Η Κροατία δίνει για άλλο ένα Παγκόσμιο Κύπελλο ραντεβού στα προημιτελικά και το BN Sports γράφει για μια χώρα που το ποδόσφαιρο καθόρισε την ίδια της την ύπαρξη.
Γράφει ο Θοδωρής Βασίλης
Όταν ο Λούκα Μόντριτς κέρδισε το βραβείο του κορυφαίου ποδοσφαιριστή της χρονιάς για το 2018, αφιέρωσε το βραβείο στον Ζβόνιμιρ Μπόμπαν. «Αυτό το τρόπαιο δεν είναι μόνο δικό μου», είπε ο Μόντριτς. «Θα ήθελα να αναφέρω το ποδοσφαιρικό μου είδωλο, τον αρχηγό της Κροατίας από τη γενιά του 1998. Ήταν η μεγάλη μου έμπνευση και αυτή η ομάδα μας έδωσε την δύναμη πως θα μπορούσαμε να πετύχουμε κάτι σπουδαίο στη Ρωσία», ήταν τα λόγια του αρχηγού της Κροατίας. Μια Κροατία η οποία για άλλη μια φορά είχε αφήσει το ποδοσφαιρικό κοινό με ανοικτό το στόμα. Λίγους μήνες πριν είχε γράψει μία από τις πιο όμορφες ποδοσφαιρικές ιστορίες φτάνοντας μέχρι τον τελικό του Μουντιάλ.
Η σπίθα που τα ξεκίνησε όλα
Για μια χώρα που έγινε ανεξάρτητη μόλις το 1991, με λίγο περισσότερο από 4 εκατ. κατοίκους, με πάνω από 10.000 νεκρούς στον εμφύλιο της Γιουγκοσλαβίας το να έχει καταφέρει όλες αυτές τις επιτυχίες στον αθλητισμό και κυρίως στο ποδόσφαιρο δεν είναι κάτι απλό. Ειδικά όταν το ίδιο το άθλημα αυτό έδωσε την αφορμή από μια κλωτσιά για έναν ολόκληρο πόλεμο και ουσιαστικά να καθορίσει ένα ολόκληρο έθνος.
Ο Ζβόνιμιρ Μπόμπαν δεν είναι απλά ένας από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές που έχει βγάλει η χώρα. Για την Κροατία είναι εθνικός ήρωας. Στο ντέρμπι της Ντιναμό Ζάγκρεμπ το Μάιο του 1990 με τον Ερυθρό Αστέρα ο Μπόμπαν είχε κλωτσήσει έναν αστυνομικό για να σώσει έναν Κροάτη οπαδό. Αμέσως έγινε σύμβολο διαχρονικό της πάλης για ελευθερία. Στο πρόσωπό του οι Κροάτες είδαν έναν σπουδαίο πατριώτη. Ο αστυνομικός που χτυπήθηκε δεν ήταν ούτε Σέρβος ούτε Κροάτης, αλλά ένας Βόσνιος. Όμως στις 13 Μαΐου του 1990 γεννήθηκε ένας θρύλος και ο Μπόμπαν λατρεύεται όσο κανείς άλλος Κροάτης ποδοσφαιριστής.
Κάποιοι θέλησαν να του φτιάξουν κι… εκκλησία για να μην τον ξεχάσουν ποτέ! Ο ίδιος πάντως δε μιλά ποτέ για το ματς του… πολέμου, αφήνει τους συμπατριώτες του να θυμούνται, να νοσταλγούν. «Προτιμώ να μην μιλάω γι 'αυτό. Είμαι ο μόνος που μπορεί να καταστρέψει μια μεγάλη στιγμή μιλώντας πάρα πολύ. Μιλήστε με τους άλλους. Υπήρχαν 3.000 φίλοι της Ντιναμό Ζάγκρεμπ μαζί μου εκείνη την ημέρα». Το σίγουρο όμως είναι ότι το ματς εκείνο αλλά και στη συνέχεια το ποδόσφαιρο συνέβαλε τα μέγιστα για το τι είναι η Κροατία σήμερα. «Αν μπορούμε να μιλήσουμε για τη δημιουργία μιας εθνικής ταυτότητας μέσω του αθλητισμού», υποστήριξε ο άλλοτε αρχηγός της «χρβάτσκα», «η Κροατία σίγουρα είναι η Νο1 στον κόσμο».
