Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας, ένα ζεστό αυγουστιάτικο βράδυ του 1984… ο εμβληματικός αρχηγός του Παναθηναϊκού έβγαινε για τελευταία φορά στον αγωνιστικό χώρο φορώντας την πράσινη φανέλα με την οποία δοξάστηκε, βάζοντας τέλος σε μια λαμπρή καριέρα δύο και πλέον δεκαετιών!
Γράφει ο Πάνος Δημητρίου
Το καλοκαίρι εκείνο οι οπαδοί του Παναθηναϊκού γιόρταζαν την επιστροφή της ομάδας τους στην κορυφή της Ελλάδας ύστερα από επτά χρόνια. Έχοντας κατακτήσει το νταμπλ, πραγματοποιώντας εντυπωσιακές εμφανίσεις και καθοδηγητή στον πάγκο της ομάδας, τον Γιάτσεκ Γκμόχ, ο σύλλογος είχε θέσει ως επόμενο στόχο, την Ευρωπαϊκή διάκριση.
Για τον σκοπό αυτό, ο Γιώργος Βαρδινογιάννης θα φέρει στην ομάδα δύο ποδοσφαιριστές, που όχι απλά την ενίσχυσαν αλλά θα έγραφαν με χρυσά γράμματα τη δική τους ιστορία στο σύλλογο. Το αστέρι των ελληνικών γηπέδων Δημήτρη Σαραβάκο, από τον Πανιώνιο και τον αρχηγό της Εθνικής Γιουγκοσλαβίας στο Euro '84, Βέλιμιρ Ζαετς.
Η ΠΑΕ Παναθηναϊκός θέλοντας να τιμήσει τον σπουδαίο αρχηγό, τον ηγέτη της ομάδας του Γουέμπλεϊ, και «στρατηγό» των γηπέδων Μίμη Δομάζο, διοργάνωσε στις 31 Αυγούστου, φιλικό αγώνα με τη θρυλική Μπόκα Τζούνιορς στο Ολυμπιακό Στάδιο.
Τα επιτεύγματα
Από τις αλάνες των Αμπελοκήπων στα σαλόνια της Ευρώπης και από την τοπική Άμυνα στον Παναθηναϊκό. Μικρός το δέμας, αλλά με μοναδικό για τα ελληνικά δεδομένα ταλέντο, κατάφερε να δοξαστεί όσο ελάχιστοι στη μεσαία γραμμή του Παναθηναϊκού, της ΑΕΚ και της Εθνικής ομάδας.
Τα επιτεύγματα του αξεπέραστα: Ρέκορντμαν συμμετοχών στην Α’ εθνική με 538 συμμετοχές και πρώτος σε αγωνιστική διάρκεια, αφού συμμετείχε σε 21 αγωνιστικές περιόδους (1959-1980)! Με 10 πρωταθλήματα (9 με τους «πράσινους», 1 με τους «κιτρινόμαυρους»), 3 κύπελλα και 50 συμμετοχές στην Εθνική ομάδα, ο βιονικός Μίμης Δομάζος, αποσύρθηκε σε ηλικία 38 ετών το 1980, αλλά επί της ουσίας δεν εγκατέλειψε ποτέ την ενεργό δράση. Το ποδόσφαιρο ήταν και θα είναι πάντα η ζωή του.
Ο αγώνας εναντίον της Μπόκα Τζούνιορς
Η ευκαιρία για την τελευταία αποθέωση θα δινόταν στο φιλικό απέναντι στη Μπόκα Τζούνιορς. Αρκετές ημέρες πριν τη διεξαγωγή του είχαν διατεθεί περισσότερα από 15.000 εισιτήρια! Ο κόσμος που διψούσε να παρακολουθήσει την μοναδική συνύπαρξη του «στρατηγού» με τους Ζάετς, Ρότσα και Σαραβάκο, τελικά δεν απογοητεύτηκε.
Πριν τη σέντρα του φιλικού το «δεκάρι» του Παναθηναϊκού θα τιμηθεί με αναμνηστικές πλακέτες για την πολυετή του προσφορά από τους Γιάννη Κυράστα, Γιώργο Βαρδινογιάννη, τον Γενικό Γραμματέα Αθλητισμού Κίμωνα Κουλούρη αλλά και τον διαιτητή Αντώνη Βασσάρα.
Παρόντες στη γιορτή αυτή ήταν και πρώην συμπαίκτες του. Ο Αντώνης Αντωνιάδης, ο Αριστείδης Καμάρας, ο Μίμης Παπαϊωάννου και ο Νίκος Χρηστίδης μεταξύ άλλων.
Ο αγώνας μπροστά σε 50.000 θεατές ξεκίνησε με τον ίδιο να κάνει αισθητή την παρουσία του, με τις ξεχωριστές εμπνεύσεις του και την υψηλή τεχνικήπου τον διέκρινε. Από κοντά οι συμπαίκτες του προσπαθούσαν να υποστηρίξουν με κάθε τρόπο το τιμώμενο πρόσωπο.
Αντίθετα στη ροή του παιχνιδιού, η Μπόκα θα ανοίξει το σκορ μόλις στο 8ο λεπτό με τον Μορένα. Η απάντηση των «πρασίνων» θα ήταν άμεση, με το πέναλτι - γκολ του Γρηγόρη Χαραλαμπίδη στο 12ο λεπτό. Ο φορ του Παναθηναϊκού θα είχε την ευκαιρία στο 35ο λεπτό, από το ίδιο σημείο, να διπλασιάσει τα δικά του τέρματα αλλά και της ομάδας του, όμως θα αποτύχει. Αντίθετα οι Αργεντίνοι με εκτέλεση φάουλ του Ομάρ Πορτέ θα πάνε στα αποδυτήρια προηγούμενοι στο σκορ.
Με το ξεκίνημα της επανάληψης οι γηπεδούχοι θα πίεζαν για την ισοφάριση, την οποία κατάφεραν κατάφεραν στο 60ο λεπτό με εντυπωσιακό σουτ του Δημήτρη Σαραβάκου. Η Μπόκα δεν είχε πει την τελευταία της λέξη όμως, καθώς δέκα λεπτά μετά, πάλι με τον Πορτέ, θα σημειώσει και τρίτο τέρμα που διαμόρφωσε και το τελικό αποτέλεσμα της φιλικής αναμέτρησης (2-3).
Το σκορ μικρή σημασία είχε, καθώς οι φίλαθλοι του Παναθηναϊκού περίμεναν τη στιγμή της αποθέωσης του μεγάλου αρχηγού. Πράγματι, αυτή ήρθε δέκα λεπτά πριν τη λήξη όταν ο Μίμης Δομάζος παραχώρησε τη θέση του στον Σπύρο Λιβαθηνό.
Όρθιοι οι φίλαθλοι τον αποθέωναν ενώ ο ίδιος έκανε τον γύρο του θριάμβου. Έπειτα ανέβηκε στην εξέδρα των επισήμων και παρέδωσε την φανέλα με το τριφύλλι, εκείνη που δόξασε όσο κανείς, στον Γιώργο Βαρδινογιάννη.
Ήταν η τελευταία σκηνή μιας απόλυτα επιτυχημένης παράστασης, το τέλος μιας χρυσής εποχής όχι μόνο για τον ίδιο και το σύλλογο του, αλλά για ολόκληρο το Ελληνικό Ποδόσφαιρο.