Ένας χρόνος χωρίς τον Ντιέγκο Μαραντόνα και ακόμα πολλοί αρνούνται να πιστέψουν πως ο Ντιεγκίτο δεν βρίσκεται πια ανάμεσα μας. Με αφορμή την ημέρα του θανάτου του το BN Sports γράφει για το πιο υπέροχο τραγούδι που γράφτηκε για αθλητή, αυτό των tifosi της Νάπολι για τον Pibe de Oro.
Γράφει ο Θοδωρής Βασίλης
Ο Ντιέγκο Μαραντόνα από την πρώτη δεκαετία της ζωής του μέχρι και την τελευταία ημέρα που πάτησε το πόδι του στη Γη αποτέλεσε μια προσωπικότητα που έδινε - επιτέλους - πρώτη ύλη για ιστορίες που θα άξιζε να διηγηθείς. Είτε με τον ίδιο βασικό πρωταγωνιστή είτε έμμεσα αποτελώντας μέρος μιας σπουδαίας στιγμής που έγραφε ιστορία.
Όταν ο Μαραντόνα έφτασε στη Νάπολη το 1984, η πόλη ακόμα μετρούσε τις πληγές της από τον καταστροφικό κτύπημα του Εγκέλαδου στην περιοχή της Ιρπίνια τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Η κατάσταση στην περιοχή μόνο καλή δεν ήταν. Τα λεφτά που είχε δώσει το ιταλικό κράτος ως αποζημίωση λόγω γραφειοκρατίας δεν είχαν δοθεί στους πληγέντες. Την ίδια ώρα η αποβιομηχάνιση της χώρας έφερε το κλείσιμο εργοστασίων και η έλλειψη θέσεων εργασίας είχε προκαλέσει την έντονη αντίδραση των κατοίκων όχι μόνο της Νάπολη, αλλά και ολόκληρης της περιφέρειας της Καμπανίας. Το κενό που είχε προκύψει ήρθε να το γεμίσει ο Ντιέγκο. Η Νάπολη έψαχνε έναν ήρωα και ο Μαραντόνα είχε αυτό ακριβώς που έλειπε από τον κόσμο, την ελπίδα. Ως μια αντισυμβατική προσωπικότητα που είχε φτάσει στο σημείο να ζητάει από τον Πάπα να λιώσει τα χρυσά ταβάνια στο Βατικανό και να δώσει τα λεφτά στους φτωχούς, ο Ντιέγκο έγινε αμέσως ο ήρωας και ο επαναστάτης που έψαχναν οι Ναπολιτάνοι.
To 1984 φτάνει στα γραφεία της Γιουβέντους η είδηση ότι η Μπαρτσελόνα παραχωρεί τον Μαραντόνα, ο τότε πρόεδρος των «μπιανκονέρι», Τζιανπιέρο Μπονιπέρτι, αποφάσισε να μην μπει καν στην διαδικασία να ασχοληθεί μαζί του. Κατά τον Μπονιπέρτι η προσωπικότητα του Ντιέγκο δεν ταίριαζε στον χαρακτήρα της Γιουβέντους. Κατά τον Μπονιπέρτι οι ποδοσφαιριστές αποτελούν μέρος ενός συνόλου, πιστά στρατιωτάκια ενός απώτερου σκοπού. Στην «Βέκια Σινιόρα» άρεσαν οι «στρατιώτες» και όχι οι «επαναστάτες», την ώρα που ήδη στην ομάδα υπήρχε και ο σπουδαίος Μισέλ Πλατινί ο οποίος ήταν ήδη το σημείο αναφοράς στο Τορίνο. Για την Γιουβέντους ο Γάλλος σταρ αποτελούσε τον ιδανικό εκφραστή της νοοτροπίας της και ήταν το απόλυτο κόσμημα των Ανιέλι. Παρόλα αυτά τόσο ο Τζιάνι Ανιέλι όσο και ο αδερφός του Ουμπέρτο μπήκαν στον πειρασμό να φέρον τον Μαραντόνα. Ο Μπονιπέρτι όμως τους υπενθύμησε τις αρχές που διέπουν την Γιουβέντους και έτσι έστω κι έμμεσα άνοιξαν τον δρόμο για να γραφτεί ιστορία σε μια άλλη περιοχή της Ιταλίας πολλά χιλιόμετρα μακριά από το μουντό Τορίνο.
