Για την Ιταλία και την Αγγλία, η κορυφή της Ευρώπης χωράει έναν και την Κυριακή το βράδυ θα γνωρίζουμε εάν οι Ατζούρι θα επαναλάβουν την επιτυχία του 1968 ή εάν το ευρωπαϊκό στέμμα ταξιδέψει στη γενέτειρα του σύγχρονου ποδοσφαίρου για πρώτη φορά, αλλά μια διπλή κόντρα τους πριν σχεδόν 45 χρόνια έμεινε στην ιστορία!
Γράφει ο Αργύρης Κωστούρος
Στα μέσα της δεκαετίας του '70, Ιταλοί και Άγγλοι περνούσαν κρίση σε επίπεδο εθνικής ομάδας. Οι Ατζούρι, με προπονητή τον Φούλβιο Μπερναρντίνι που είχε αντικαταστήσει τον Φερούτσιο Βαλκαρέτζι που τους είχε οδηγήσει στην κορυφή το 1968, δεν κατάφεραν να προκριθούν για την τελική φάση του EURO ’76.
Αυτή η αποτυχία λειτούργησε ως καταλύτης εξελίξεων. Την ομάδα αναλαμβάνει ο Έντζο Μπέαρζοτ, που πήρε προαγωγή από την Εθνική Νέων, όπου επί έξι χρόνια είχε κάνει εκπληκτική δουλειά, αναδεικνύοντας νέα ταλέντα. Από την πρώτη ημέρα έβαλε τελεία στην κατρακύλα των Ατζούρι . Από την παλιά φρουρά κράτησε στη ομάδα όσους του ήταν χρήσιμοι και ανανεώνοντας το στυλ παιχνιδιού της.
Το κατενάτσιο άρχισε σιγά σιγά να εγκαταλείπεται, κάτι πολύ δύσκολο, αφού πήγαινε κόντρα στην ιταλική σχολή ποδοσφαίρου που είχε δομηθεί έτσι για δεκαετίες, ενώ παράλληλα απελευθέρωσε το παιχνίδι των μεσοεπιθετικών πείθοντας τους πως δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο των Δυτικών ούτε από την ποιότητα των Λατινοαμερικάνων.
Η Αγγλία παρά την παρουσία της στον πάγκο του αναμορφωτή της Λιντς Ντον Ρέβι που αντικατέστησε τον Ιούλιο του '74 τον Σερ Αλφ Ράμσει δεν είχε καταφέρει να ξεφύγει μετά την παρουσία της στα μεξικάνικα γήπεδα το 1970, από το δραματικό μοτίβο που είχε περιέλθει σε όλη την διάρκεια της δεκαετίας, χάνοντας τις προκρίσεις στις μεγάλες διοργανώσεις στο.. παρά πέντε, από ομάδες που ήταν ανερχόμενες δυνάμεις στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο .
Το παιχνίδι της εξακολουθούσε να διέπεται από τις μονοδιάστατες και πάγιες αρχές του βρετανικού ποδοσφαίρου, με τις ψηλές σέντρες, την προβλέψιμη ανάπτυξη του παιχνιδιού, την χρησιμοποίηση ενός φουνταριστού και μία γενικότερη αφέλεια και εμμονή που διακατείχε τη κουλτούρα της.
Στις 17 Νοεμβρίου 1976, θα παιζόταν η πρώτη πράξη για το ποια ομάδα θα ταξιδέψει στη χώρα του δικτάτορα Βιντέλα. Τα εισιτήρια ( 90.000 ) εξαντλήθηκαν τις δύο πρώτες ημέρες της διάθεσης τους, οι μαυραγορίτες έκαναν χρυσές δουλειές, καθώς ένα «μπιλιέτο» έφτασε να πωλείται μέχρι και 2.500 δρχ (σε αντιστοιχία με τις ελληνικές δραχμές), ένα αρκετά μεγάλο ποσό για την εποχή, και το «Ολύμπικο» της Ρώμης θα γνώριζε στιγμές μεγάλης ποδοσφαιρικής μυσταγωγίας.
Ο Έντζο Μπέαρζοτ δεν αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα στελέχωσης, ενώ επικρατούσε άριστο κλίμα ανάμεσα στους παίκτες. Η βάση της ομάδας ήταν η Γιουβέντους ( Τζοφ, Κουκουρέντου, Ταρντέλι, Καούζιο, Μπέτεγκα, Τζεντίλε ), ενώ την ενδεκάδα συμπλήρωναν οι Φακέτι, Μπενέτι, Αντονιόνι, Γκρατσιάνι, Καπέλο. Ο Ντον Ρέβι προβληματιζόταν για την κατάρτιση της ενδεκάδας, καθώς ο τραυματισμός του αμυντικού της Λιντς Μέιντλι τον έφερε σε δύσκολη θέση και η επιλογή θα γινόταν ανάμεσα στον Έμλιν Χιουζ της Λίβερπουλ και του δεξιού μπακ της Ίπσουϊτς Κέβιν Μπίτι . Οι δυσκολίες δεν σταματούσαν εδώ, καθώς τρεις παίκτες ( Σταν Μπόουλς, Κλέμεντ και Τσέρυ ) ήταν άρρωστοι με πυρετό.
