Σαν σήμερα, στις 30 Ιανουαρίου 2007, έφυγε από τη ζωή ο απόλυτος... ζεν πρεμιέ του ελληνικού κινηματογράφου, αλλά και θεάτρου. Ο Νίκος Κούρκουλος έγινε γνωστός για το υποκριτικό του ταλέντο, τις τεράστιες επιτυχίες του στο σανίδι και στην μεγάλη οθόνη, αλλά και για τον «παροξυσμό» που δημιουργούσε στις θαυμάστριές του. Όμως, δεν αποτελούσε πάθος του μόνο η υποκριτική, αλλά και το ποδόσφαιρο, έχοντας την τιμή να αγωνιστεί στην ομάδα της καρδιάς του, τον Παναθηναϊκό.
Γράφει η Σουζάννα Μποντίνη
Δωρικός, στωικός, λαϊκός. Παράλληλα ευγενής και μετρημένος, αλλά και άκρως γοητευτικός. Αυτές είναι μερικές ενδεικτικές μόνο λέξεις που μπορούν να χαρακτηρίσουν τον Νίκο Κούρκουλο, τον γοή του ελληνικού κινηματογράφου.
Το πάθος του για την υποκρτική τον οδήγησε έξω από την πόρτα της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου το 1958, πλάι στον Μάνο Κατράκη. Αποφοίτησε με τεράστια επιτυχία και έκανε μια λαμπρή καριέρα, πολλές φορές μέσα από τον ρόλο του «κακού», ενός ανθρώπου που παρανομεί χωρίς να τον νοιάζουν οι επιπτώσεις.
Δεν ήταν ένας συνηθισμένος γόης. Το πρόσωπό του σκοτεινό, άγριο, τα μάτια του αντικατόπτριζαν το σκοτάδι της ψυχής του, απόρροια μιας προβληματικής ανατροφής, ίσως και καταστροφικής.
Δεν ήταν ένας τυποποιημένος σταρ της εποχής και σε αυτό συνέβαλε η επαφή του με το σανίδι, που διεύρυνε την γκάμα του. Δούλεψε δίπλα σε μεγάλα ονόματα και όμως κατάφερε να ξεχωρίσει. Υπηρέτησε το καλό κλασικό θέατρο, χωρίς να πτοείται από τους απαιτητικούς σκηνοθέτες με τους οποίους συνεργάστηκε.
Δεν άργησαν να έρθουν και τα βραβεία. Διακρίθηκε δύο φορές στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, κερδίζοντας το βραβείο πρώτου ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του στις ταινίες «Οι Αδίστακτοι» και «Αστραπόγιαννος». Ταινίες κοινωνικές, ταινίες που κατήγγειλαν την βαρβαρότητα εκείνης της εποχής και «ταρακούνησαν» την συνείδηση ενός υποταγμένου λαού.
Και να φανταστεί κανείς πως παραλίγο να γίνει... ποδοσφαιριστής. Κάτι το οποίο βέβαια δοκίμασε, και διέπρεψε! Αγαπούσε τον αθλητισμό από μικρό παιδί, και η αλήθεια είναι ότι πρώτη ενασχόληση αποτέλεσαν η κολύμβηση και το μπάσκετ. Ο μεγάλος του έρωτας, όμως, ήταν ανέκαθεν η «στρογγυλή θεά».
Ο πρώτος που τον έβαλε... στο μάτι ήταν ο Γιόζεφ Στραντ, ο προπονητής που έθεσε τις βάσεις της λειτουργίας της ακαδημίας του Παναθηναϊκού. Αγωνίστηκε ως μεσοεπιθετικός και, όπως ήταν λογικό, ξεκίνησε χαμηλά. Ήταν τέτοιο το ταλέντο του, παρ' όλα αυτά, που γίνονταν συζητήσεις για, προ των πυλών, ένταξή του στην πρώτη ομάδα του «τριφυλλιού».
Για δύο χρόνια (1951-1953) αγωνιζόταν με την δεύτερη ομάδα του Παναθηναϊκού, κυρίως σε φιλικά ματς. Οι προπονητές είχαν συνειδητοποίησει πως κρατούσαν στα χέρια τους ένα «ακατέργαστο διαμάντι» και η προαγωγή δεν θα αργούσε να έρθει.
Μιλάμε τώρα για μια περιόδο που το ρόστερ των «πράσινων» τιμούσαν τεράστια ονόματα. Λινοξυλάκης, Πανάκης, Θεοφάνης και αρκετοί ακόμη άσοι της εποχής έκαναν πιο δύσκολο το έργο του Κούρκουλου να βρει την θέση του στην πρώτη ομάδα. Ο Άγγλος τεχνικός, Χάρι Γκέιμ, τον είχε ξεχωρίσει και θαύμαζε την εργατικότητά του τόσο πολύ, που ήταν ένα βήμα μόλις πριν του δώσει την ευκαιρία που θα του άλλαζε για πάντα τη ζωή.
Τελικά, τον κέρδισε η υποκριτική. Για χάρη της παράτησε μια επαγγελματική καριέρα γεμάτη δόξα στον Παναθηναϊκό. Θα σκεφτόταν κανείς, ότι το ποδόσφαιρο τότε δεν πλήρωνε, ήταν δύσκολο να βιοποριστείς μέσα από αυτό. Το ίδιο και η υποκριτική, όμως. Πήρε ένα ρίσκο επιλέγοντάς την, απλώς κέρδισε η μεγαλύτερη αγάπη.
Ο ίδιος πάντως, για να δικαιολογήσει την αλλαγή καριέρας είχε δηλώσει χαρακτηριστικά «Σε μια προπόνηση πήγα να κόψω τον Λουκανίδη, αλλά με έκανε κουτό. Εκεί κατάλαβα ότι δεν ήταν για εμένα το ποδόσφαιρο». Και για την υποκριτική βέβαια, είχε αναφέρει ότι μπήκε στη ζωή του από... σπόντα, άσχετα που ήταν μια συνειδητή απόφαση κατά βάθος.
Η αγάπη του για το «τρυφύλλι» δεν έσβησε ποτέ. Βρισκόταν πάντα στα επίσημα, άλλοτε της Λεωφόρου και άλλοτε του ΟΑΚΑ, απολαμβάνοντας την ομάδα του και στηρίζοντας τις προσπάθειες των παικτών της. Οι φίλαθλοι είχαν συνηθίσει να τον βλέπουν συχνά στο γήπεδο, ενώ όταν έγινε πατέρας φρόντισε να περάσει την αγάπη του για τον Παναθηναϊκό στα παιδιά του, Άλκη και Μελίνα, τα οποία τον συνόδευαν ουκ ολίγες φορές σε αγώνες.
Τον θυμούνται πάντοτε εκδηλωτικό και παθιασμένο. Η είδηση του θανάτου του στις 30 Ιανουαρίου 2007 προκάλεσε αβάσταχτη θλίψη τόσο στον καλλιτεχνικό όσο και στον ποδοσφαιρικό κόσμο. Σε μια τελευταία κίνηση σεβασμού, οι φίλοι της ομάδας τον αποχαιρέτισαν εκείνη την θλιβερή μέρα με ένα πανό που έγραφε «Ωραίος, μάγκας και Παναθηναϊκός». Ακριβώς όπως του άξιζε!