Έτσι, ο Ντιέγκο αποφάσισε να πει το ναι στη Νάπολι. Η επιλογή του να έρθει σε μια ομάδα και μια πόλη που ήταν ανύπαρκτη στον ποδοσφαιρικό χάρτι έδωσε στους Ναπολιτάνους την αίσθηση πως αξίζουν πολλά περισσότερα. Η πρώτη νίκη είχε έρθει και ας μην ήταν μέσα στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου. Ο καλύτερος παίκτης στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο ήθελε να παίξει για αυτούς. Το γεγονός πως δύο μήνες νωρίτερα η Νάπολι απέφυγε την τελευταία στιγμή τον υποβιβασμό δεν είχε καμία απολύτως σημασία γι αυτόν. Στις 5 Ιουλίου, 70.000 άνθρωποι θα κατέκλυαν το San Paolo για να έχουν την πρώτη γνωριμία μαζί του και να μπορούν να λένε ότι ήταν παρόντες την ημέρα που ο Αργεντίνος κήρυξε την έναρξη της ομορφότερης εποχής του Calcio. Αυτή η ιστορική ημέρα εκφράστηκε στους στίχους ενός τραγουδιού που οι Ναπολιτάνοι τραγουδούν ακόμα και σήμερα, στο πιο ερωτικό σύνθημα που έχει ακουστεί ποτέ για αθλητή.
OH MAMA, MAMA, MAMA, OH MAMA MAMA MAMA
Πρόκειται για την ιστορία ενός οπαδού που εκμυστηρεύεται στην μητέρα του τι είδε στο γήπεδο.
SAI PERCHE MI BATTE IL CORAZON
και ρωτάει την μητέρα του γιατί η καρδία του χτυπάει τόσο δυνατά και γρήγορα γιατί έχει γεμίσει αδρεναλίνη
HO VISTO MARADONA HO VISTO MARADONA, OH MAMA, INNAMORATO SON
Και αυτό επειδή μόλις είχε δει τον Μαραντόνα και είναι ερωτευμένος.
Το τραγούδι αυτό αποδίδει το σπάνιο προνόμιο που είχαν όσοι βρέθηκαν εκείνη την ημέρα στις εξέδρες να δουν κάποιον από κοντά που είναι προικισμένος με εκείνο το μοναδικό χάρισμα και του οποίου τα κατορθώματα είναι τόσο εξωπραγματικά που θα πρέπει να τα δεις από κοντά για να τα πιστέψεις.
Αν κάνει κάποιος έναν διαγωνισμό μεταξύ του πολιούχου της πόλης του Αγίου Τζενάρο και του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, ο Ντιεγκίτο θα βγει νικητής και με μεγάλη διαφορά. Και αυτό γιατί το απόλυτο Νο10 ήταν ικανός για το αδύνατο. Σε μια εποχή που το ίντερνετ δεν υπήρχε καν σαν σκέψη και δεν υπήρχε καμία πρόσβαση στα κατορθώματα των ποδοσφαιριστών, το να είσαι μάρτυρας της ιδιοφυΐας του Ντιέγκο στον ιταλικό Νότο και να κηρήττεις τα όσα έκανε στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου ήταν σαν τους Αγίους Αποστόλους που είχαν την χαρά και την τύχη να βρεθούν στο πλευρό του Ιησού. Πέντε άτομα λιποθύμησαν και δύο ακόμη υπέστησαν καρδιακή προσβολή όταν με ένα απλό λάκτισμα της μπάλας σημείωσε το ιστορικό πια γκολ με έμμεσο κόντρα στην Γιουβέντους το 1985.