Στο παρασκήνιο, υπήρχε έντονη δυσαρέσκεια από τον αγγλικό Τύπο και την ομοσπονδία για τον Ντον Ρέβι, που δεν είχε βρει δυο χρόνια χημεία στην ομάδα!
Οι Άγγλοι στόχευαν και στην ισοπαλία, ενώ οι Ιταλοί ήθελαν μόνο τη νίκη για να έχουν το πάνω χέρι. Ο αγώνας μεταδόθηκε τηλεοπτικά σε πολλές χώρες του κόσμου, και στην Ελλάδα μέσω της ΕΡΤ που δαπάνησε 75.000 δρχ για να εξασφαλίσει την εικόνα από τη Eurovision και την ιταλική τηλεόραση, ενώ το παράδοξο ήταν πως ο πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζούλιο Αντρεότι, απαγόρευσε στη RAI να μεταδώσει ζωντανά το ματς, διότι η ώρα έναρξης (3.30 το μεσημέρι) ήταν απαγορευτική για τους Ιταλούς εργαζόμενους που δεν θα πήγαιναν στη δουλειά μένοντας σπίτι για να παρακολουθήσουν τον αγώνα από την μικρή οθόνη .
Ο Ντον Ρέβι δήλωνε πριν τη σέντρα πως οι Ιταλοί έχουν το άγχος για τη νίκη. Οι δηλώσεις του πείσμωσαν τους παίκτες του Μπέαρζοτ που από την αρχή πήραν τα ηνία. Λίγα λεπτά πριν λήξει το α΄ ημίχρονο, το απευθείας χτύπημα φάουλ του Τζιανκάρλο Αντονιόνι βρήκε στο… πόδι του Κήγκαν ξεσήκωσε 85.000 Ιταλούς τιφόζι για το 1-0.
Στην επανάληψη, το παιχνίδι χαρακτηρίστηκε από τη σκληρότητα του, με αποκορύφωμα την γροθιά του Μπενέτι στον Μακ Φάρλαντ που δεν τιμωρήθηκε με κόκκινη κάρτα καθώς δεν έγινε αντιληπτή. Όσο περνούσαν τα λεπτά, οι Ιταλοί κυνηγούσαν με πάθος το δεύτερο γκολ και παρά το φοβερό σουτ του Γκρήνοφ που εξουδετέρωσε ο Τζοφ, δώδεκα λεπτά πριν το φινάλε, ο μαγικός συνδυασμός Καπέλο-Κάουζιο-Μπενέτι και η σέντρα συστημένη στο κεφάλι του Ρομπέρτο Μπέτεγκα διαμόρφωσε το τελικό 2-0.
Η Ιταλία τίθεται επικεφαλής στον όμιλο και παρά τις δηλώσεις του Ντον Ρέβι, πως οι Ιταλοί θα χάσουν στο Γουέμπλεϊ, τον Οκτώβριο του '77, ένα μήνα πριν οι δύο ομάδες συναντηθούν στο Ναό του ποδοσφαίρου για την δεύτερη μονομαχία τους, οι Ατζούρι κονιορτοποιούν με 6-1 την Φινλανδία, με καρέ από τον Μπέτεγκα, δίνοντας ουσιαστικά τέλος στην υπόθεση πρόκριση, αφού είχαν προβάδισμα τεσσάρων γκολ στη διαφορά τερμάτων από τους Άγγλους.
Στις 16 Νοέμβριου 1977, η Αγγλία ήθελε νίκη με 4-0 για να προκριθεί στη διαφορά τερμάτων, με την προϋπόθεση πως οι Ιταλοί δεν θα νικούσαν με 5-0 το Λουξεμβούργο στο τελευταίο ματς του ομίλου. Ο Ντον Ρέβι αποτελούσε παρελθόν αφού είχε φύγει στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα παραιτούμενος ξαφνικά και την ομάδα είχε αναλάβει ο πρώην μάνατζερ της Γουέστ Χαμ Ρον Γκρήνγουντ. Τα «Λιοντάρια», παρά την εδαφική υπεροχή τους, δεν κατόρθωσαν να πετύχουν το στόχο αλλά δυο γκολ του Κέβιν Κήγκαν και του Τρέβορ Μπρούκινγκ έδωσαν μια Πύρρειο νίκη. Όμως δεν ήταν αρκετά για να σβήσουν τον εφιάλτη του δεύτερου συνεχόμενου αποκλεισμού από ένα Μουντιάλ, βυθίζοντας την Αγγλία στην εσωστρέφεια και την περισυλλογή πριν επανέλθουν στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’80 στις μεγάλες διοργανώσεις.