Η πορεία του Μίμη Παπαϊωάννου από τη Νέα Νικομήδεια της Ημαθίας, προς την αιωνιότητα.
Το ελληνικό ποδόσφαιρο, από το πρωί της Τετάρτης (14/03), είναι φτωχότερο. Ο Μίμης Παπαϊωάννου έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών. Ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής στην ιστορία της ΑΕΚ, ο κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής του 20ου αιώνα, όπως αναδείχθηκε από τη Διεθνή Υπηρεσία Στατιστικής Ποδοσφαίρου (IFFHS) το 2000, ένας παντοτινός «φάρος» αθλητισμού.
Άλλωστε, στο νέο γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια, η μορφή του κοσμεί έναν από τους τέσσερεις πυλώνες του. Κίνηση συμβολική, προς τους ισάριθμους ποδοσφαιρικούς γίγαντες (Νεστορίδης, Σεραφείδης, Παπαϊωάννου, Μαύρος) που σήκωσαν στους ώμους τους, ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας τόσο του συλλόγου, όσο και του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Τα κατορθώματά του, πάντως, θα κρατήσουν πάντοτε τη «φλόγα» της μνήμης του ζωντανή.
Από ένα χωριό της Βέροιας...
Άλλωστε, στο νέο γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια, η μορφή του κοσμεί έναν από τους τέσσερεις πυλώνες του. Κίνηση συμβολική, προς τους ισάριθμους ποδοσφαιρικούς γίγαντες (Νεστορίδης, Σεραφείδης, Παπαϊωάννου, Μαύρος) που σήκωσαν στους ώμους τους, ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας τόσο του συλλόγου, όσο και του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Τα κατορθώματά του, πάντως, θα κρατήσουν πάντοτε τη «φλόγα» της μνήμης του ζωντανή.
Από ένα χωριό της Βέροιας...
Ο Μίμης Παπαϊωάννου γεννήθηκε στις 23 Αυγούστου του 1942 στη Νέα Νικομήδεια της Ημαθίας, όπου έπαιξε για πρώτη φορά ποδόσφαιρο, πριν τον αποκτήσει η Βέροια το 1959. Τρία χρόνια αργότερα (1962), έναντι ποσού ρεκόρ για την εποχή (175 χιλ. δραχμές) η ΑΕΚ αποσπά την υπογραφή του, μετά από προτροπή του Τρύφωνα Τζανετή και απόφαση του προέδρου, Νίκου Γκούμα. Μία μεταγραφή ενός 20χρονου παιδιού, που έμελλε να γίνει θρύλος της και να την «υπηρετήσει» πιστά, έως το 1979.
Από το πρώτο του παιχνίδι, έδειξε πως επρόκειτο για ένα ποδοσφαιρικό «διαμάντι». Σκόραρε στο ντεμπούτο του στα «κιτρινόμαυρα», στη νίκη της ΑΕΚ με σκορ 7-2 επί του Αιγάλεω, στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος.
Το «χρυσό» κεφάλαιο της ΑΕΚ
Πλάι στον έτερο θρύλο της «Ένωσης», τον Κώστα Νεστορίδη, αλλά και σε άλλους μεγάλους άσους της εποχής, ο Μίμης Παπαϊωάννου συνέβαλε τα μέγιστα στην κατάκτηση πέντε πρωταθλημάτων (1963, 1968, 1971, 1978, 1979) και τριών Κυπέλλων Ελλάδας (1964, 1966, 1978). Παρά το νεαρό της ηλικίας του, από την αρχή της καριέρας του λογιζόταν ως μεγάλη μορφή και αστέρας του ποδοσφαίρου. Μάλιστα, από το 1969 κι έπειτα, όταν αποσύρθηκε ο Ανδρέας Σταματιάδης, διετέλεσε αρχηγός της ΑΕΚ, φορώντας το περιβραχιόνιο στο πρωτάθλημα του 1971, αλλά και στο νταμπλ του 1978.