Αυτό το κατόρθωμα ότι ακόμα και το αδύνατο γίνεται δυνατό που είχε καταφέρει να εμφισήσει στους Ναπολιτάνους συντέλεσε ώστε αρχικά στην πόλη να μην πιστέψουν στο άκουσμα της είδησης ότι ο Ντιέγκο πέθανε. Στη Νάπολη, οι ντόπιοι αναφέρονται σε αυτόν με μια τοπική διάλεκτο με ένα κεφαλαίο Ι «Αυτός». Λες και το όνομα Μαραντόνα δεν χρειάζεται να αναφερθεί, σαν να είναι θεϊκός. Τα ιερά στις γωνίες του δρόμου που συνήθως φιλοξενούν εικόνες της Παναγίας, πλέον εδώ και χρόνια είναι γεμάτες με την εικόνα του Ντιέγκο. Η παρουσία του είναι παντού, με την πόλη να είναι γεμάτη με τοιχογραφίες του στις προσόψεις των κτιρίων. Η διαρκής αγάπη για αυτόν ξεπερνά το ποδόσφαιρο γιατί δεν περιορίστηκε ποτέ σε αυτό. Ήταν εκεί για τη Νάπολη.
Στο πρώτο του παιχνίδι στον ιταλικό Βορρά κόντρα στην Βερόνα, οι οπαδοί των γηπεδούχων υποδέχτηκαν τη Νάπολι με ένα άκρως ρατσιστικό πανό που τους υποδέχονταν στην Ιταλία, δείγμα της κοινωνικής ανισότητας μεταξύ Βορρά και Νότου. Ο Ντιέγκο ο οποίος ήταν πάντα εκεί στο πλευρό του αδύνατου, απάντησε ότι θα υπερασπιστεί την πόλη με την τελευταία ρανίδα του αίματός του. Από εκείνο το ματς και μετά ορκίστηκε μπροστά στην τηλεόραση ότι κάθε Κυριακή θα ήταν εκδίκηση των «παρτενοπέι« και πως η υπόλοιπη χώρα θα μάθει να σέβεται το νότο της Ιταλίας. Πλέον δεν ήταν μόνο ο αρχηγός της Νάπολι, αλλά ο ηγέτης της πόλης. «Ο Μαραντόνα ένωσε τη Νάπολη και τους Ναπολιτάνους. Είναι μια μεγαλοφυΐα του νότου που ένωσε τον νότο σε όλο τον κόσμο και έδειξε τη δύναμη της πόλης μας», θυμάται ο πρώην δήμαρχος της Νάπoλη, Λουίτζι Ντε Ματζίστρις και κάτοχος διαρκείας στην curva την δεκαετία του 80'. Όσο ανίκητος ήταν εντός αγωνιστικό χώρου, άλλο τόσο ανθρώπινος ήταν εκτός. Εζησε για να... ζήσει. Για να απολαύσει αυτά που ο ίδιος ήθελε, αδιαφορώντας για την εικόνα του.
«Δείξε μου έναν ήρωα και θα σου γράψω μια τραγωδία», έγραφε κάποτε ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Τα όσα έζησε ο ίδιος δεν τα ξέχασε ποτέ. «Πέρασα επτά από τα 60 χρόνια μου εκεί (στη Νάπολη). Στην καρδιά μου, αξίζουν τρεις φορές περισσότερο». Τόσο έντονα ήταν αυτά τα χρόνια για αυτόν και την πόλη που δεν μπορεί να είναι άλλος τρόπος. Οι Ιταλοί λένε συχνά «Τη Νάπολη να δω, κι ας πεθάνω! (Vedi Napoli e poi muori!)». Ο Μαραντόνα έκανε ακριβώς το αντίστροφο. Το να βλέπεις τη Νάπολη όταν ήταν εκεί σε έκανε να νιώσεις ζωντανός. Γι αυτό και το «Δεν φαντάζεστε τι χάνετε!» που ήταν γραμμένο στον τοίχο νεκροταφείου της πόλης όταν η Νάπολι κέρδισε το πρωτάθλημα.
