Η ΚΑΕ ΠΑΟΚ αποφάσισε -ως όφειλε- να τιμήσει με τη μέγιστη δυνατή μπασκετική στιγμή, μετά αποχώρησης από την ενεργό δράση, τον Μπάνε Πρέλεβιτς και να αποσύρει τη φανέλα με το «7». Το BN Sports λοιπόν αναφωνεί «Ω Μπάνε, Μπάνε» και θυμάται…
«Σ΄ αγαπώ για το τώρα, το πριν, το μετά και το πάντα» έγραψε ο Γιώργος Θεοφάνους για τις φωνές της Άλκηστης Πρωτοψάλτη και του Αντώνη Ρέμου. Στο μυαλό του φαντάζει απίθανο να είχε έναν μποέμ μπασκετμπολίστα που έκλαψε σαν μικρό παιδί το 1992 στη Νάντη ή έναν (σπανίως) ξυρισμένο αρτίστα που βγήκε πρώτος με την κούπα από το αεροπλάνο λίγες ώρες μετά τη νέα του παράσταση, δυο χρόνια αργότερα. Το πρόσωπο; Το ίδιο. Με βλέμμα πράο και συνάμα «δολοφονικό».
Αυτός ήταν ο Μπάνε Πρέλεβιτς, , ο οποίος συνήθιζε να… σιγοτραγουδά «Θα με βρεις το πρωί όταν όλα τα φώτα θα σβήσουν» στον ΠΑΟΚ, βλέποντας τους Κλιφ, Μπάρλοου και Φασούλα να κατηφορίζουν στην πρωτεύουσα ή να κινούν προς άλλες πολιτείες, πριν καν το σκεφτεί ο ίδιος ο δημιουργός του τραγουδιού. Ο άνθρωπος που όρισε και επαναπροσδιόρισε μια «ασπρόμαυρη» μπασκετική δυναστεία που όλο ερχόταν αλλά περνούσε… ξόφαλτσα. Εκείνος που χάρισε στιγμές για να λησμονούν οι παλαιότερες και να μαθαίνουν οι νεότερες γενιές, όσο κι’ αν δεν του αρέσουν οι θύμησες. Και το απόγευμα του Σαββάτου (1/4), έστω και ετεροχρονισμένα για μία ακόμα φορά στην Ελλάδα, ήρθε η ώρα να βιώσει τη δική του μετά θάνατον φτου φτου (απόσυρση από την ενεργό δράση), στιγμή.
Στην οροφή του «PAOK Sports Hall» (κατά κόσμον Παλατάκι) θα κοσμείται πλέον η φανέλα με το νούμερο «7». Εκείνου του… χορευτή με το πηδηματάκι και το τίναγμα στα πόδια που πολλοί αμφισβήτησαν στα πρώτα του χρόνια, πριν τον δουν όμως ιδίοις όμμασι και καταλάβουν την αξία του.
Η ΚΑΕ ΠΑΟΚ έχει ετοιμάσει για το απόγευμα του Σαββάτου (1/4) και πριν το τζάμπολ της προτελευταίας στροφής της κανονικής διάρκειας της Basket League κόντρα στην ΑΕΚ -καθόλου τυχαίο - (19:15) μια γιορτή. Το γήπεδο μπάσκετ έχει μεταμορφωθεί καταλλήλως για χάρη ενός ανθρώπου-αθλητή-προπονητή-παράγοντα που έβαλε το όνομά του φαρδιά πλατιά δίπλα από τις πιο «χρυσές» σελίδες του βιβλίου της ιστορίας του. Η φανέλα με το νούμερο «7» του Μπάνε Πρέλεβιτς θα ανέλθει εις τους ουρανούς του «PAOK Sports Hall» και το BN Sports ετοίμασε τη δική του «Ωδή στη χαρά».
