Πηγή έμπνευσης για τους συμπατριώτες του, «φύτεψε» το σπόρο για να τον διαδεχθούν μεταγενέστεροι σπουδαίοι άσοι στο ποδοσφαιρικό στερέωμα. Ελάχιστοι τίμησαν όσο εκείνος τη φανέλα με το εθνόσημο, σχεδόν κανένας δεν λατρεύτηκε τόσο από δύο έθνη. Την πρώην Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα. Κανένας «πρίγκιπας» δεν διέθετε «φονικότερο» επιθετικό ένστικτο… Ο λόγος για τον Ντούσαν Μπάγεβιτς.
Γεννημένος στις 10 Δεκεμβρίου του 1948 στο Μόσταρ της σημερινής Βοσνίας και Εζεργοβίνης, ο Μπάγεβιτςεντάχθηκε στις τάξεις του ποδοσφαιρικού σωματείου της γενέτειράς του, τη Βελέζ, την οποία υπηρέτησε με αφοσίωση για περισσότερο από μια δεκαετία. Με τα χρώματά της κατέγραψε περισσότερες από 250 συμμετοχές και σημείωσε πάνω από 150 γκολ, ενώ το 1970 «μάτωσε» 20 φορές τα αντίπαλα δίχτυα στο γιουγκοσλαβικό πρωτάθλημα.
Ο πολυδιάστατος φορ ξεδίπλωσε το ταλέντο του με γοργούς ρυθμούς. Οι κόποι του δεν άργησαν να καρποφορήσουν, καθώς του απονεμήθηκε το βραβείοτου καλύτερου Γιουγκοσλάβου ποδοσφαιριστή της χρονιάς για το 1972. Όντας επιθετικός πυλώνας στη Βελέζ, το 1974 η ομάδα «άγγιξε» για πρώτη φορά τον τίτλο, αλλά εν τέλει έχασε την κούπα του πρωταθλητή στο νήμα, αφού μειονεκτούσε στη διαφορά τερμάτων έναντι της Χάιντουκ Σπλιτ.
Τα ανδραγαθήματά του δεν πέρασαν απαρατήρητα, μιας και από το 1970 έως το 1977 εξελίχθηκε σε αναντικατάστατο στέλεχος της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Η σπάνια πλαστικότητα, η αρμονία στις κινήσεις του με δεδομένο το ύψος του, η ευστροφία του μέσα στο παιχνίδι σε συνδυασμό με την άμεση εκτέλεση και την εγγενή του έφεση στο σκοράρισμα, τον κατέστησαν αστραφτερό πετράδι στην καλοκουρδισμένη μηχανή των «πλάβι». Κορωνίδα των επιτυχιών του «πρίγκιπα του Νερέτβα» με το εθνόσημο αποτέλεσαν οι σπουδαίες παρουσίες του σε ένα μίνι Μουντιάλ που διεξήχθη στη Βραζιλία το 1972. Ο υψηλόσωμος επιθετικός πραγματοποίησε μοναδικές εμφανίσεις, βρίσκοντας δίχτυα 13 φορές συνολικά και όπως ήταν αναμενόμενο απέσπασε τον τίτλο του αρχισκόρερ της διοργάνωσης.
Η ανεπανάληπτη παράσταση κόντρα στη Βενεζουέλα!
Φυσικά, δεν θα μπορούσε να μη γίνει ιδιαίτερη μνεία σε ένα ρεσιτάλ ποδοσφαιρικού μεγαλείου σαν και αυτό το οποίο προσέφερε ο Ντούσκο την Τετάρτη 14 Ιουνίου 1972 απέναντι στη Βενεζουέλα. Ευρισκόμενοι στοβασικό σχήμα παίκτες όπως ο Βλαγκόιε Μπράτιτς, ο Γιόζιπ Καταλίνσκι, ο Ντράγκοσλαβ Στεπάνοβιτς, ο Γιόβαν Ασίμοβιτς, ο Ντράγκαν Τζάλιτς και βέβαια αιχμή του δόρατος και επιθετικό ενορχηστρωτή τον χαρισματικό Ντούσαν Μπάγεβιτς, η διαφορά δυναμικότητας έμοιαζε χαώδης. Στοιχείο το οποίο πιστοποιήθηκε λίγο αργότερα και μέσα στον αγωνιστικό χώρο.
Για την ιστορία οι έντεκα της πρώην Γιουγκοσλαβίαςπου ξεκίνησαν στο συγκεκριμένο ματς ήταν οι: Μάριτς, Μπράτιτς, Καταλίνσκι, Πάβλοβιτς, Στεπάνοβιτς, Κριβόκουτσα, Ασίμοβιτς, Όμπλακ, Πέτκοβιτς, Τζάγιτς, Μπάγεβιτς.