Ο Μαραντόνα ήταν αυτός που ήταν, επειδή λατρεύτηκε σαν Θεός, έζησε ως άνθρωπος και τελείωσε από τη Νάπολι και το ιταλικό ποδόσφαιρο με την... σταύρωση του σε εκείνο το ματς με την Μπάρι το 1991. Μπορεί πλέον οι μελλοντικές γενιές να μην έχουν την χαρά και την τιμή να τον δουν να παίζει, αλλά θα ξέρουν ότι θα έχουν πάντα το πιο ερωτικό τραγούδι να τους θυμίζει ποιος ήταν ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα.
www.bnsports.gr
Ο Ντιέγκο Μαραντόνα από την πρώτη δεκαετία της ζωής του μέχρι και την τελευταία ημέρα που πάτησε το πόδι του στη Γη αποτέλεσε μια προσωπικότητα που έδινε - επιτέλους - πρώτη ύλη για ιστορίες που θα άξιζε να διηγηθείς. Είτε με τον ίδιο βασικό πρωταγωνιστή είτε έμμεσα αποτελώντας μέρος μιας σπουδαίας στιγμής που έγραφε ιστορία.
Όταν ο Μαραντόνα έφτασε στη Νάπολη το 1984, η πόλη ακόμα μετρούσε τις πληγές της από τον καταστροφικό κτύπημα του Εγκέλαδου στην περιοχή της Ιρπίνια τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Η κατάσταση στην περιοχή μόνο καλή δεν ήταν. Τα λεφτά που είχε δώσει το ιταλικό κράτος ως αποζημίωση λόγω γραφειοκρατίας δεν είχαν δοθεί στους πληγέντες. Την ίδια ώρα η αποβιομηχάνιση της χώρας έφερε το κλείσιμο εργοστασίων και η έλλειψη θέσεων εργασίας είχε προκαλέσει την έντονη αντίδραση των κατοίκων όχι μόνο της Νάπολη, αλλά και ολόκληρης της περιφέρειας της Καμπανίας. Το κενό που είχε προκύψει ήρθε να το γεμίσει ο Ντιέγκο. Η Νάπολη έψαχνε έναν ήρωα και ο Μαραντόνα είχε αυτό ακριβώς που έλειπε από τον κόσμο, την ελπίδα. Ως μια αντισυμβατική προσωπικότητα που είχε φτάσει στο σημείο να ζητάει από τον Πάπα να λιώσει τα χρυσά ταβάνια στο Βατικανό και να δώσει τα λεφτά στους φτωχούς, ο Ντιέγκο έγινε αμέσως ο ήρωας και ο επαναστάτης που έψαχναν οι Ναπολιτάνοι.
To 1984 φτάνει στα γραφεία της Γιουβέντους η είδηση ότι η Μπαρτσελόνα παραχωρεί τον Μαραντόνα, ο τότε πρόεδρος των «μπιανκονέρι», Τζιανπιέρο Μπονιπέρτι, αποφάσισε να μην μπει καν στην διαδικασία να ασχοληθεί μαζί του. Κατά τον Μπονιπέρτι η προσωπικότητα του Ντιέγκο δεν ταίριαζε στον χαρακτήρα της Γιουβέντους. Κατά τον Μπονιπέρτι οι ποδοσφαιριστές αποτελούν μέρος ενός συνόλου, πιστά στρατιωτάκια ενός απώτερου σκοπού. Στην «Βέκια Σινιόρα» άρεσαν οι «στρατιώτες» και όχι οι «επαναστάτες», την ώρα που ήδη στην ομάδα υπήρχε και ο σπουδαίος Μισέλ Πλατινί ο οποίος ήταν ήδη το σημείο αναφοράς στο Τορίνο. Για την Γιουβέντους ο Γάλλος σταρ αποτελούσε τον ιδανικό εκφραστή της νοοτροπίας της και ήταν το απόλυτο κόσμημα των Ανιέλι. Παρόλα αυτά τόσο ο Τζιάνι Ανιέλι όσο και ο αδερφός του Ουμπέρτο μπήκαν στον πειρασμό να φέρον τον Μαραντόνα. Ο Μπονιπέρτι όμως τους υπενθύμησε τις αρχές που διέπουν την Γιουβέντους και έτσι έστω κι έμμεσα άνοιξαν τον δρόμο για να γραφτεί ιστορία σε μια άλλη περιοχή της Ιταλίας πολλά χιλιόμετρα μακριά από το μουντό Τορίνο.