Είναι κάποιους αθλητές που νιώθεις ότι τους έχεις ζήσει ακόμα και αν αυτό δεν έχει συμβεί. Που καταλαβαίνεις το μέγεθός τους ακόμα και αν δεν έζησες στην εποχή τους. Ψάχνεις, διαβάζεις, βλέπεις για αυτούς και αισθάνεσαι πως μπορείς να αντιληφθείς λίγη από την αίγλη τους. Αυτό συμβαίνει σε σπάνιες περιστάσεις, μόνο όταν ο… μύθος τους «σέρνεται» για χρόνια και η ιστορία τους αντιλαλεί δυνατά στο «είναι» των οπαδών των ομάδων που τίμησαν. Αυτό ήταν ο Μπάνε Πρέλεβιτς.
Γιος του Μίροσλαβ και της Ολιβέρα, δεν θα μπορούσε να μεγαλώσει κάπου εκτός του «Παρισιού των Βαλκανίων». Το Βελιγράδι με τη βαθιά και ιστορικά διαχρονική του τέχνη, γέννησε και σπουδαίες αθλητικές φυσιογνωμίες που έμελλε να αλλάξουν το χώρο των σπορ μια για πάντα. Αυτό ήταν ο Μπάνε Πρέλεβιτς.
Από μικρός είχε έφεση στο μπάσκετ και το σουτ. Συστήθηκε στο κοινό της «σπυριάρας» σε ένα Πανευρωπαϊκό Παίδων στη Γερμανία το 1983, όπου η Dream Team των Γιουγκοσλάβων έκανε παρέλαση. Όπως κάθε νεαρός αθλητής όμως της τότε, μη εμπορικής εποχής της αθωότητας, χρειάστηκε έναν αγώνα, μια σειρά για να «σφηνώσει» στο μυαλό των πολλών. Και αυτή ήρθε το σημαδιακό για τη χώρα μας 1987, απέναντι στην ομάδα-φόβητρο Τσιμπόνα του Ντράζεν Πέτροβιτς.
Ο νεανικός Ερυθρός Αστέρας που στηρίχθηκε στα γνήσια και ατόφια ταλέντα του, αμφισβήτησε ανοιχτά την αρμάδα από το Ζάγκρεμπ και πρωτεργάτης σε εκείνην τη σειρά των best of two ήταν ένας… άγουρος, περίεργος νεαρός. Μέσα σε μια χρονιά ο βοηθητικός και συμπληρωματικός Μπράνισλαβ έγινε βασικός και κομβικός και εν μία νυκτί (δύο για την ακρίβεια στα Game 2 και 3) έγινε ο clutch πρωταγωνιστής κάνοντας τους 48 πόντους του «Μότσαρτ» να φαντάζουν λίγοι. Αυτός ήταν ο Μπάνε Πρέλεβιτς.
Την περίοδο εκείνη, η μπασκετική Ελλάδα ζούσε την εποχή του… Αυτοκράτορα Άρη. Το αντίπαλο δέος της πόλης, ΠΑΟΚ, έψαχνε τρόπο να σπάσει την κυριαρχία των «κιτρίνων» όμως του έλειπαν οι… κινητήριοι μοχλοί για να τα βάλει με το δίδυμο Γκάλη-Γιαννάκη. Και κάπου εκεί εμφανίζονται στη ζωή της Θεσσαλονίκης οι Κόρφας, Τζόουνς, Πρέλεβιτς. Μιας πόλης που κινούταν στους ρυθμούς του «Αλεξάνδρειου Μέλαθρου» και του Άρη. Συνεπώς, γίνεται αντιληπτό πως το εγχείρημα του Νίκου Βεζυρτζή να χωρέσει δύο υπερ-ομάδες στο ίδιο παρκέ και να στηριχθεί σε έναν 22χρονο Γιουγκοσλάβο που δεν ήξερε τη γλώσσα και τα τεκτενόμενα στην Ελλάδα, μόνο εύκολο δεν ήταν. Κι’ όμως αποδείχτηκε απλά «προφήτης».
