Σίδνεϊ, 24 Σεπτεμβρίου 2000. Οι ταλαιπωρημένοι ώμοι του Δημοσθένη Ταμπάκου σηκώνουν στο… φυσικό του περιβάλλον, τους κρίκους, όλη την πίστη και το μόχθο του Θεσσαλονικιού για διάκριση στην άλλη άκρη της Γης. Μία άσκηση που βγήκε από ανάγκη και πήρε το όνομά του, αποτέλεσε τη σπίθα μεταξύ άλλων για τον μετέπειτα «βασιλιά των κρίκων», Λευτέρη Πετρούνια.
Γράφει ο Μάνος Φυρογένης
Όταν τα παιδικά όνειρα παίρνουν σάρκα και οστά, δημιουργούν ιστορίες, «πλάθουν» ανθρώπους, αθλητές του παρόντος και του μέλλοντος. Κάτι τέτοιο συνέβη και μία μέρα σαν και αυτή, στην άλλη άκρη της Γης, με τον Δημοσθένη Ταμπάκο. Το αγόρι από τη Θεσσαλονίκη που σε ηλικία 7 ετών μπήκε στο γυμναστήριο του Θεόδωρου Αυγίδη στην Καλαμαριά, μεγάλωσε απότομα στο Σίδνεϊ και 17 χρόνια μετά ανέβηκε στο δεύτερο σκαλί του βάθρου. Ένας αγώνας με εμπόδια, που αποτέλεσε τον προπομπό για όσα θα ακολουθούσαν. Όχι μόνο για εκείνον αλλά και για τον… συνεχιστή του σπουδαίου αφηγήματός του.
Ο Δημοσθένης Ταμπάκος δεν ήταν κάποιος πρωτοεμφανιζόμενος στο διεθνές στερέωμα της ενόργανης γυμναστικής. Έχοντας ήδη να παραθέσει στο ενεργητικό του - εκτός Μεσογειακών και Βαλκανικών αγώνων - μία πρωτιά στο World Cup Series στη Γλασκώβη το 1997, επιτυχίες σε Ζυρίχη, Βανκούβερ, Στουτγκάρδη, 3η θέση στο Κότμπους αλλά και δύο χάλκινα μετάλλια σε ευρωπαϊκά πρωταθλήματα στους κρίκους στην Αγία Πετρούπολη (1998) και το ομαδικό στην Πάτρα μια χρονιά αργότερα. Συνεπώς η σταθεροποίηση στην ελίτ, η οποία επισφραγίστηκε με την πρώτη θέση της «γηραιάς ηπείρου» στη Βρέμη λίγους μήνες πριν το Σίδνεϊ, είχε ήδη έρθει. Ο επισμηναγός της Πολεμικής Αεροπορίας έψαχνε τη στιγμή που ονειρεύτηκε και η Αυστραλία αποτελούσε πρώτης τάξεως ευκαιρία.
Μία νέα χιλιετία «ξημέρωνε». Σύσσωμος ο αθλητικός κόσμος είχε στρέψει το βλέμμα του στην υπερατλαντική γη των Αβορίγινων. Το μεγαλύτερο γεγονός της σεζόν είχε προσελκύσει τους κορυφαίους ανά την υφήλιο αθλητές και ο Δημοσθένης Ταμπάκος φυσικά ήταν ανάμεσα σε αυτούς.
Το ημερολόγιο καρφιτσωμένο στην 24η του Σεπτέμβρη. Ο 24χρονος τότε αθλητής του Αλέξανδρου Ιωακειμίδη ακροβατεί σε δύο κρίκους. Οριζοντιώνει τον κορμό του, ελίσσεται σαν αίλουρος και σηκώνει στους ταλαιπωρημένους - λόγω τραυματισμού και ενοχλήσεων - ώμους του ένα έθνος. Η προσπάθεια τεράστια, η ευθύνη ακόμα μεγαλύτερη. Σε ένα τόσο σημαντικό γεγονός, ο Ταμπάκος πήρε το ρίσκο από ανάγκη. Έπρεπε από αιώρηση να κάνει κόντρα κίνηση, να αλλάξει δηλαδή την προβλεπόμενη κατεύθυνση, και με τεντωμένο σώμα να καταλήξει σε ανάποδο σταυρό. Απίθανό; Όχι για τον Δημοσθένη.
Η «ρέπλικα» στη γυμναστική απαγορεύεται διά ροπάλου στο δρόμο των επιτυχιών και ο Ταμπάκος το γνώριζε καλά. Ο Έλληνας πρωταθλητής και χρυσός Ολυμπιονίκης στην Αθήνα το 2004, προσγειώνεται στο τερέν έχοντας αφήσει παρακαταθήκη και την άσκηση «Ταμπάκος 2». Η εμφάνισή του ήταν γεμάτη, ίσως όχι η κορυφαία της καριέρας του αλλά πολύ καλή. Οι διαφορές στο επίπεδο αυτό είναι απειροελάχιστες και ειδικά την εποχή εκείνη υπήρχαν 3-4 αθλητές που εναλλάσσονταν στην κορυφή στα μεγάλα ραντεβού. Η προσπάθειά αυτή του Δημοσθένη Ταμπάκου ήταν ικανή για να τον τοποθετήσει στο δεύτερο σκαλί του βάθρου. Ένα μετάλλιο που σήμανε πολύ περισσότερα για το μέλλον του αθλήματος στη χώρα.
Την τετραετία που ακολούθησε, ο Ταμπάκος «ψήλωνε». Οι κρίκοι αποτελούσαν το… καταφύγιό του και εκεί αισθανόταν ο εαυτός του. Στην αλησμόνητη εποποιία των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, ήταν ανάμεσα σε εκείνους για χάρη των οποίων ακούστηκε ο εθνικός ύμνος. Το Σίδνεϊ όμως αποτέλεσε την απαρχή όχι μόνο για εκείνον αλλά και για το μικρό Λευτέρη.
Ο Πετρούνιας ήταν δεν ήταν 10 ετών. Καθηλωμένος μπροστά από μία τηλεόραση που έδινε σήμα από μίλια μακριά, όντας ήδη νεαρός αθλητής, έβλεπε το είδωλό του να εκτελεί με μεγάλη ακρίβεια ένα δύσκολο και απαιτητικό πρόγραμμα. Και κάπου εκεί γυάλισαν τα μάτια του. Είδε τον εαυτό του στην επιτυχία του Ταμπάκου, πήρε την ώθηση που χρειαζόταν και όλα τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Σαν ένα «μαγικό» άγγιγμα, μία νοερή φράση παρακίνησης.