με ένα εκπληκτικό σόλο, όπου προσπερνά και τον τερματοφύλακα.
Αυτή η παράσταση στο Σεντ Γιάκομπ, εξασφαλίζει στη Ντιναμό Κιέβου το «εισιτήριο» για τη σπουδαία -ποδοσφαιρικά και πολιτικά- αναμέτρηση στο Super Cup του ίδιου έτους, αφού μία ομάδα από την ΕΣΣΔ συναντούσε μία γερμανική, τριάντα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η παράσταση στο Μόναχο, με το μοναδικό σόλο που «χόρεψε» τον Φραντς Μπεκενμπάουερ και την άμυνα της Μπάγερν, αλλά και αυτή στο Κίεβο όπου σκόραρε δις, άνοιξαν τον δρόμο για τη «Χρυσή Μπάλα».
Το 1975 βρήκε τον Όλεγκ Μπλαχίν Κυπελλούχο Ευρώπης, νικητή του Super Cup, πρωταθλητή στην ΕΣΣΔ, αλλά και πρώτο σκόρερ του πρωταθλήματος με 18 γκολ σε 28 αγώνες.
Όταν ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα στις 30 Δεκεμβρίου 1975 για τη «Χρυσή Μπάλα», η διαφορά ήταν συγκλονιστική. Ο Μπλαχίν είχε συγκεντρώσει 122 πόντους, ενώ ο Μπεκενμπάουερ, αν και πρωταθλητής Ευρώπης με την Μπάγερν, είχε συγκεντρώσει μόλις 42 πόντους από 12 ψηφοφόρους. Παράλληλα, ο σπουδαίος Γιόχαν Κρόιφ ήρθε στην 3η θέση με 27 πόντους.
Η καταξίωση είχε φτάσει στον απόλυτο βαθμό και ο πήχης είχε τεθεί τόσο ψηλά, που ήταν δύσκολο να τον ξαναγγίξει. Μετά από 432 εμφανίσεις και 211 γκολ με την αγαπημένη του Ντιναμό Κιέβου, την αποχωρίζεται. Έχουν περάσει 25 χρόνια μαζί, πριν έρθουν τα σύντομα περάσματα από την Αυστρία και την Κύπρο, όπου και κλείνει την καριέρα του, στον Άρη Λεμεσού.
Ένας σπουδαίος ποδοσφαιριστής, μία μυθική φιγούρα, έχει ολοκληρώσει την ποδοσφαιρική της πορεία, αλλά αυτή η σύντομη θητεία στη «Μεγαλόνησο» τον φέρνει από νέο πόστο, στα ελληνικά γήπεδα.
Ο Όλεγκ Μπλαχίν στην Ελλάδα: ένα «παραμύθι» 12 χρόνων
Από το 1990 έως το 2002, ο Όλεγκ Μπλαχίν κοσμεί με την παρουσία του τους ελληνικούς πάγκους. Η αρχή γίνεται από τον Ολυμπιακό, τον οποίο βρίσκει σε μία δύσκολη περίοδο. Διοικητικά και οικονομικά.
Ο Ουκρανός προπονητής χρησιμοποιεί τις υψηλές του γνωριμίες, αλλά και την τεράστια επιρροή του και φέρνει στον Πειραιά ως «πακέτο», τους Όλεγκ Προτάσοφ και Γκενάντι Λιτοφτσκένκο, σπουδαία ποδοσφαιρικά ονόματα της εποχής, με τον πρώτο να αποτελεί το «μήλον της έριδος» για ολόκληρη την Ευρώπη. Όταν, μάλιστα, αποκτά και τον Σάβιτσεφ, φτιάχνει την τριάδα των «μινγκ».
Η κατάσταση που επικρατεί στους «ερυθρολεύκους» με τον Αργύρη Σαλιαρέλη και την γενική αστάθεια, τον απομακρύνουν σε ανύποπτο χρόνο από τον πάγκο, ενώ η ομάδα αποδίδει εξαιρετικό ποδόσφαιρο κι έχει κατακτήσει το Κύπελλο Ελλάδας έναν χρόνο πριν.
