Η φιέστα της που ετοίμαζε η διοργανώτρια του Μουντιάλ Βραζιλία την 16η Ιουλίου του 1950, τρέπεται στην απόλυτη καταστροφή. Η Ουρουγουάη μέσα σε 13 λεπτά γράφει το τελικό 2-1, που σκορπά τον θρήνο, αλλά και τον θάνατο στις κερκίδες του Μαρακανά.
Συχνά στην ιστορία του αθλητισμού, κρίνεται σκόπιμο να μπει ένα όριο στη χρήση της λέξης τραγωδία. Μία χαμένη ανθρώπινη ζωή, δεν μπορεί να μπει στην ίδια συζήτηση με μία ταπεινωτική ήττα. Είτε αυτή η ζωή χάνεται άμεσα, είτε αλλάζει μία για πάντα.
Το καλοκαίρι του 2014, όταν η Βραζιλία ηττήθηκε με 7-1 από τη Γερμανία εικόνες από το Μινεϊράο έκαναν τον γύρο του κόσμου. Είχαν περάσει 64 χρόνια από τη βραδιά που το νεοσύστατο Μαρακανά βίωσε το ανάλογο δικό του δράμα, μόνο που τότε ο φακός δεν μπόρεσε να αποτυπώσει πλήρως τα όσα διαδραματίστηκαν.
Σε μία παραλλαγή του γνωστού γνωμικού, χίλιες εικόνες δεν θα ήταν ικανές να φανερώσουν τι συνέβη εκείνη τη μέρα στο Μαρακανά. Πώς ένα παιχνίδι σημάδεψε δύο ζωές. Από τη μία ο λυτρωτής της Ουρουγουάης, Γκίτζια και από την άλλη ο παρίας της Βραζιλίας, Μπαρμπόζα.
Ο πρώτος δήλωνε περήφανα πως «μόνο ο Φρανκ Σινάτρα, ο Πάπας Παύλος ο δεύτερος και εγώ καταφέραμε να σωπάσουμε το Μαρακανά», ενώ ο Μπαρμπόζα από την άλλη, μιλώντας μετά από χρόνια, ανέφερε πως «η μέγιστη ποινή της Βραζιλίας είναι 30 χρόνια, αλλά η δική μου φυλάκιση διαρκεί 50, χωρίς να είμαι υπεύθυνος».
Με άλλα λόγια, όταν το ποδόσφαιρο ξεπερνά -κατά πολύ- τις τέσσερις γραμμές, αλλά και τα επιτρεπόμενα όρια.
Ύβρις μητέρα πάσης τιμωρίας
Με το Παγκόσμιο Κύπελλο να διοργανώνεται στη χώρα τους, οι Βραζιλιάνοι όχι μόνο πίστεψαν πως το τρόπαιο τους άνηκε, αλλά έγινε υπερόπτες σε βλάσφημο βαθμό. Βέβαια, σε αυτό συνέβαλε τόσο η πορεία τους στο Copa America της προηγούμενης χρονιάς, όπου πέτυχαν 46 (!) γκολ σε 8 παιχνίδια και το κατέκτησαν, αλλά και η πορεία τους προς την τελευταία αναμέτρηση απέναντι στην Ουρουγουάη στο Μουντιάλ του 1950.
Οι Βραζιλιάνοι, αφού πέρασαν την πρώτη φάση, βρέθηκαν στον τελικό όμιλο όπου ήταν πραγματικά καταιγιστικοί. Επικράτησαν με 7-1 της Σουηδίας, με 6-1 της Ισπανίας και στην τελευταία αναμέτρηση της διοργάνωσης, αρκούσε το να μην ηττηθούν για να στεφθούν Παγκόσμιοι Πρωταθλητές.
Η βεβαιότητα ήταν τέτοια εντός κι εκτός ομάδας, που το πρωί της 16ης Ιουλίου κυκλοφόρησαν πρωτοσέλιδα, τα οποία παρουσίαζαν ως νικήτρια τη Βραζιλία, ενώ λέγεται πως ο πρόεδρος της FIFA, Ζιλ Ριμέ, είχε ετοιμάσει ήδη τον λόγο που θα εκφωνούσε προς τους Βραζιλιάνους στα πορτογαλικά.