Ο Μπάγεβιτς έσυρε πρώτος το χορό των γκολ μόλις στο 5’, ενώ 12 λεπτά αργότερα ανέβασε το δείκτη του σκορ στο 2-0. Τη σκυτάλη παρέδωσε στους Τζάλιτς (20’) καιΑσίμοβιτς (37’) προτού ο Ποπιβόντα (44’)διαμορφώσει το 5-0.
Η αρμάδα του Μπόσκοφ δεν έδειξε κανένα σημάδι οίκτου ούτε στο δεύτερο μέρος, με συνέπεια ο Μπάγεβιτς να χριστεί σκόρερ για τρίτη φορά (48’). Τρία λεπτά μετά, ο Στεπάνοβιτς τον μιμήθηκε «γράφοντας» το 7-0. Σειρά είχε ο Καταλίνσκι (54’). Οι μοίρες του ποδοσφαίρου, ωστόσο, είχαν ορίσει το ματς να τελειώσει όπως ακριβώς ξεκίνησε. Δηλαδή, με τον Μπάγεβιτς να προσθέτει άλλα δύο φορές το λιθαράκι του (68’, 74’) και το δείκτη του σκορ να σταματά στο ιλιγγιώδες 10-0!
Τα κατορθώματα του «πρίγκιπα του Νερέτβα» ήταν νομοτελειακά απίθανο να μην επιβραβευθούν με την κλήση του στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα ενόψει του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1974. Ο Μίλαν Μιλιανιτς με τον οποίο ο Ερυθρός Αστέρας κατέκτησε τέσσερα πρωταθλήματα και τρία κύπελλα, ενώ είχε και ένα πέρασμα από τον πάγκο της Ρεάλ Μαδρίτης, τον συμπεριέλαβε στην αποστολή για το Μουντιάλ της Γερμανίας. Η κληρωτίδα στη φάση των ομίλων δεν χαμογέλασε στους «πλάβι» (Βραζιλία, Σκωτία και το πρωτοεμφανιζόμενο σε τελική φάση Ζαΐρ -νυν Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό- σε ρόλο κομπάρσου).
Οι αναμετρήσεις μεταξύ Γιουγκοσλαβίας, Βραζιλίας και Σκωτίας δεν ανέδειξαν νικήτρια και οι τρεις τους μάχονταν, προκειμένου να διασφαλίσουν την πρόκριση. Υπήρξε ισοβαθμία, αφού η κάθε ομάδα είχε συγκεντρώσει 4 βαθμούς. Απότοκο αυτού; Τα πάντα να κριθούν στο φινάλε. Νωρίτερα οι «πλάβι» είχαν προλάβει να κονιορτοποιήσουν με σκορ 9-0 στις 18 Ιουνίου το Ζαΐρ τη δεύτερη αγωνιστική. Πρωταγωνιστής στην επίδειξης ισχύος απέναντι στους δύσμοιρους Αφρικανούς, φυσικά ο Μπάγεβιτς που βρήκε δίχτυα τρεις φορές. Πρώτα με το κεφάλι (8’), ύστερα πάλι με κεφαλιά (30’) για το 5-0 και με υποδειγματικό σουτ στην κίνηση (81’) για να ολοκληρώσει το χατ τρικ και να διαμορφώσει το τελικό σκορ. Τα υπόλοιπα τέρματα είχαν σημειώσει οι Τζάγιτς (14’), Σούργιακ (18’),Καταλίνσκι (22’), Μπογκίσεβιτς (35’), Όμπλακ (61’) και Πέτκοβιτς (65’). Στην επόμενη φάση της διοργάνωσης το συγκρότημα του Μίλιανιτς δεν χάραξεανάλογη πορεία και αποχαιρέτησε.
Γραμμένος στη Βίβλο του ποδοσφαίρου
Αξιοθαύμαστο ότι κατά την επταετία του με το εθνόσημο βρήκε το δρόμο προς τα δίχτυα 29 φορές σε 37 ματς, επίδοση που του επιτρέπει να κατέχει έως σήμερα το καλύτερο ποσοστό επίτευξης τερμάτων ανά εμφάνιση! Το συγκεκριμένο στατιστικό δε, αποκτά ακόμα μεγαλύτερη αξία αν δει κανείς ποια ονόματα προσπερνάει στο συγκεκριμένο τομέα. Μερικά από αυτά; Ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών, ο ΣτέφανΜπόμπεκ, ο Πρέντραγκ Μιγιάτοβιτς και ο ΤόντορΒεσελίνοβιτς.