Το ντεμπούτο του στην Α1 άργησε να έρθει καθώς τα έγγραφα και τα χαρτιά του για την ελληνοποίηση αργούσαν. Ο ίδιος βέβαια είχε φροντίσει να δείξει τα διαπιστευτήριά του στην Ευρώπη και το Κόρατς. Πρεμιέρα με τα ασπρόμαυρα στο «Μειζόν Ντε Σπορτς» του Βιλερμπάν και το κοντέρ έγραψε 29 πόντους. Το ίδιο εντυπωσιακό και το ξεκίνημά του στις εγχώριες διοργανώσεις (σκόραρε 28 απέναντι στον Σπόρτινγκ στο κλειστό των Πατησίων).
Εκτελεστής, δεινός και ανέκφραστος σαν έτοιμος από καιρό και ας ήταν ούτε 23. Με ένα στυλ αλλόκοτο, ένα τρέξιμο περίεργο και ένα σουτ… φονικό. Το τρίποντο ήταν το «ψωμί» του και το έκανε εντυπωσιακά. Ένας παίκτης που ήθελε τη μπάλα στα χέρια του όταν αυτή «έκαιγε». Όταν άλλοι και άλλοι, πρεσβύτεροί του δεν έπαιρναν την ευθύνη, εκείνος ήταν εκεί από την πρώτη του χρονιά στον ΠΑΟΚ. Ένας παίκτης με πάθος απαράμιλλο και με νοοτροπία νικητή. Ο Μπάνε Πρέλεβιτς ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόταν ο ΠΑΟΚ και ο ΠΑΟΚ αυτό ακριβώς που χρειαζόταν ο Μπάνε Πρέλεβιτς. Θαρρείς πως κάποιος κοίταξε βαθύτερα, στα dna τους και τις ανάγκες τους και είδε πως η συνταγή θα ήταν πετυχημένη. Όποιος άνεμος Βαρδάρης και αν το έκανε αυτό, διάλεξε… μπίνγκο.
Ο μέχρι τότε ποδοσφαιρικός κατά κόρον λαός του ΠΑΟΚ είδε στο πρόσωπό του τον άνθρωπο της επόμενης μέρας. Εκείνον που μπορούσε να πάρει τα «κλειδιά της πόλης» που κατείχαν αδιαμφησβήτητα οι «κίτρινοι». Όχι με κάποιο ριφιφί αλλά με το δικό του μποέμ και συνάμα αρχοντικό στυλ.
Το ρεκόρ εύστοχων τριπόντων που έπιασε… αράχνες τόσα χρόνια (10/14 στο Ιβανώφειο) έστειλε ένα πρώτο μήνυμα ότι η περίπτωσή του δε θύμιζε κάποιου κοινού θνητού. Και κάπου εκεί ήρθε και η πρώτη νίκη κόντρα στον συμπολίτη (που είχε να χάσει 3μιση χρόνια στην Ελλάδα και το πρωτάθλημα) για να γίνει αντιληπτό από όλους. Η Ελλάδα είχε δύο ομάδες, η Θεσσαλονίκη είχε δύο ομάδες και όλοι περίμεναν τα μεταξύ τους ματς σε ένα «Αλεξάνδρειο Μέλαθρο» που τα άδεια καθίσματα ήταν είδος προς εξαφάνιση.
«Το καλό πράγμα αργεί να γίνει» και παρότι η… ψαλίδα είχε κλείσει, οι τίτλοι δεν έρχονταν και ο Μπάνε Πρέλεβιτς πείσμωνε. Το παιδί από το Βελιγράδι δεν ήταν συμβιβασμένο με την έννοια της ήττας, αρνείτο να τη δεχτεί. Ήθελε να κερδίζει, να κατακτά τίτλους. Κάθε αρνητικό αποτέλεσμα, κάθε αποκλεισμός πλήγωνε την περηφάνεια του. Το εμπόδιο της Μπολόνια (Knorr) το 1990 φάνταζε ανυπέρβλητο και αποδείχτηκε τέτοιο. Αρκούσε όμως για να δηλώσει ο Μπάνε ότι: «Του χρόνου θα το πάρουμε» και ο ΠΑΟΚ το πήρε.
