Έχει αφήσει τη δική του ιστορία, έχει καταθέσει ότι είχε, μέσα στο παρκέ και φυσικά έχει συνδεθεί στο μυαλό κάθε Ελληνίδας και Έλληνα με έναν τρόπο μοναδικό, σχεδόν μαγικό... Ο Καμπούρης ήταν ακριβώς αυτή η περίπτωση αθλητή. Πολλοί μπορούν να μιλήσουν για την μαχητικότητά του, το πάθος του μέσα στο γήπεδο αλλά όλοι τον θυμούνται για τις δύο καθοριστικές βολές στο ματς της Εθνικής Ελλάδος με την παντοδύναμη Σοβιετική Ένωση.
Μέχρι να έρθει η στιγμή που έμεινε για πάντα χαραγμένη στην ιστορία ο Αργύρης είχε περάσει από πολλά «κύματα» για να φτάσει στην όχθη που βρίσκονται οι μύθοι. Με τόσα αστέρια στην Εθνική Ομάδα, η μοίρα τα έφερε έτσι, που μία από τις σημαντικότερες στιγμές της ιστορίας του Ελληνικού μπάσκετ θα έπεφτε στα ροζιασμένα και «σκληρά» από τη βιοπάλη χέρια ενός «ρολίστα πολυτελείας». Ενός παίκτη που δεν είχε μέχρι τότε τον προβολέα πάνω του, δεν ήταν Γκάλης, δεν ήταν Γιαννάκης, δεν ήταν καν ο βασικός ψηλός μας, Φασούλας, του οποίου αποτελούσε την «εφεδρεία».
Δεν είχε το ταλέντο κανενός από αυτούς, το ποσοστό του μάλιστα από τη γραμμή της φιλανθρωπίας ήταν το... αστρονομικό 59% όμως δεν δίστασε στιγμή και δικαιώθηκε, σηκώνοντας μια χώρα στους ώμους του. Πως να αγχωθεί κάποιος από μια μπάλα και ένα καλάθι, όταν από μικρό παιδί βοηθούσε τον πατέρα του στην οικοδομή, για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στην καθημερινή πραγματικότητα και να βγάλουν τα προς το ζην...; Ο Γιαννάκης που είχε αποβληθεί με 5 φάουλ, του φώναζε από τον πάγκο «πήγαινε ρε και βάλτες τις βολές!». Έτσι ακριβώς αισθανόταν και ο ίδιος: «Ήμουν απόλυτα ήρεμος και σκεφτόμουν ότι δεν υπήρχε η επιλογή να χάσω τις βολές».
Στην πορεία της ζωής του και μετά το πέρας της καριέρας του που έλαβε τέλος το 1996, ο Καμπούρης ασχολήθηκε με την προπονητική και μετά το... αγροτικό του, έγινε υπεύθυνος στις ακαδημίες του Ολυμπιακού, αλλά και τεχνικός σύμβουλος στα τμήματα υποδομής της ομάδας του Πειραιά. Είχε ανοίξει για ένα διάστημα και το δικό του μαγαζί με αθλητικά είδη στη Νεάπολη της Νίκαιας με ονομασία (καμία έκπληξη...) «Free Throw». Ο γιός του, Νίκος Καμπούρης, ακολούθησε τα βήματα του πατέρα και ασχολήθηκε με το αγαπημένο του μπάσκετ καταφέρνοντας φέτος να αγωνιστεί για πρώτη φορά στην Basket League, με τη φανέλα του Κολοσσού Ρόδου ενώ μέχρι πέρυσι έπαιζε στην αναπτυξιακή ομάδα του Ολυμπιακού όπως ο πατήρ Αργύρης.
Η ιστορία ζωής και το ταξίδι του Καμπούρη που τον έφερε στο πάνθεον του Ελληνικού μπάσκετ, αποτελεί ακόμα και σήμερα παράδειγμα τιμιότητας, μόχθου και αυταπάρνησης. Με τις μεταδόσεις της ΕΡΤ, μπήκε στα σπίτια όλων των Ελλήνων και έγινε ο δικός μας «Τίμιος Γίγαντας» μέσα από τη φωνή του Φίλιππου Συρίγου, ενώ με τα κατορθώματά του χαράχθηκε ανεξίτηλα στις καρδιές και τη συλλογική μας μνήμη. Υπάρχουν άραγε πολλοί Έλληνες αθλητές που αν ρωτήσεις τη γιαγιά σου για αυτούς, θα τον θυμούνται και θα σου μιλήσουν με φωνή τρεμάμενη και μάτια υγρά; Χρόνια πολλά τεράστιε Αργύρη Καμπούρη!
www.bnsports.gr