Έτσι, ο Ντιέγκο αποφάσισε να πει το ναι στη Νάπολι. Η επιλογή του να έρθει σε μια ομάδα και μια πόλη που ήταν ανύπαρκτη στον ποδοσφαιρικό χάρτι έδωσε στους Ναπολιτάνους την αίσθηση πως αξίζουν πολλά περισσότερα. Η πρώτη νίκη είχε έρθει και ας μην ήταν μέσα στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου. Ο καλύτερος παίκτης στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο ήθελε να παίξει για αυτούς. Το γεγονός πως δύο μήνες νωρίτερα η Νάπολι απέφυγε την τελευταία στιγμή τον υποβιβασμό δεν είχε καμία απολύτως σημασία γι αυτόν. Στις 5 Ιουλίου, 70.000 άνθρωποι θα κατέκλυαν το San Paolo για να έχουν την πρώτη γνωριμία μαζί του και να μπορούν να λένε ότι ήταν παρόντες την ημέρα που ο Αργεντίνος κήρυξε την έναρξη της ομορφότερης εποχής του Calcio. Αυτή η ιστορική ημέρα εκφράστηκε στους στίχους ενός τραγουδιού που οι Ναπολιτάνοι τραγουδούν ακόμα και σήμερα, στο πιο ερωτικό σύνθημα που έχει ακουστεί ποτέ για αθλητή.
OH MAMA, MAMA, MAMA, OH MAMA MAMA MAMA
Πρόκειται για την ιστορία ενός οπαδού που εκμυστηρεύεται στην μητέρα του τι είδε στο γήπεδο.
SAI PERCHE MI BATTE IL CORAZON
και ρωτάει την μητέρα του γιατί η καρδία του χτυπάει τόσο δυνατά και γρήγορα γιατί έχει γεμίσει αδρεναλίνη
HO VISTO MARADONA HO VISTO MARADONA, OH MAMA, INNAMORATO SON
Και αυτό επειδή μόλις είχε δει τον Μαραντόνα και είναι ερωτευμένος.
Το τραγούδι αυτό αποδίδει το σπάνιο προνόμιο που είχαν όσοι βρέθηκαν εκείνη την ημέρα στις εξέδρες να δουν κάποιον από κοντά που είναι προικισμένος με εκείνο το μοναδικό χάρισμα και του οποίου τα κατορθώματα είναι τόσο εξωπραγματικά που θα πρέπει να τα δεις από κοντά για να τα πιστέψεις.
Αν κάνει κάποιος έναν διαγωνισμό μεταξύ του πολιούχου της πόλης του Αγίου Τζενάρο και του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, ο Ντιεγκίτο θα βγει νικητής και με μεγάλη διαφορά. Και αυτό γιατί το απόλυτο Νο10 ήταν ικανός για το αδύνατο. Σε μια εποχή που το ίντερνετ δεν υπήρχε καν σαν σκέψη και δεν υπήρχε καμία πρόσβαση στα κατορθώματα των ποδοσφαιριστών, το να είσαι μάρτυρας της ιδιοφυΐας του Ντιέγκο στον ιταλικό Νότο και να κηρήττεις τα όσα έκανε στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου ήταν σαν τους Αγίους Αποστόλους που είχαν την χαρά και την τύχη να βρεθούν στο πλευρό του Ιησού. Πέντε άτομα λιποθύμησαν και δύο ακόμη υπέστησαν καρδιακή προσβολή όταν με ένα απλό λάκτισμα της μπάλας σημείωσε το ιστορικό πια γκολ με έμμεσο κόντρα στην Γιουβέντους το 1985.