Στο ειδικά διαμορφωμένο παγοδρόμιο της Γενεύης την 26η του Μάρτη του 1991 οι Θεσσαλονικείς χόρευαν, έχοντας μπροστάρη των συνήθη ύποπτο. Ο Πρέλεβιτς φόρεσε τα… κοφτερά του παπούτσια και βγήκε μπροστά. Διπλό τόλουπ, τριπλό άξελ, πιρουέτα και πάλι από την αρχή. Έπαιξε σχεδόν μόνος του την Σαραγόσα του Κέβιν Μαγκί και θριάμβευσε. Τέσσερις διαφορετικοί παίκτες κλήθηκαν να τον αντιμετωπίσουν, να τον σταματήσουν. Κανένας όμως δεν τα κατάφερε. Ο Μπάνε σκόραρε όπως ήθελε γιατί είχε δώσει την υπόσχεσή του και την κράτησε. Έφερε πίσω την πρώτη ευρωπαϊκή κούπα στην Θεσσαλονίκη και δεύτερη συνολικά μετά το μακρινό 1968 της ΑΕΚ στο Καλλιμάρμαρο.
Το πιο δύσκολο όμως δεν είναι να φτάσεις στην κορυφή αλλά να διατηρηθείς σε αυτή και στον ΠΑΟΚ το κατάλαβαν γρήγορα γρήγορα. Ο «δικέφαλος» δεν είχε ποτέ ξανά τον τίτλο του φαβορί εκτός των τειχών και στην ιδέα και στα κρίσιμα, λύγισε. Παρότι έφερε τη σειρά με το συμπολίτη στα ίσα, δύο λάθος επαναφορές του στοίχισαν. Ο Άρης ξανά πρωταθλητής, για 7η φορά και «Ποτέ; Ποτέ» στις κερκίδες του «Παλέ».
Η κάμερα όταν γύρισε στους πρωταγωνιστές, έδειξε τους Γκάλη και Πρέλεβιτς να «μανουριάζουν» και να πέφτουν… ψηλές. Ο Γιουγκοσλάβος ήταν σαν… ταύρος εν υαλοπωλείο με άλλους να αναφέρουν ότι ο Γκάλης έκανε άσεμνη χειρονομία στον πάγκο των «ασπρόμαυρων» και άλλους να στέκονται στην πισώπλατη μπουνιά του κουμπάρου του «Γκάνγκστερ», Γιώργου Ραμπότα, στον Μπάνε. Το επεισόδιο κλιμακώθηκε και έληξε στις αίθουσες των δικαστηρίων με εκατέρωθεν τιμωρία. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, λίγο πριν το μπάσκετ στην Ελλάδα γίνει επαγγελματικό, ο ΠΑΟΚ έχασε το Κύπελλο από τον Πανιώνιο. Μια χρονιά που φάνταζε ως λυτρωτική σε Ελλάδα και Ευρώπη, περιορίστηκε στις εκτός των τειχών επιτυχίες.
Τίποτα όμως από όλα αυτά δεν μπορούσε να συγκριθεί με το κλάμα και τον πόνο της επόμενης χρονιάς σε γαλλικό έδαφος. Αφού λοιπόν πήγε στο γραφείο του Βεζυρτζή με μια λευκή κόλλα και του είπε να γράψει εκείνος ότι ποσό θεωρούσε φρόνιμο να του δώσει, ο «Prelevich» έδινε πάλι τη δική του παράσταση κόντρα στην κραταιά «Βασίλισσα». Μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν αρκετή.