Το 1993 γίνεται κάτοικος Θεσσαλονίκης για πρώτη φορά και συνεχίζει να επιτελεί σπουδαίο έργο, ωστόσο, η εξίσου δύσκολη περίοδος που βιώνει ο σύλλογος, τον ωθούν στην πόρτα της εξόδου, όπου ο Νίκος Κανελλάκης, πρόεδρος του Ιωνικού, παραμονεύει.
Στην τριετία που ο Μπλαχίν βρίσκεται στη Νίκαια, μετατρέπει την ομάδα από μικρή δύναμη σε υπολογίσιμο αντίπαλο και θέτει ουσιαστικά τις βάσεις, για την μεγαλειώδη πορεία της ομάδας του Μαρκαριάν και την έξοδό της στην Ευρώπη.
Θα ακολουθήσει μία επιστροφή στον ΠΑΟΚ, ένα σύντομο πέρασμα από την ΑΕΚ στη δεύτερη θητεία του Δημήτρη Μελισσανίδη στα διοικητικά του συλλόγου και μία ακόμη απόπειρα στον Ιωνικό, αλλά το ελληνικό ποδόσφαιρο αρνείται να αντιληφθεί το ποδοσφαιρικό του μέγεθος και δεν πασχίζει να τον διατηρήσει στις τάξεις του.
Επέστρεψε στην Ουκρανία για να γράψει ιστορία
Ο Όλεγκ Μπλαχίν επιστρέφει στην πατρίδα του, και το 2003 αναλαμβάνει τα «ηνία» του εθνικού ποδοσφαιρικού συγκροτήματος, εξασφαλίζοντάς της την παρουσία της στην πρώτη μεγάλη διοργάνωση ως ανεξάρτητο κράτος: στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Γερμανίας το 2006.
Παρότι, η πορεία της στους ομίλους ξεκίνησε με ένα βαρύ 4-0 από την Ισπανία, κατάφερε να βγάλει αντίδραση και να επανέλθει νικώντας με 4-0 τη Σαουδική Αραβία και 1-0 την Τυνησία. Με τους έξι αυτούς βαθμούς στην τσέπη, η Ουκρανία εντάχθηκε στις 16 καλύτερες ομάδες του Μουντιάλ της Γερμανίας, όπου και ξεπέρασε στα πέναλτι το εμπόδιο των Ελβετών.
Στα προημιτελικά, η μετέπειτα κάτοχος του τροπαίου, Ιταλία, αποδείχθηκε πολύ δύσκολος αντίπαλος, και με ένα άνετο 3-0 έστειλε την ομάδα του Μπλαχίν πίσω στο Κίεβο, έχοντας καταγράψει, ωστόσο, τη σπουδαιότερη ως σήμερα πορεία της χώρας σε μεγάλη ποδοσφαιρική διοργάνωση.
Πλέον, στα 68 του έτη, ο Όλεγκ Μπλαχίν μπορεί να μην βρίσκεται στο ποδοσφαιρικό προσκήνιο, αλλά παραμένει φωτεινός φάρος για το ουκρανικό ποδόσφαιρο. Αυτός είναι και ο λόγος που στέκεται δίπλα στην Εθνική Ουκρανίας, ως στρατηγικός σύμβουλος.
Όσο για το πέρασμά του από τη χώρα μας, είναι δύσκολο να πει κανείς πως στάθηκε άτυχος, βρίσκοντας τις ελληνικές ομάδες σε μεταβατικές και δύσκολες περιόδους.
Η πραγματική ατυχία, μάλλον, βαραίνει την Ελλάδα, που δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει πάση θυσία την παραμονή ενός σπουδαίου χαρακτήρα και ανθρώπου του ποδοσφαίρου.
Φάνης Τσοκανάς