Ο Μάικλ Τζόρνταν θεωρείται από τους περισσότερους ως ο G.O.A.T. (ο καλύτερος παίκτης όλων των εποχών). Πολύ πριν από εκείνον ένας άλλος παίκτης έφερε αυτόν τον τίτλο. Ο Ερλ Μάνιγκαλτ είχε όλο το ταλέντο του κόσμου, όμως του έλειπε το μυαλό για να το αξιοποιήσει σωστά.
Όταν γίνεται κουβέντα για το ποιος είναι ο καλύτερος μπασκετμπολίστας όλων των εποχών, πάντα ακούγεται το όνομα του Μάικλ Τζόρνταν κι ύστερα του Μάτζικ Τζόνσον, του ΛεΜπρόν Τζέιμς κι όλων των άλλων μεγάλων μορφών του αθλήματος. Κανείς όμως δεν μιλά για τον πρώτο παίκτη με το προσωνύμιο G.O.A.T. τον Ερλ Μάνινγκαλτ, τον αδικοχαμένο θρύλο του streetball.
Το πάρκο ήταν το σπίτι του
Γεννήθηκε στη Βόρεια Καρολίνα το 1944, μεγάλωσε όμως κι έζησε όλη του τη ζωή στο Χάρλεμ. Από μικρός πήγαινε σε όποιο ανοιχτό γήπεδο και πάρκο έβρισκε με μια μπάλα στο χέρι και ντρίμπλαρε μόνος του, μένοντας έξω ως αργά.
Λίγο μετά τα 10 άρχισαν να τον παρατηρούν οι μεγαλύτεροι στο Rucker Park, ένα γηπεδάκι της περιοχής που μάζευε ακόμα κι NBAερς τα καλοκαίρια. Ήταν πάντα υπό το άγρυπνο βλέμμα του Χόλοκομπ Ράκερ, που έκανε τα πάντα για να τον κρατήσει ασφαλή και προσπάθησε πάρα πολύ για να μείνει έτσι.
Όμως ο Μάνιγκαλτ γνώρισε εκεί πολλές μυστήριες φιγούρες, όπως τον Ντιέγκο, έναν πρώην παίκτη και προπονητή που παρατηρούσε τους μικρότερους όπως εκείνος, αλλά και τον χειρότερο απ’ όλους, τον «ΛεΓκράντ», έμπορο ναρκωτικών της περιοχής.
Για καιρό έμενε μακριά από τα μπλεξίματα έχοντας πάντα στο νου του την Mary, την κυρία που είχε τον είχε αναλάβει και τον φιλοξενούσε. Χάρη σ’ εκείνη είχε πάντα ένα πιάτο φαΐ και μια στέγη.
Όταν έπρεπε να παίξει στο Rucker τα ξέχναγε όλα. Αυτός η μπάλα και οι αντίπαλοι. Σε έναν αγώνα που έπρεπε πέρα από τις ικανότητες να έχεις και το στυλ για να ξεχωρίσεις και το είχε, σε πλεόνασμα μάλιστα. Έφτασε να παίζει μαζί με μύθους, όπως ο Λου Άλσιντορ (που μετέπειτα ασπάστηκε το Ισλάμ κι έγινε ο γνωστός Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ), τον Κόνι Χόκινς που πέρασε καιρό στους Χάρλεμ Γκλόουμπτροτερς και τον Τζούλιους Έρβινγκ, πολύ πριν γίνει ο ηγέτης των Σίξερς και τον μεγαλύτερο κι από την ίδια τη ζωή, Γουίλτ Τσάμπερλεϊν, που ήταν τότε κυρίαρχος στη Φιλαδέλφεια.
Ήταν μόλις 1.85 στο ύψος αλλά είχε τρομερό άλμα. Μάλιστα λέγεται ότι πρώτος αυτός έκανε το «διπλό κάρφωμα». Κάρφωνε, έπιανε τη μπάλα και ξανακάρφωνε πριν προσγειωθεί. Συνήθιζε μάλιστα να πιάνει κέρματα και χαρτονομίσματα από το ταμπλό σε διάφορα στοιχήματα.
Φοίτησε στο Λύκειο Μπέντζαμιν Φράνκλιν, όμως ποτέ δεν ταίριαξαν τα «χνώτα» του με το οργανωμένο μπάσκετ. Είχε κόντρα με τον προπονητή του κι έμοιαζε ξένο σώμα παρότι είχε βάλει ακόμα και 57 πόντους σε ένα ματς. Τον απέβαλαν τελικά καθώς δεν κρυβόταν πλέον η αγάπη του για τη Μαριχουάνα, αλλά θα είχε ακόμη μια ελπίδα.