Ο Μπάνε εκείνη τη νύχτα έπαιξε μόνος του τη Ρεάλ, όπως συνήθιζε να σμβαίνει στα μεγάλα, τα σπουδαία παιχνίδια. Σε ένα ματς που οι Ισπανοί πήραν διαφορά μέχρι και 17 πόντους και ο Σάκοτα από τον πάγκο (είχε αντικαταστήσει τον Ίβκοβιτς) δεν μπορούσε να βγάλει κάποιο… λαγό από το σακούλι του, ο Πρέλεβιτς το πήρε προσωπικά. Το είχε πάει με δικές του ενέργειες σε απόσταση μίας κατοχής. Όλοι ήξεραν τι θα κάνει αλλά ποιος μπορούσε να τον σταματήσει;
Με το σκορ στο 63-60 και 35’’ να απομένουν, έφτασε η μπάλα σε εκείνον. «Μπιστούσε» τη μπάλα στο παρκέ και προχωρούσε προς το κέντρο. Το νεύμα προς τους συμπαίκτες του γνωστό. Να του ανοίξουν το δρόμο. Και το έκαναν. Εκείνος πήγε προς το πλάι με τα γνωστά και μη εξαιρετέα του «πηδηματάκια», τη χτύπησε τη μπάλα στο παρκέ και σηκώθηκε από τα 9 περίπου μέτρα. Μέσα. Δεν πανηγύρισε. Ήξερε ότι τίποτα δεν είχε τελειώσει ακόμα. Απλά έσφιξε τις γροθιές και πήγε στον πάγκο για το ταιμ-αουτ.
Ο φωτεινός πίνακας έδειχνε 63-63 και η οδηγία ήταν σαφής. Φάουλ και η μπάλα στον Πρέλεβιτς για τον αυτοσχεδιασμό του. Ήταν σίγουρο ότι θα το κάνει. Η γραμμή δεν ήταν και τόσο… φιλάνθρωπη για τον Σίμπσον (1+1 βολή τότε) με την «αράχνη» να κατεβάζει το ριμπάουντ. Ο Φασούλας όμως θολώνει. Δεν φτάνει το βλέμμα του προς το κέντρο αλλά κοιτάζει μόνο την πάσα δίπλα του στον Μπουντούρη. Και εκεί η… αλεπού Ρίκι Μπράουν απλώνει τα χέρια του, τη βρίσκει με τα ακροδάχτυλα και κλέβει. Την προλαβαίνει πριν βγει εκτός των 4 γραμμών, βάζει καμπύλη για να αποφύγει το στοπ του ψηλού και καταλήγει μέσα. Τα συναισθήματα των φίλων του ΠΑΟΚ «παγώνουν» μονομιάς. Ο Μπάνε Πρέλεβιτς απαρηγόρητος γονατίζει στο παρκέ και ξεσπάσει σε λυγμούς.
Την επόμενη χρονιά (1993) ο ΠΑΟΚ έπαιζε στην Ευρωλίγκα, έχοντας στοχεύσει από νωρίς το Final-4 της Αθήνας. Οι Θεσσαλονικείς οδεύουν πρόσω ολοταχώς για να γίνουν η πρώτη ελληνική ομάδα που κατακτά το θεσμό. Μια σειρά συγκυριών όμως και μια μέτρια, για τα δικά του δεδομένα, βραδιά του Μπάνε είναι αρκετά για να τον αφήσει εκτός η Μπενετόν Τρεβίζο. Όπως γίνεται αντιληπτό, μια ομάδα που σκορπούσε τον… τρόμο όλη τη χρονιά, μετά από μία τέτοια εξέλιξη, κατέρρευσε. Ο αποκλεισμός στα ημιτελικά του πρωταθλήματος ήρθε φυσιολογικά και κάπως έτσι η πιο χαρισματική και προικισμένη πεντάδα στην ιστορία του ΠΑΟΚ, χωρίστηκε.