Αυτό το κατόρθωμα ότι ακόμα και το αδύνατο γίνεται δυνατό που είχε καταφέρει να εμφισήσει στους Ναπολιτάνους συντέλεσε ώστε αρχικά στην πόλη να μην πιστέψουν στο άκουσμα της είδησης ότι ο Ντιέγκο πέθανε. Στη Νάπολη, οι ντόπιοι αναφέρονται σε αυτόν με μια τοπική διάλεκτο με ένα κεφαλαίο Ι «Αυτός». Λες και το όνομα Μαραντόνα δεν χρειάζεται να αναφερθεί, σαν να είναι θεϊκός. Τα ιερά στις γωνίες του δρόμου που συνήθως φιλοξενούν εικόνες της Παναγίας, πλέον εδώ και χρόνια είναι γεμάτες με την εικόνα του Ντιέγκο. Η παρουσία του είναι παντού, με την πόλη να είναι γεμάτη με τοιχογραφίες του στις προσόψεις των κτιρίων. Η διαρκής αγάπη για αυτόν ξεπερνά το ποδόσφαιρο γιατί δεν περιορίστηκε ποτέ σε αυτό. Ήταν εκεί για τη Νάπολη.
Στο πρώτο του παιχνίδι στον ιταλικό Βορρά κόντρα στην Βερόνα, οι οπαδοί των γηπεδούχων υποδέχτηκαν τη Νάπολι με ένα άκρως ρατσιστικό πανό που τους υποδέχονταν στην Ιταλία, δείγμα της κοινωνικής ανισότητας μεταξύ Βορρά και Νότου. Ο Ντιέγκο ο οποίος ήταν πάντα εκεί στο πλευρό του αδύνατου, απάντησε ότι θα υπερασπιστεί την πόλη με την τελευταία ρανίδα του αίματός του. Από εκείνο το ματς και μετά ορκίστηκε μπροστά στην τηλεόραση ότι κάθε Κυριακή θα ήταν εκδίκηση των «παρτενοπέι« και πως η υπόλοιπη χώρα θα μάθει να σέβεται το νότο της Ιταλίας. Πλέον δεν ήταν μόνο ο αρχηγός της Νάπολι, αλλά ο ηγέτης της πόλης. «Ο Μαραντόνα ένωσε τη Νάπολη και τους Ναπολιτάνους. Είναι μια μεγαλοφυΐα του νότου που ένωσε τον νότο σε όλο τον κόσμο και έδειξε τη δύναμη της πόλης μας», θυμάται ο πρώην δήμαρχος της Νάπoλη, Λουίτζι Ντε Ματζίστρις και κάτοχος διαρκείας στην curva την δεκαετία του 80'. Όσο ανίκητος ήταν εντός αγωνιστικό χώρου, άλλο τόσο ανθρώπινος ήταν εκτός. Εζησε για να... ζήσει. Για να απολαύσει αυτά που ο ίδιος ήθελε, αδιαφορώντας για την εικόνα του.
«Δείξε μου έναν ήρωα και θα σου γράψω μια τραγωδία», έγραφε κάποτε ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Τα όσα έζησε ο ίδιος δεν τα ξέχασε ποτέ. «Πέρασα επτά από τα 60 χρόνια μου εκεί (στη Νάπολη). Στην καρδιά μου, αξίζουν τρεις φορές περισσότερο». Τόσο έντονα ήταν αυτά τα χρόνια για αυτόν και την πόλη που δεν μπορεί να είναι άλλος τρόπος. Οι Ιταλοί λένε συχνά «Τη Νάπολη να δω, κι ας πεθάνω! (Vedi Napoli e poi muori!)». Ο Μαραντόνα έκανε ακριβώς το αντίστροφο. Το να βλέπεις τη Νάπολη όταν ήταν εκεί σε έκανε να νιώσεις ζωντανός. Γι αυτό και το «Δεν φαντάζεστε τι χάνετε!» που ήταν γραμμένο στον τοίχο νεκροταφείου της πόλης όταν η Νάπολι κέρδισε το πρωτάθλημα.
Ο Μαραντόνα ήταν αυτός που ήταν, επειδή λατρεύτηκε σαν Θεός, έζησε ως άνθρωπος και τελείωσε από τη Νάπολι και το ιταλικό ποδόσφαιρο με την... σταύρωση του σε εκείνο το ματς με την Μπάρι το 1991. Μπορεί πλέον οι μελλοντικές γενιές να μην έχουν την χαρά και την τιμή να τον δουν να παίζει, αλλά θα ξέρουν ότι θα έχουν πάντα το πιο ερωτικό τραγούδι να τους θυμίζει ποιος ήταν ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα.
www.bnsports.gr