Ακόμα και τώρα 30 χρόνια μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, αυτό το υπόβαθρο εξακολουθεί να εξηγεί όχι μόνο το παρελθόν της Κροατίας αλλά και το μέλλον της. Αυτά τα γεγονότα εξακολουθούν να έχουν απήχηση στους παίκτες του σήμερα. Τα ερυθρόλευκα μπλουζάκια σκακιέρας που φορούν οι παίκτες έχουν κάνει πασίγνωστο το σήμα της Κροατίας σε όλο τον κόσμο. Και στο τελευταίο σπίτι όπου φτάνει η εικόνα από ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, σχεδόν όλοι αναγνωρίζουν τα συγκεκριμένα χρώματα, όπως όταν βλέπουν το κίτρινο της Βραζιλίας ή το γαλανόλευκο της Αργεντινής. Κάθε σουβενίρ που έχει πάνω την κροατική σημαία γίνεται ανάρπαστο σε μια προσπάθεια να ταυτιστούν με την εθνική ομάδα που από την δεκαετία του 90 εντυπωσιάζει τα πλήθη. Και όμως ο πληθυσμός αυτής της χώρας είναι λιγότερος και από όσο έχει η Αθήνα μόνη της και μια ομάδα που μόλις πρόσφατα συμπλήρωσε τριάντα χρόνια ζωής. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η ιστορία της αρχίζει το 1991, αλλά κρατάει έναν αιώνα. Η Κροατική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία ιδρύθηκε πριν από 110 χρόνια, όταν ακόμα στην Κεντρική Ευρώπη κυριαρχούσε ο Οίκος των Αψβούργων! Όπως και στην Αυστρία μέσω των διάσημων καφέ της Βιέννης, έτσι και στην Κροατία το ποδόσφαιρο εξελίχθηκε όχι τόσο αθλητικά, όσο έγινε μια προσπάθεια πνευματικής επιδίωξης.
Αυτό, σε συνδυασμό με την έμφαση στον αθλητισμό από μικρή ηλικία και πολλές ευκαιρίες για υπαίθρια δραστηριότητα και άσκηση σε όλη τη χώρα, επέτρεψαν στην Κροατία να κάνει μεγάλα βήματα, μετά την ανεξαρτησία στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Για τους Κροάτες, όπως και για σχεδόν όλους τους Βαλκάνιους το να αγωνίζεσαι στην εθνική ομάδα αποτελεί τεράστια υπερηφάνεια. Δεν είναι τυχαίο ότι το αθλητικό μουσείο που βρίσκεται δίπλα στην κεντρική πλατεία της πρωτεύουσας, Ζάγκρεμπ, ονομάζεται Budi ponosan: «Να είναι περήφανος».
Το ποδόσφαιρο ως κοινωνικός θεσμός για μια χώρα
Αυτή η περηφάνεια είναι που οδηγεί την Κροατία σύμφωνα με τον Μπόμπαν όπως αυτή αποκαλύπτεται και μέσω του ντοκιμαντέρ της FIFA που εξερευνά τη σχέση της Κροατίας με τον εαυτό της και βάζει τις επιτυχίες του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1998 και του 2018 στο πλαίσιο του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας. Είναι ξεκάθαρο ότι 30 χρόνια μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, αυτό το υπόβαθρο εξακολουθεί να εξηγεί όχι μόνο το παρελθόν της Κροατίας αλλά και το μέλλον της. Αυτά τα γεγονότα εξακολουθούν να έχουν απήχηση ακόμα και σήμερα στους ποδοσφαιριστές. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του βασικού επιθετικού της ομάδας, Αντρέι Κράμαριτς: «Θα συνιστούσα σε όλους να το δουν (το ντοκιμαντέρ). Τότε ο κόσμος θα καταλάβαινε τι είναι η Κροατία, γιατί έχουμε αυτά τα συναισθήματα, γιατί είμαστε τόσο περήφανοι που είμαστε Κροάτες και γιατί δίνουμε το 200% στον αγωνιστικό χώρο. Νομίζω ότι αυτή η ταινία περιγράφει τα πάντα. Υπάρχει τόσο πολύ συναίσθημα, τόσο πάθος και είναι ένας από τους λόγους, φυσικά, που η γενιά του 1998 μας ώθησε να πάμε καλύτερα. Είναι μια από τις καλύτερες ταινίες για μένα».
Ο πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας ήταν από τους πιο σκληρούς που έχει γνωρίσει η Ευρώπη, κυρίως λόγω της φύσης και του χαρακτήρα του πολέμου όπου ίδιες οικογένειες έφτασαν να σκοτώνονται λόγω της εθνικότητας τους. Και μετά από τέτοιες καταστάσεις το ποδόσφαιρο μπορεί να λειτουργήσει ως γιατρικό. Άλλωστε, το ποδόσφαιρο είναι το πρώτο θέμα συζήτησης στον κόσμο. Κι έχει μια ιδιαιτερότητα: δεν κερδίζει πάντα το φαβορί. Γι’ αυτό και τα πιο λαϊκά κοινωνικά στρώματα αναπτύσσουν τόσο δυνατή σχέση με την μπάλα.