Από τον κανόνα δεν ξέφυγε και ο δήμαρχος του Ρίο ντε Τζανέιρο, που απηύθυνε χαιρετισμό προς την ομάδα της χώρας. Μιλώντας προς τους Αντεμίρ, Σίκο, Ζιζίνιο, Ζαΐρ, Μπιγκόντε και τους υπόλοιπους αστέρες, ανέφερε: «Εσείς, που σε λιγότερο από μερικές ώρες θα στεφθείτε πρωταθλητές από εκατομμύρια συμπατριώτες! Εσείς, που δεν έχετε αντίπαλο σε ολόκληρο το ημισφαίριο. Ήδη σας χαιρετώ ως νικητές».
Η προσγείωση, όμως, στην πραγματικότητα ήταν κάτι περισσότερο από επίπονη.
Ουρουγουάη σημαίνει μάχη μέχρις εσχάτων!
Οι Ουρουγουανοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους ακόμα Παγκόσμιους Πρωταθλητές, αφού σε όσες διοργανώσεις προηγήθηκαν, δεν έλαβαν συνειδητά μέρος. Η περιρέουσα ατμόσφαιρα πιο πολύ τους πείσμωσε, παρά τους τρόμαξε. Είχε φροντίσει για αυτό, άλλωστε, ο αρχηγός τους, ο Βαρέλα.
Το πρωί πριν την αναμέτρηση, μάζεψε όσα περισσότερα αντίτυπα της «O Mundo» μπορούσε να κουβαλήσει (ήταν η εφημερίδα που κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο «Βραζιλία Πρωταθλήτρια Κόσμου 1950»), τα έστρωσε στην τουαλέτα του ξενοδοχείου που διέμενε η Ουρογουαή και προέτρεψε τους συμπαίκτες του να τα ουρήσουν. Όπως κι έγινε.
Υπό αυτές τις συνθήκες, έγινε ξεκάθαρο πως προετοιμάζονταν για πόλεμο. Η ποιότητα των Βραζιλιάνων, αλλά και η ορμή από τις κερκίδες (φημολογείται πως βρέθηκαν πάνω από 200.000 άνθρωποι) έδωσαν την κατάλληλη ώθηση στους Βραζιλιάνους.
Παρά το καταιγιστικό πρώτο τους ημίχρονο δεν βρήκαν γκολ, αλλά στο δεύτερο ημίχρονο έδειξε να έρχεται η ανακούφιση. Ο Φριάσα με δυνατό σουτ θα ανοίξει το σκορ και θα δώσει στην εξέδρα την εντύπωση πως και με τη βούλα η Βραζιλία κατέκτησε το τρόπαιο. Οι Ουρουγουανοί, όμως, είχαν άλλη άποψη.
Στο 66ο λεπτό ο Σκιαφίνο ισοφάρισε χωρίς να ανησυχήσει τους Βραζιλιάνους. Κακώς. Ένα λεπτό πριν μπει το ματς στο τελευταίο του δεκάλεπτο, ο Γκίτζια σημάδεψε την κλειστή γωνία του ανήμπορου να αντιδράσει Μπαρμπόζα και σκόραρε.
Το 1-2 δεν άλλαξε. Η Ουρουγουάη μέσα σε 13 λεπτά ανέτρεψε το σκορ και αναδείχθηκε Πρωταθλήτρια Κόσμου. Ένα ολόκληρο γήπεδο, ένα ολόκληρο έθνος πενθεί. Και δυστυχώς, δεν έμεινε στο πένθος.
Ο τραγικός απολογισμός της αναμέτρησης
Το απόσταγμα του τελικού είναι αποκαρδιωτικό. Η Βραζιλία ζούσε για αυτό το τρόπαιο. Ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Πολλοί φίλαθλοι, μην αντέχοντας το ψυχολογικό βάρος πήδηξαν από τις κερκίδες του σταδίου και αυτοκτόνησαν.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ των αγγλικών εφημερίδων, οι γιατροί του γηπέδου αναγκάστηκαν να προσφέρουν πρώτες βοήθειες σε 169 άτομα. Ο επίσημος τραγικός απολογισμός των θυμάτων ανέρχεται στους 90 ανθρώπους, δείχνοντας μία κοινωνία που στήριζε πολλά, σίγουρα παραπάνω από όσα έπρεπε, σε ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι.