Παράλληλα, αποτέλεσε ηγετικό μέλος της ομάδας που έφτασε τόσο στα προημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών τη σεζόν 1968/69, όσο και αυτής που βρέθηκε έως τα ημιτελικά του Κυπέλλου UEFA το 1977. Άλλωστε, ήταν η δική του κεφαλιά -χαρακτηριστικό του παιχνιδιού- η οποία έστειλε το ματς με την ΚΠΡ στην παράταση, όπου και «σφραγίστηκε» το εισιτήριο για τους «4».
Παρότι δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός (1,70μ), τα αθλητικά του προσόντα και κυρίως, το επιτόπιο άλμα του, ήταν αυτά που τον καθιστούσαν πολύ ικανό στις κεφαλιές. Παράλληλα, διέθετε φοβερή τεχνική κατάρτιση και «φονικό» αριστερό πόδι, που του επέτρεπε να δημιουργεί, αλλά και να εκτελεί, είτε αγωνιζόταν ως επιθετικός, είτε ως επιθετικός χαφ.
Ένα από τα μεγαλύτερα «παράσημα»; Πως σε 17 χρόνια καριέρας ουδέποτε αποβλήθηκε, παρότι κλήθηκε πολλές φορές να αντιμετωπίσει αντιαθλητικές συμπεριφορές εντός αγωνιστικού χώρου! Ήταν, εκτός από αρτίστας του ποδοσφαίρου, ένας πραγματικός τζέντλεμαν, γεγονός για το οποίο τον αναγνώρισε ολόκληρη η φίλαθλη Ελλάδα.
Η καριέρα του στην ΑΕΚ ολοκληρώθηκε μετά από 566 εμφανίσεις συνολικά, εντός κι εκτός συνόρων, και 289 γκολ, επίτευγμα που τον καθιστά έως και σήμερα, πρώτο σκόρερ στην ιστορία του συλλόγου. Παράλληλα, αναδείχθηκε δύο φορές πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος της Α' Εθνικής: τόσο τη σεζόν 1963/64 με 29 γκολ, όσο και αυτήν του 1965-66 με 24, πριν «κρεμάσει» τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια το 1980, με τη φανέλα του Παγκύπριου.
Μάλιστα, επί χρόνια ήταν ο κορυφαίος σε συμμετοχές και γκολ με την ΑΕΚ στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, με παρουσία σε 35 ματς και 11 τέρματα. Χρειάστηκε να φτάσουμε στα τέλη της δεκαετίας του '90, όταν τα ευρωπαϊκά παιχνίδια είχαν πολλαπλασιαστεί πλέον, για να τον ξεπεράσει ο Ντέμης Νικολαΐδης, που «σταμάτησε» στα 26. Τα έντεκα του Μίμη Παπαϊωάννου, όμως, τον διατηρούν έως σήμερα, στη 2η θέση της σχετικής λίστας.
Καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής του 20ου αιώνα
Ιστορία «έγραψε», προφανώς, και με τη φανέλα της Εθνικής Ελλάδας. Φόρεσε 61 φορές τη φανέλα με το εθνόσημο στο στήθος, τις οποίες συνδύασε με την επίτευξη 20 γκολ.
Αποτελεί τον πέμπτο σκόρερ στην ιστορία της, ενώ στην πρώτη παρουσία του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος σε Παγκόσμιο Κύπελλο, αυτό των ΗΠΑ εν έτει 1994, διετέλεσε βοηθός προπονητή του Αλκέτα Παναγούλια.
Μία από τις μεγαλύτερες τιμές για τον Μίμη Παπαϊωάννου ήρθε έξι χρόνια αργότερα.
Το φθινόπωρο του 2000 αναδείχθηκε από τη Διεθνή Υπηρεσία Στατιστικής Ποδοσφαίρου (IFFHS) ως ο κορυφαίος Ελληνας ποδοσφαιριστής, με βάση τα αγωνιστικά πεπραγμένα του με την ΑΕΚ και με την Εθνική Ομάδα.