Ο «δικέφαλος» δεν μπορούσε να ακολουθήσει τους οικονομικούς ρυθμούς της Αθήνας, αντικαθιστώντας τον Γαλακτερό με τον Μπάρλοου, τον Μπέρι με τον Κλιφ και φέρνοντας τον Σάβιτς αντί του Φασούλα που κατέβηκε στον Πειραιά. Μόνο οι Κόρφας και Πρέλεβιτς παρέμεναν στις θέσεις τους, σταθεροί, αμετακίνητοι. Κι΄ όμως εκείνος ο ΠΑΟΚ, παρότι δεν είχε τα… καράτια των υπολοίπων, πέτυχε.
Οι «ασπρόμαυροι» άφησαν εκτός τελικών τον πολυδιαφημισμένο Παναθηναϊκό των Γιαννακόπουλων και αφού απέκλεισαν την κορυφαία ομάδα διαχρονικά του Πανιωνίου στα ημιτελικά του Κόρατς, το κατέκτησαν. Με τον φέρελπι Σούλη Μαρκόπουλο στην άκρη του πάγκου και τον Πρέλεβιτς πιο ώριμο από ποτέ, έκαμψε την αντίσταση της Στεφανέλ των Μποντιρόγκα και Τζεντίλε, επικρατώντας και στους δύο τελικούς και πρόσθεσε το δεύτερο ευρωπαϊκό στο παλμαρέ του. Η Θεσσαλονίκη θύμιζε μεθυσμένη πολιτεία και οι γύρω δρόμοι του Λευκού Πύργου γέμισαν «ασπρόμαυρες» φανέλες.
Το σόου του στους τελικούς με τον Ολυμπιακό δεν ήταν αρκετό για να τον αναδείξει και πρωταθλητή Ελλάδος με την κατάκτηση του Κυπέλλου την επόμενη χρονιά στη Λαμία, με ακόμα πιο φτωχό ρόστερ να ακολουθεί. Τα πάντα γύρω του άλλαζαν. Στα πόδια του στρώνονταν οι μεγαλύτεροι σύλλογοι της Ευρώπης όμως εκείνος ήταν ταγμένος στον ΠΑΟΚ. Ήθελε να τον οδηγήσει σε μία ακόμα διεθνή διάκριση και την επόμενη και τελευταία του χρονιά πριν φύγει για την Ιταλία έφτασε μια ανάσα.
Με άλλη πεντάδα, πιο… άγουρη και αφού είχε βρει τη διάδοχη κατάσταση στο αμούστακο πρόσωπο του Πέτζα Στογιάκοβιτς, ο Μπάνε Πρέλεβιτς χάρισε μία ακόμα μεγαλειώδη εμφάνιση. Στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων στη χώρα των Βάσκων, ο σπουδαίος εκείνος αθλητής τα έκανε όλα στο παρκέ αλλά δεν ήταν αρκετά. Σε έναν ακόμα τελικό δεν είχε τη συμπαράσταση που χρειαζόταν για να λυγίσει την Ταού το 1996. Σαν να το είχε η μοίρα του να παλεύει λυσσαλέα μόνος του στους τελικούς.
Η κατάσταση όμως ήταν διαφορετική με άλλες φορές. Ο ρομαντικός αλλά και ταυτοχρόνως ρεαλιστής Μπάνε έβλεπε ότι τα πάντα εκσυγχρονίζονταν, το κέντρο βάρους της «πορτοκαλί θεάς» είχε μετατοπιστεί στην Αθήνα και πως δεν υπήρχε κάποια διάθεση από την τότε διοίκηση Αλεξόπουλου να τον ανανεώσει. Εκείνος δεν ήθελε να κατηφορίσει στην πρωτεύουσα και ακολούθησε το δρόμο της ξενιτιάς.