Το αποτύπωμα του Μπάγεβιτς στο -με μακραίωνη ιστορία- ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι της πάλαι ποτέ ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, μα και όλων των κρατών μετά τη διάσπαση του 1992, παραμένει φάρος και πυξίδα για τις επόμενες γενιές, καθώς πρόκειται για τον μοναδικό ποδοσφαιριστή ο οποίος έχει πετύχει χατ τρικ σε τελική φάση παγκόσμιας ή ευρωπαϊκής διοργάνωσης!
Τον Ιούνιο του 1977 γράφεται το όνομα του στις αθλητικές εφημερίδες για την ΑΕΚ που μόλις είχε φτάσει στα ημιτελικά του Κυπέλλου UEFA. Η άφιξη του στην Ελλάδα συνοδευόμενος από τον Φραντισεκ Φάντρονκ τον τότε προπονητή της ΑΕΚ αντιμετωπίστηκε από τον τύπο ως η αρχή μιας νέας εποχής για την ομάδα. Θα αποδεικνυόταν πολύ σωστό αφού η Ένωση του Λουκά Μπάρλου τα επόμενα χρόνια θα κατακτούσε τίτλους παίζοντας θαυμάσιο ποδόσφαιρο!
«Μεγάλη υπόθεση να συνδυάζεσαι με το συμπαίκτη σου σχεδόν με κλειστά μάτια, μόνο με τη σκέψη»
Ο άλλοτε συμπαίκτης του στην ΑΕΚ, Θωμάς Μαύρος, με τον οποίο μεγαλούργησαν επί σειρά ετών και προσέφεραν απλόχερα ουκ ολίγες στιγμές ποδοσφαιρικής μαγείας στους φιλάθλους, συνθέτοντας το κορυφαίο επιθετικό δίδυμο που πάτησε ποτέ σε ελληνικά γήπεδα, στη βιογραφία του με τίτλο «Ποιος, Ποιος, Ποιος, ο Μαύρος ο Θεός» στέκεται στην αγαστή συνεργασία που είχαν στο χορτάρι. Στο μέρος όπου έσπερναν τον τρόμο στις αντίπαλες άμυνες.
«Διδαγμένοι και οι δυο σωστό ποδόσφαιρο, αναγνωρίζαμε με όμοιο τρόπο πού και πώς πρέπει να τοποθετηθούμε και να κινηθούμε μέσα στο γήπεδο. Έτσι, αποφεύγαμε τα λάθη και τις αστοχίες. Όταν ξεκινούσαμε επίθεση, ήξερα το παιχνίδι του, πώς θα αντιδράσει, σε ποια θέση θα κινηθεί. Το ίδιο και εκείνος. Αν έπαιρνε την μπάλα στα πόδια του, γνώριζα σε ποιο σημείο θα κόψει την πορεία της και έτρεχα-εννοείται εκεί-. Μεγάλη υπόθεση να πιάνει ο συμπαίκτης σου το μήνυμα σε δευτερόλεπτα και να συνδυάζεσαι μαζί του σχεδόν με κλειστά μάτια, μόνο με τη σκέψη».
Με τους «κιτρινόμαυρους» σε μια τετραετία (1977-1981) πέτυχε 91 γκολ σε 135 επίσημες συμμετοχές. Τη σεζόν 1979/1980 παρέλαβε το βραβείο του πρώτου σκόρερ στο ελληνικό πρωτάθλημα με 25 τέρματα. Επιπρόσθετα, πανηγύρισε μαζί τους την κατάκτηση των πρωταθλημάτων 1978, 1979 και του κυπέλλου το1978.
Σημαντική παρακαταθήκη ο «πρίγκιπας» άφησε και από το πόστο του προπονητή τόσο στην «Ένωση» (τέσσερα πρωταθλήματα, ένα κύπελλο, ένα Σούπερ Καπ και ένα Λιγκ Καπ Ελλάδος), όσο και στο ποδόσφαιρο της χώρας συνολικά. Μάλιστα, αποφάσισε να «διαβεί το Ρουβίκωνα», αναλαμβάνοντας την τεχνική ηγεσία του Ολυμπιακού σε μια κίνηση που προξένησε αντιδράσεις. Το έργο του στους «ερυθρόλευκους» χαρακτηρίστηκε δικαίως εξίσου επιτυχημένο (τέσσερα πρωταθλήματα και δύο κύπελλα) και στο παλμαρέ του υπάρχει ακόμα ένα κύπελλο με τον ΠΑΟΚ (2001). Τέλος, είχε ένα σύντομο πέρασμα από τον Άρη και τον Ατρόμητο.
Παναγιώτης Ιωάννου