Μπορεί η FIFA να προσπαθεί να διαχωρίσει το ποδόσφαιρο από την πολιτική όπως κάνει στο Μουντιάλ του Κατάρ, αλλά κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Ειδικά αν δει κανείς το ίδιο το ντοκιμαντέρ που ετοίμασε για την Κροατία και την γενιά του 90’. Το ίδιο όμως ισχύει και για την τωρινή γενιά. Οι πληγές του πολέμου παραμένουν ανοικτές. «Ποδόσφαιρο, μπάσκετ, χάντμπολ, δεν έχει σημασία ποιο άθλημα, είμαστε ένας λαός με ταλέντο» προσθέτει ο Κράμαριτς.
Το ποδόσφαιρο όπως και γενικότερα ο αθλητισμός για τους Κροάτες αποτελούσε ως ένα είδος διαφήμισης της χώρας. Αθλητές όπως ο τενίστας Ιβανίσεβιτς, ο σπουδαίος Ντράζεν Πέτροβιτς μπορεί να μην ζούσαν στην Κροατία στον εμφύλιο αλλά διαφήμιζαν την χώρα στο εξωτερικό. «Αυτό το κομμάτι πάντα με πονούσε», είχε δηλώσει παλιότερα ο Μπόμπαν όταν πήρε μεταγραφή για την Μίλαν. Ένιωθε αβοήθητος, ίσως και ένοχος που απολάμβανε τη ζωή ενώ οι συμπατριώτες του υπέφεραν πίσω στον πόλεμο. Άλλοι όπως ο Σούκερ έβλεπαν την παρουσία τους στο εξωτερικό ως πρεσβευτές της Κροατίας. «Παλεύαμε να βάλουμε την χώρα μας στον παγκόσμιο χάρτη», ενώ ο Μπίλιτς τόνιζε πως όλοι οι αγώνες της εθνικής ήταν για όσους πολεμούσαν πίσω στην πατρίδα.
Η εθνική μνήμη των Κροατών
Και όλα αυτά ξεκίνησαν από εκείνο το ματς της Ντιναμό Ζάγκρεμπ με τον Ερυθρό Αστέρα στο Ζάγκρεμπ. Τα όσα έλαβαν χώρα στο Μάξιμιρ στις 13 Μαΐου του 1990 απέκτησαν διαστάσεις μύθου, ειδικά για την Κροατία. Ακόμα και τώρα θεωρείται από τα πιο διαβόητα ματς ποδοσφαίρου, ίσως το μοναδικό στην ιστορία του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως το συμβάν που ξεκίνησε έναν ολόκληρο πόλεμο. «Για τους Κροάτες το Μάξιμιρ αποτελεί έναν από τους ιδρυτικούς μύθους του έθνους. Αποτελεί μια βαθιά παγιωμένη ιδέα στην κοινωνική μνήμη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο αθλητισμός στην ύστερη σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εθνικός κινητήρας» και ότι οι ταραχές του Μαξίμιρ αντικατοπτρίζουν τις πολιτικές εντάσεις που υπήρχαν και αναπτύχθηκαν στη σοσιαλιστική ομοσπονδία εκείνη την εποχή» τονίζει ο Ντάριο Μπρεντίν, Αναπληρωτής ερευνητής στο Κέντρο Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης του Πανεπιστημίου του Γκρατς.
Η γενιά αυτή αποτελεί την καλύτερη έμπνευση για την τωρινή εθνική Κροατίας. Ο παππούς του Μόντριτς, από τον οποίο πήρε το όνομά του, σκοτώθηκε από Σέρβους πολιτοφυλακές στην αρχή των εχθροπραξιών. Ο Λόβρεν έχασε συγγενείς στον εμφύλιο και ακόμα και τώρα θυμάται τις σκηνές που κρυβόταν στο υπόγειο όταν ηχούσαν οι σειρήνες του πολέμου.
Αυτοί οι δύο είναι οι αρχηγοί της Κροατίας στο φετινό Παγκόσμιο Κύπελλο και οι ιστορίες τους εκτός από την φυσική συνέχεια τη ιστορίας της ίδιας της χώρας, αποτελούν πηγή έμπνευσης για τη νέα γενιά που ακολουθεί. Ο ρόλος του ποδοσφαίρου στον μύθο της δημιουργίας της Κροατίας συνεχίζει να εμπνέει. Το αν οι παίκτες του Ντάλιτς θα κάνουν άλλο ένα υπερβατικό τουρνουά έχει ελάχιστη σημασία πια. Το σίγουρο είναι ότι το ποδόσφαιρο θα έχει τον δικό του ρόλο στην ύπαρξη κι εδραίωση του ίδιου του κροατικού έθνους.
www.bnsports.gr