Η τελευταία προσπάθεια του κυρίου Ράκερ
Ο προστάτης του όμως ο κύριος Ράκερ του έλεγε συνεχώς να κάνει υπομονή για να πάει στο NBA, αλλά τον έβλεπε να του φαντάζει πολύ μακρινό για τα δικά του δεδομένα, ήταν ένα παιδί της φιλοσοφίας «ζήσε το τώρα», όμως συνέχιζε να προσπαθεί να τον πείσει κι όλα έδειχναν πως τα κατάφερε.
Πήγε στη Βόρεια Καρολίνα σε άλλο σχολείο, πολύ αυστηρότερο. Έμαθε να διαβάζει, απέκτησε μόνιμη σχέση κι έγινε πατέρας, πολύ νωρίς δυστυχώς για τον ίδιο. Έμεινε μόλις έναν χρόνο και υποσχέθηκε να γυρίσει μόλις μαζέψει χρήματα όμως αυτά ήταν και τα τελευταία σχετικά ακίνδυνα χρόνια του.
Ο εθισμός στην ηρωίνη και το «φλερτ» με τον θάνατο
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και πέρα η ζωή του παίρνει μια απότομη στροφή προς το χειρότερο. Έχει αφήσει τη μαριχουάνα και έχει μπει για τα καλά στον κόσμο της ηρωίνης που πριν φοβόταν και να δει. Πίσω στο Χάρλεμ αρχίζει να την προμηθεύεται από τον «ΛεΓκράντ» που… κόβει και ράβει.
Βλέπει έναν φίλο του να δολοφονείται, άλλον να γυρνά βαριά τραυματισμένος. Προσπαθεί να κάνει τα πάντα για μια δόση, ο G.O.A.T. έχει γίνει εξαρτημένος και κοντεύει να πεθάνει από νοθευμένη ηρωίνη και υπερβολικές δόσεις.
Σε μια κλοπή που κάνει τον πιάνουν και μπαίνει στη φυλακή. Εκεί ο δεσμοφύλακας που τον βλέπει του ζητά κάτι που τον κάνει να γελάσει και να κλάψει ταυτόχρονα. «Ξέρω ποιος είσαι, θέλω ένα αυτόγραφό, ο γιος μου είναι μεγάλος θαυμαστής σου». Ξαφνικά τα θυμάται όλα κι ο «διακόπτης γυρίζει».
Αυτοκριτική κι αλλαγή
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 αποφασίζει να ξαναπάρει τη ζωή του στα χέρια του. Χτίζει σιγά σιγά επαφές με τη μητέρα του παιδιού του, προσπαθεί και γίνεται όλο και περισσότερο ο πατέρας που δεν ήταν ποτέ, κύριος όμως είναι καθαρός και δεν ντρέπεται γι’ αυτό.
Προσπαθεί να μιλήσει στα νέα παιδιά για να μην κάνουν τα ίδια λάθη και παλεύει να διώξει τους «βαρόνους» ναρκωτικών και τους διακινητές από τα πάρκα και το «Rucker». Προς το τέλος της ζωής του ιδρύει ένα τουρνουά που αναδεικνύει νεαρά ταλέντα, βοηθά πλέον ενεργά την κοινωνία.
Ξέρει ότι υπήρξε ένας… Τζιμ Μόρισον του μπάσκετ, με τον τραγουδιστή των «Doors» να πεθαίνει από τα ναρκωτικά. Εκείνος είχε νικήσει τη μάστιγα αλλά το τέλος πλησίαζε. Το 1998 το σώμα του δεν άντεξε άλλο τη μακρά προγενέστερη κακομεταχείριση. Μπορεί να μη νίκησε σωματικά, όμως πνευματικά στο τέλος εξουδετέρωσε τον δαίμονα εαυτού κι έφυγε έχοντας αλλάξει τη ζωή του και κυρίως τις ζωές πολλών άλλων.
Ο ίδιος έχει πει χωρίς περιστροφές: «Για κάθε Μάικλ Τζόρνταν υπάρχει ένας Ερλ Μάνιγκαλτ. Δεν μπορούμε όλοι να τα καταφέρουμε, κάποιος πρέπει και να αποτύχει. Εγώ ήμουν αυτός».
Η ζωή του έγινε ταινία το 1996 με τίτλο «Rebound: The Legend of Earl “The G.OA.T” Manigault» με πρωταγωνιστή τον Ντον Σιντλ και σκηνοθέτη στο ντεμπούτο του μάλιστα τον Έρικ ΛαΣέλ.
Γιώργος Διαλυνάς