Η ΑΕΚ τον είχε τιμήσει, με αφορμή αυτή την εκλογή του, με τη διοργάνωση ενός αγώνα Παλαιμάχων στη Νέα Φιλαδέλφεια με αντίπαλο ομάδα Γερμανών επιλέκτων.
Πολλά αστέρια της «Μάνσαφτ» βρέθηκαν στο στάδιο της Νέας Φιλαδέλφειας, μεταξύ άλλων και ο θρύλος Γκερντ Μίλερ, ως προπονητής των Σούστερ, Βοτάβα, Αμπράμτσικ κ.α. Ωστόσο, δεν διακρίθηκε, ούτε μνημονεύεται -και θα μνημονεύεται- μόνο για τις ποδοσφαιρικές του ικανότητες.
Η αγάπη για το τραγούδι, ο Στέλιος Καζαντζίδης και ο ύμνος της ΑΕΚ
Η γνωριμία του Μίμη Παπαϊωάννου με τον Στέλιο Καζαντζίδη, που εξελίχθηκε σε στενή φιλία, τον έφερε πιο κοντά στο τραγούδι. Μάλιστα, το καλοκαίρι του 1965 έκαναν και κοινή περιοδεία!
Η Ρεάλ Μαδρίτης «θαμπωμένη» από τις ικανότητές του, μετά από ένα φιλικό κόντρα στην ΑΕΚ, του προσέφερε 750 χιλ. δραχμές και τέσσερα εκατ. στον σύλλογο. Υπό τον φόβο των αντιδράσεων των οπαδών, όμως, η μεταγραφή δεν έγινε ποτέ.
Ήταν μία ευκαιρία ζωής, που χρειάστηκε χρόνο για να την ξεπεράσει. Ο χρόνος αυτός πέρασε δίπλα στον Στέλιο Καζαντζίδη, ο οποίος, κατά δήλωση του ίδιου του Μίμη Παπαϊωάννου, τον συμβούλεψε:
«Ο Στέλιος, όταν βρισκόμουν σε δίλημμα για το τι ακριβώς έπρεπε να αποφασίσω να κάνω στη ζωή μου, ήταν ο φίλος που μου έδωσε τη σωστή συμβουλή. Ήμουν τυχερός στη ζωή μου που υπήρξα φίλος του. Από αυτόν τον μέγιστο βάρδο, έμαθα να μετράω την ψυχή περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη ζωή.
"Μίμη, στο τραγούδι το παλεύεις, θα είσαι βιοπαλαιστής. Έχω την εντύπωση πως πρέπει να γυρίσεις σ’ αυτό που ξέρεις να κάνεις καλά και είμαι βέβαιος πως θα δικαιωθείς. Πήγαινε να παίξεις ποδόσφαιρο και κάποια μέρα θα με θυμηθείς"».
Πράγματι, αυτό έκανε και όπως τόνισε σε παλαιότερη συνέντευξή του: «Αυτό ήταν. Χωρίς το πρόβλημά μου να είναι οικονομικό, άλλαξα γνώμη και είπα μέσα μου: "Για πάντα στην ΑΕΚ!" και δεν το μετάνιωσα ποτέ…»
Η περιπέτεια αυτή, άλλωστε, έφερε ένα ακόμα μεγάλο δώρο στην ΑΕΚ από τον Μίμη Παπαϊωάννου: τον ύμνο του συλλόγου που ηχεί έως σήμερα, από τα ηχεία στην είσοδο, σε κάθε γκολ και σε κάθε όμορφη/δύσκολη στιγμή της.
Ένας ύμνος σε μουσική Στέλιου Καζαντζίδη, στίχους Χρήστου Κολοκοτρώνη και ερμηνεία του Μίμη Παπαϊωάννου, που όπως τόνισε η ΠΑΕ ΑΕΚ στο μήνυμά της:
«Είναι ο ύμνος που τραγουδάμε όλοι εδώ και μισό αιώνα και που θα τον τραγουδήσουμε ξανά, για να πούμε το δικό μας αντίο στον μεγάλο αρχηγό!»
Φάνης Τσοκανάς
www.bnsports.gr