Ωστόσο, το γενικότερο δράμα εκείνης της βραδιάς, συγκεντρώθηκε στο πρόσωπο ενός ανθρώπου: του τερματοφύλακα που δέχτηκε το γκολ, του Μοασίρ Μπαρμπόσα.
Ο εξοστρακισμός του Μπαρμπόζα
Παρότι θεωρούνταν ως ένας από τους κορυφαίους γκολκίπερ της χώρας, αλλά και της εποχής, δέχτηκε δύο γκολ που του στέρησαν τα πάντα.
Η κατακραυγή του κόσμου ξέφυγε από το αθλητικό κομμάτι. Έγινε ο «αποδιοπομπαίος τράγος» της ομάδας, αφού κανείς δεν ασχολήθηκε με τους συμπαίκτες του, ενώ αυτός βίωσε ένα άτυπο κοινωνικό «λιντσάρισμα» που κράτησε ως το τέλος της ζωής του.
Το 1993 είχε εκδιωχθεί από προπόνηση της εθνικής ομάδας, ενώ έναν χρόνο αργότερα, εν όψει του Μουντιάλ των ΗΠΑ, ο προπονητής της Βραζιλίας, Μάριο Ζαγκάλο, δεν του επέτρεψε να συναντήσει τον τότε γκολκίπερ της αποστολής, Κλαούντιο Ταφαρέλ.
Έτσι μόνος και αποκομμένος από την κοινωνία έζησε ως το 2000, πληρώνοντας για ένα έγκλημα που δεν έκανε, πιο ακριβά από τους σκληρότερους εγκληματίες της χώρας.
Ήταν τέτοιο το ψυχολογικό βάρος και η απόγνωση που τον οδήγησαν το 1969 στο να κάψει τα ξύλινα δοκάρια της εστίας του Μαρακανά, σε μία απέλπιδα προσπάθεια να «σπάσει» την κατάρα που τον ακολουθούσε δεκαεννέα χρόνια, αλλά... φευ. Για τους συμπατριώτες του ήταν ένας παρίας.
Οι μετέπειτα επιτυχίες της ομάδας με μπροστάρη τον Πελέ, επούλωσαν την πληγή. Ουδείς πίστευε, όμως, πως η Βραζιλία θα ξαναζούσε μία τόσο έντονη στιγμή.
Εξήντα τέσσερα χρόνια μετά, όταν η διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου γύρισε στη «χώρα του καφέ», η εθνική ομάδα έγραψε ένα νέο μαύρο κεφάλαιο, όταν ηττήθηκε στα ημιτελικά με 7-1 από τη Γερμανία. Ο απόηχος του παιχνιδιού -ευτυχώς- απείχε χιλιόμετρα από αυτόν του 1950, αλλά πολλοί αναρωτήθηκαν ποια είναι η πιο «μαύρη» στιγμή του ποδοσφαίρου της χώρας.
Απάντηση δεν είναι εύκολο να δοθεί, κι ούτε κρίνεται κάποιος από την άλλη πλευρά του πλανήτη ως ο κατάλληλος για να το κάνει. Ωστόσο, αυτό που οφείλει να πράξει η «Σελεσάο», είναι να δώσει χρόνο και να αφήσει αυτόν να καλύψει τις πληγές.
Όπως αναγεννήθηκε από τις «στάχτες» του Μαρακανά και έκανε τον ποδοσφαιρικό πλανήτη να λατρέψει τις φουρνιές που παρουσίασε στο χορτάρι, έτσι θα ξεπεράσει και το Μινεϊράο.
Γνωρίζοντας πως μετά από κάθε χειμώνα, όσο δύσκολος κι αν είναι, πάντα ακολουθεί η άνοιξη.
Φάνης Τσοκανάς