Ο Άντονι Χέιγουορντ μπήκε με θόρυβο στον μπασκετικό χάρτη πριν από 25 χρόνια κι έζησε αναγνώριση επιπέδου ροκ σταρ μέσα από τη συνεργασία του με την «AND1», κάνοντας περιοδείες σε όλο τον κόσμο. Ο ορίτζιναλ… half man-half amazing, λίγο πριν τον Βινς Κάρτερ, έχασε το «τρένο του NBA και είναι εντάξει με αυτό.
Ο Άντονι Χέιγουορντ θα μπορούσε να κάνει τρομερή καριέρα στο μπάσκετ, φτάνοντας μέχρι το NBA, αλλά δεν το κυνήγησε ποτέ ουσιαστικά. Αντί για κάποιο από τα 30 παρκέ στις πόλεις με τα μεγάλα φώτα, πρωταγωνίστησε σε έναν μπασκετικό «θίασο» την «AND1» γυρίζοντας τις ΗΠΑ και όλο τον κόσμο. Ξέρει ότι θα μπορούσε να αφήσει εποχή ως επαγγελματίας, όμως δεν είπε όχι στα ταξίδια, τη χαρά του παιχνιδιού και μια αγνότερη μορφή ανταγωνισμού.
Το κολλέγιο εκείνα τα χρόνια ήταν η εξαίρεση
Από μικρός είχε αγαπήσει το μπέιζμπολ και εξασκούνταν σε αυτό, όμως ξαφνικά ψήλωσε τόσο πολύ που δεν του έκανε πια η φανέλα. Το Μπρούκλιν τη δεκαετία του 1970 ήταν άγρια περιοχή, με συμμορίες να παραμονεύουν παντού. Ένας φίλος τον είδε με αυξημένο μπόι και τον προσκάλεσε να παίξει στο πάρκο. «Έλα κι ακόμα κι αν δεν ξέρεις, είσαι ψηλός, κάτι θα κάνεις». Πήγε, έπαιξε και το πήρε πιο σοβαρά, κάνοντας εν τέλει και δύο σεζόν σε λύκειο. Τον ρώτησε τότε κάποιος αν σκέφτεται να πάει κολλέγιο και το βλέμμα του γέμισε αποστροφή και απορία. Μέχρι και τη δεκαετία του 1990 τα περισσότερα παιδιά δεν είχαν στο μυαλό τους να συνδυάσουν σπουδές και αθλητισμό κοιτώντας το μέλλον, Ζούσαν το «τώρα», όπως έκανε κι ο Χέιγουορντ. Είχε ακούσει να τον φωνάζουν «Half man-half amazing» όταν κάρφωσε σε ψηλότερο παίκτη και ζούσε ένα όνειρο. Μέσα στην ατυχία του ήταν βέβαια τυχερός, καθώς βρήκε τρόπο να κάνει αυτό που αγαπούσε. Πήγε στη Φιλανδία, την Ουρουγουάη και μετά από ένα μεγάλο πέρασμα από Λατινική Αμερική, γύρισε πίσω κι έπαιζε σε μικρά πρωταθλήματα.
«AND1»: Μόδα, μπάσκετ και σόου μαγνήτιζαν τα βλέμματα
Το 1993 ο Σεθ Μπέργκερ, ο Κόεν Γκίλμπερτ κι ο Τομ Όστιν ίδρυσαν την «AND1» στη Φιλαδέλφεια. Αρχικά πουλούσαν μπλουζάκια με διάφορα ιντριγκαδόρικα μπασκετικά μότο. Η απήχηση ήταν τεράστια και η «Foot Locker» την αγόρασε και τη βοήθησε να στήσει 1500 καταστήματα σε όλη τη χώρα, πουλώντας πλέον και παπούτσια Από την επόμενη χρονιά άρχισαν να εντάσσουν στο δυναμικό τους και παίκτες, έγιναν κάτι αντίστοιχο με τους Harlem Gloobetrotters, αλλά σε πιο σύγχρονη εκδοχή. Ο αδερφός του Μαρκ Τζάκσον, ο Τρόι «Escalade» ήρθε με φοβερό εκτόπισμα, ο «Professor» που μπορούσε να ντριμπλάρει σε τηλεφωνικό θάλαμο.
Η εταιρεία έβλεπε το brand να μεγαλώνει και πλέον είχε παίκτες του NBA να φορούν προϊόντα της, όπως ο Τζαμάλ Κρόφορντ κι ο Στεφόν Μάρμπουρι. Δεν έδινε παραστάσεις μόνο σε πάρκα, πλέον τα σόου γίνονταν και σε μεγάλα γυμναστήρια. Όλοι έρχονταν να δουν και στο τέλος να αγοράσουν μπλουζάκια με το DVD του αγώνα. Από το 1999 και για σχεδόν μια δεκαετία ήρθε κι ο Χέιγουορντ.
«Το πρώτο μου συμβόλαιο ήταν για τέσσερα ματς, 5.000 δολάρια. Αρχίσαμε σιγά σιγά να κάνουμε όλο και περισσότερα ταξίδια στις ΗΠΑ και το εξωτερικό. Δεν πήγα στο NBA και φταίω εγώ, μισούσα τα βάρη, νόμιζα ότι θα μου έριχναν την αθλητικότητα και τη δύναμη. Αν έδινα την προσοχή που έπρεπε, σίγουρα θα ήμουν καλός αναπληρωματικός.»
«Να μην κάνουν οι νέοι τα δικά μου λάθη»
Δεν έχει εγκαταλείψει το σπορ, πλέον παίζει ακόμα σε διάφορα τουρνουά, συμπληρώνοντας 35 χρόνια στο άθλημα και παράλληλα προπονεί όποιον του ζητήσει να ενταχθεί στο πρόγραμμά του.
«Πάντα λέω στα παιδιά ότι μπορούν να συνδυάσουν μπάσκετ και εκπαίδευση, αυτός είναι ο δρόμος και για πιθανή ευκαιρία στο NBA, αλλά και καλύτερη ζωή γενικότερα. Όταν έρχονται σε μένα θέλουν μόνο να καρφώνουν, βάζουν το κεφάλι κάτω και σκέφτονται μόνο αυτό. Δεν θα πάνε μπροστά έτσι πρέπει να τους δείξεις κι άλλα πράγματα. Ευτυχώς έκανα 14 χρόνια βοηθός δασκάλων σε περιπτώσεις παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες κι έχω υπομονή».
Ο Άντονι Χέιγουορντ έπαιξε ελεύθερα, χωρίς συστήματα και «πρέπει». Χάρηκε το μπάσκετ σε μια διαφορετική μορφή, όμως δεν στεναχωριέται που δεν μπήκε ποτέ στον μαγικό κόσμο του NBA, όμως προσπαθεί να διδάξει τους νέους για να πετύχουν αυτό που ο ίδιος δεν κατάφερε.
Γιώργος Διαλυνάς