Με τον Παναγιώτη Γιαννάκη δεν υπήρξε μονάχα συμπαίκτης, αλλά συνεργάστηκαν και στο προπονητικό team της «επίσημης αγαπημένης» του 2007. Αντιλαμβάνεται στο μέγιστο την αξία της γαλανόλευκης, αποτελώντας ζωντανό κομμάτι της ένδοξης ιστορίας, όντας στην θρυλική ομάδα που υπέταξε τους Σοβιετικούς στο ΣΕΦ.
Μεταξύ άλλων διηγήθηκε παρασκηνιακές ιστορίες, από αυτές που ποτέ δε κουράζεσαι να ακούς, σκιαφραφόντας μία εποχή άγνωστη για της νεότερες γενιές. Μετέφερε κλίμα από το πούλμαν και τα αποδυτήρια, μέχρι τις κερκίδες και το παρκέ. Ο Νίκος Λινάρδος σε μία συζήτηση γεμάτη ρετρό αναμνήσεις από το πιο ένδοξο κεφάλαιο στην ιστορία της ελληνικής καλαθοσφαίρισης.
Τι συναισθήματα σου δημιουργούσε το γεμάτο ΣΕΦ; Περιέγραψε το μου σαν εικόνα.
«Αυτό που γινόταν στο ΣΕΦ ήταν πρωτόγνωρο, τόσο για τους παίκτες όσο και για τον φίλαθλο κόσμο. Άρχισε μέρα με την μέρα να γεμίζει περισσότερο, ώστε να φτάσουμε σε σημείο να μην υπάρχει ούτε άδεια πλαστική καρέκλα. Αλήθεια, το να είναι τόσο κοντά ο κόσμος δεν μας δημιούργησε άγχος... ίσα, ίσα μας έδωσε φτερά στο πόδια.
Παράλληλα έβαλε μεγάλη πίεση στους αντιπάλους, οι οποίοι δεν είχαν νιώσει ποτέ τους τέτοιο παλμό. Εξάλλου οι Έλληνες φίλαθλοι, μαζί με τους Σέρβους και του Ισραηλινούς είναι οι πιο ένθερμοι σε ολόκληρη την Ευρώπη. Θα 'θελα πολύ να ξαναδώ το ΣΕΦ στην ίδια κατάσταση, με τις θέσεις να φτάνουν μέχρι την αρχή των πάγκων».
Θέλω να ανακαλέσεις μία ιστορία από την τότε περίοδο. Κάτι που δε γνωρίζει ο κόσμος.
«Θα σου πω δύο. Η πρώτη έχει να κάνει με την παραλιακή και τα εστιατόρια της, τα οποία ξέρανε πότε θα περάσει το πούλμαν της ομάδας, είτε για προπόνηση είτε για αγώνα. Βγαίναν όλοι στο δεξί πεζοδρόμιο κατά μήκος της διαδρομής για το ΣΕΦ και κουνάγανε τις λευκές πετσέτες σερβιρίσματος στον αέρα. Οι μάγειρες σηκώνανε τον σκούφο τους. Ακούγεται περίεργο αλλά πραγματικά μας παροτρύναν, ενώ νίκη με την νίκη γινόταν όλο και πιο πολλοί σε αυτό το άτυπο τελετουργικό.
Ακόμη ένα σκηνικό που θα μου μείνει αξέχαστο έγινε την επομένη της νίκης απέναντι στην Ιταλία. Είχαμε ρεπό και πήγαινα με τον Αργύρη Καμπούρη σε μία βιοτεχνία παπουτσιών στην Καλλιθέα, περάσαμε την παραλιακή στην διασταύρωση με το Καλαμάκι με κόκκινο. Μη στα πολυλογώ μας σταματάει η αστυνομία και μας αναγνωρίζουν. Την ώρα που προσπαθούσα να δικαιολογηθώ και να τους πω ότι πέρασα με βαθύ πορτοκαλί αυτοί μας ζήτησαν αυτόγραφα (σ.σ. γέλια)! Γλιτώσαμε την κλήση και μας ευχήθηκαν καλή επιτυχία. Το 87' ήταν γεμάτο φοβερές αναμνήσεις, χαραγμένες στο μυαλό μας ανεξίτηλα».
Ανάμεσα στα μεγαθήρια που αντιμετώπισες, υπήρξε κάποια στιγμή που ένιωσες φόβο ή δέος στο παρκέ;
«Στο προηγούμενο τουρνουά το 83' δεν είχαμε προκριθεί και όταν μαζευτήκαμε σαν ομάδα και μιλήσαμε με τον αρχηγό, τον Παναγιώτη Γιαννάκη, είπαμε ότι στόχος είναι η οκτάδα. Δεν φοβόμασταν κανένα, ωστόσο είχαμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας ότι η μικρή Ελλάδα είναι πολύ δύσκολο να νικήσει την ενωμένη Γιουγκοσλαβία και την αντίστοιχη Σοβιετική Ένωση.