Στη Βίρτους Κίντερ ανέλαβε το δύσκολο ρόλο να αντικαταστήσει τον Ντανίλοβιτς που κίνησε για την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Έναν παίκτη σύμβολο για τη Μπολόνια, όπως περίπου ήταν και εκείνος για τον ΠΑΟΚ. Τα χρόνια όμως είχαν περάσει, η σύζευξη δεν ήταν επ ουδενί αντίστοιχη με αυτή που είχε με το «δικέφαλο του Βορρά» και αφού χάρισε ένα Κύπελλο Ιταλίας στην Κίντερ, επέστρεψε στη χώρα που αγαπήθηκε όσο λίγοι για τον έτερο «δικέφαλο», των Αθηνών αυτή τη φορά.
Ο Ιωαννίδης είχε επιτέλους την ευκαιρία να συνεργαστεί με έναν παίκτη που αποτελούσε ανέκαθεν τον ευσεβή του πόθο. Η ΑΕΚ είχε ανάγκη τη προσωπικότητά του και το attitude του και εκείνος τους το ανταπέδωσε και με το παραπάνω σε εκείνον τον αλησμόνητο ημιτελικό με την Τρεβίζο του Ομπράντοβιτς για την Euroleague (1998). Στα ζόρικα ήταν εκεί να πάρει την ευθύνη ακόμα και αν δεν ήταν ο νεαρός που έπεισε κόσμο και κοσμάκη να ασχοληθεί με το μπάσκετ. Η Ευρωλίγκα δεν ήρθε ούτε με την «Ένωση» και ένα εξάμηνο προτού ολοκληρωθεί το συμβόλαιό του με τους «κιτρινόμαυρους», αυτό λύθηκε κοινή συνενέσει.
Το επόμενο καλοκαίρι αυτό του 1999 συμφώνησε να γυρίσει… σπίτι του για το last dance του. Ο Μπάνε Πρέλεβιτς ήταν πλέον 33 και ο λατρεμένος του ΠΑΟΚ δεν είχε δυναμική αντίστοιχη με εκείνες τις ένδοξες μέρες του πρόσφατου τότε, παρελθόντος. Δεν γινόταν όμως να κλείσει αλλού την λαμπρή του καριέρα. Όφειλε στο σύλλογο, τους φίλους της ομάδας και περισσότερο στον εαυτό του, να κρεμάσει την αθλητική του περιβολή ντυμένος στα «ασπρόμαυρα», όπερ και εγένετο. Στο τελευταίο του ματς μάλιστα μια εβδομάδα πριν πέσει η αυλαία (Μακάμπι, EuroLeague playoffs), έγινε ο δεύτερος σκόρερ στην ιστορία του ΠΑΟΚ στο ίδιο γήπεδο στο οποίο είχε συστηθεί με εκείνο το 10/14 τρίποντα.
Ο Μπάνε Πρέλεβιτς πρόλαβε να ζήσει τα πάντα με το «δικέφαλο», όλες τις μορφές της ζωής. Ήταν εκεί όταν γεννήθηκε ο σπουδαίος ΠΑΟΚ, όταν μεγάλωνε, όταν γιγάντωσε, όταν έζησε τις πιο δυνατές στιγμές του, όταν ωρίμασε, όταν παρήκμασε. Σε όλα εκεί, παρών μέχρι το τέλος.
Δεν ήταν ένας απλά μεγάλος παίκτης που φόρεσε τη φανέλα του κλαμπ. Ήταν εκείνος που παρήγαγε μπασκετικούς οπαδούς των «ασπρόμαυρων», αυτός που ενέπνευσε τόσο και τόσο κόσμο να ασχοληθεί με το άθλημα. Τον ακολούθησε και στα πιο δύσκολα υπό οποιοδήποτε πόστο (βοηθός προπονητή, head coach, διοικητικός παράγοντας, πρόεδρος) όταν του ζητήθηκε. Αποτελούσε και αποτελεί τη ζωντανή ιστορία του ΠΑΟΚ. Δυο «πόλοι» που πάντοτε θα βαίνουν σε παράλληλες γραμμές. «Ωωω Μπάνε, Μπάνε» αυτή είναι η στιγμή σου, αυτή είναι η μέρα σου.
Μάνος Φυρογένης