Στο παρκέ βέβαια όλα ξεχνιούνται, όταν γίνεται το τζάμπολ δεν υπάρχει διαφορά ισχυρού με ανίσχυρου. Παίζεις πέντε εναντίον πέντε. Το συναίσθημα αυτό ισχυροποιήθηκε όταν αντιμετωπίσαμε με τους «Ρώσους» στην πρώτη φάση, όπου αν το ξαναδεί κανείς θα συνειδητοποιήσει ότι είχαμε μία πολύ κακή διαιτησία. Ο Νίκος Γκάλης που ήταν ο πιο ψυχρός, υπό την έννοια ότι δεν εξωτερικεύει τα συναισθήματα του, λύγισε και δάκρυσε...
Μετά από αυτό το συμβάν δώσαμε όρκο με τον Γιαννάκη και είπαμε ότι αν ξαναβρεθούμε στον ημιτελικό ή στον τελικού με την Σοβιετική Ένωση δεν υπάρχει περίπτωση να μην νικήσουμε. Το γεγονός αυτό έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο, όταν προκριθήκαμε στον τελικό είμασταν σίγουροι ότι θα τα καταφέρουμε».
Και φτάνουμε στις βολές τρία δευτερόλεπτα πριν το τέλος! Περιέγραψε μου την κατάσταση στον πάγκο, πως το έζησες;
«Ο Πολίτης με είχε ετοιμάσει, μου ζήτησε να σηκωθώ για προθέρμανση, γιατί είχε βγει ο Φασούλας με πέντε φάουλ και ο Αργύρης (σ.σ. Καμπούρης) είχε τέσσερα. Προφανώς και ήθελα να παίξω σε έναν τελικό αλλά από την άλλη σκεφτόμουν πόση ευθύνη θα είχα. Αν ήμουν εγώ στην θέση του Καμπούρη και αναλάμβανα την ευθύνη των βολών...
Είναι σκέψεις που ήρθαν αργότερα, αφότου κατακτήσαμε το Ευρωπαϊκό, είπα στον εαυτό μου ότι μετά από 38 λεπτά παιχνιδιού, αν έμπαινα για πρώτη φορά μέσα δεν θα 'θελα να 'μαι στην θέση του Αργύρη. Δε ξέρω πως θα αντιδρούσα. Ο πάγκος πάντως είχε πολύ περισσότερο άγχος, όταν παίζεις αδειάζει κάπως το μυαλό, ξεχνιέσαι. Στον πάγκο φορτώνεις και ζεις πιο έντονα τον αγώνα, είμασταν όμως όλοι κομάντο. Οι αναπληρωματικοί βοήθησαν πολύ, είτε στις προπονήσεις είτε όταν χρειάστηκαν να μπουν στο παρκέ.
Και να ξέρεις τότε ήταν δύσκολες οι αλλαγές, ήταν μικρότερο το rotation. Εκ των υστέρων καταλαβαίνω ότι ο Κώστας Πολίτης δεν μας αδικούσε, απλά ήταν έτσι δομημένη η κατάσταση που δεν γινόταν να ρισκάρει να χρησιμοποιήσει πολλούς παίκτες. Κακά τα ψέματα όταν παίζεις έναν τελικό δε μπορείς να κερδίσεις με πάρα πολλούς παίκτες. Έπραξε πολύ σωστά και η ιστορία τον δικαίωσε».
Λήξη, πανηγυρισμοί, πανδαιμόνιο. Όταν συνάντησες τον πατέρα σου, που είναι και του χώρου, ποιες ήταν οι πρώτες του κουβέντες;
«Ότι δικαιωθήκαμε. Μακάρι να υπάρξουν αντίστοιχες επιτυχίες και στα υπόλοιπα τμήματα της Εθνικής. Ότι είμαι τυχερός που βρίσκομαι σε αυτή την ομάδα, με οποιοδήποτε κόστος και θυσία έκανα. Μου είπε ότι το αξίζω. Και εγώ και τα υπόλοιπα παιδιά. Μόνο συγκίνηση και θαυμασμός υπήρχε.
Η εθνική για ΄μενα είναι η ύψιστη τιμή. Σου δίνει κίνητρο και ώθηση για να δουλέψεις ώστε να γίνεις μέλος της. Είναι πολύ σημαντικό να κατορθώσεις να φτάσεις σε αυτό το σημείο, ώστε να προσπαθήσεις να επιτύχεις όσα ονειρευόσουν μικρό παιδί».
Στη φωτό διακρίνεται ο αείμνηστος πατέρας του Νίκου Λινάρδου, Πέτρος (δεξιά) ο οποίος ήταν ο υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου της διοργάνωσης του Ευρωμπάσκετ 1987
www.bnsports.gr