γράφει : Χρήστος Σωτηρακόπουλος
Αύγουστος του 1972 οι Ολυμπιακοί Αγώνες γίνονται στο Μόναχο και ένα παλικάρι από την Αμερική στην πισίνα, σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο κατακτώντας ούτε ένα, ούτε δύο, αλλά επτά χρυσά μετάλλια! Ο Μαρκ Σπιτς περνάει στη σφαίρα του μύθου και το όνομα του γίνεται συνώνυμο της κολύμβησης.
Γράφει ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος
Το 2003 βρέθηκε στην Ελλάδα ο Μαρκ Σπιτς και είχα την χαρά να συναντηθώ μαζί του στο κολυμβητήριο της Βουλιαγμένης για μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Active by SportFM. Την μεταφέρω αυτούσια γιατί έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον να δούμε πως σκεφτόταν και τι πίστευε για το μέλλον και για το ποιος μπορούσε να σπάσει το ρεκόρ του, κάτι το οποίο τελικά έγινε από τον Μάικλ Φελπς.
Μου είχε πει πολλά κι εκπληκτικά, μιλώντας για την νίκη και την ήττα, μιλώντας για το τι ήταν αυτό που τον έκανε να πιστέψει στις δυνατότητες του και φυσικά μου επιβεβαίωσε την εκπληκτική ιστορία που κυκλοφορούσε, πως ο άνθρωπος που το έμαθε κολύμβηση απλά δεν ήξερε να… κολυμπάει!
Ακολουθεί το ορίτζιναλ κείμενο του Ιουνίου του 2003...
Πώς προαναγγέλλεις τη συνέντευξη με έναν μύθο; Και, για την ακρίβεια, πώς περιγράφεις τη συγκίνηση που νιώθεις αναμένοντας να συναντήσεις έναν ήρωα των παιδικών σου χρόνων;
Ο Μαρκ Σπιτς έφτασε στο ραντεβού μας στο Ναυτικό Όμιλο Βουλιαγμένης ντυμένος απλά και με εξαίρεση τα γκρίζα μαλλιά είχες την αίσθηση πως αν έπεφτε μέσα στην πισίνα, θα κολυμπούσε με την ίδια ευκολία όπως τότε…
Το 1972, που το 22χρονο παλικάρι από την Καλιφόρνια, με σήμα κατατεθέν το μουστάκι, γλιστρούσε στο νερό σαν χέλι, σπάζοντας κάθε προηγούμενο ρεκόρ. Και ένα και δύο και τρία, επτά συνολικά χρυσά μετάλλια στο Μόναχο, στους Αγώνες που το επίτευγμα έμελλε να επισκιαστεί από το λουτρό αίματος στο Ολυμπιακό Χωριό.
Καλεσμένος της εταιρείας Arena, έμεινε για λίγες μέρες στη χώρα που για τον ίδιο πρεσβεύει την απόλυτη φιλοσοφία των αγώνων, οι οποίοι τον έκαναν διάσημο. Και, προσωπικά, ύστερα από πολλές συνεντεύξεις, με άφησε έκπληκτο με την απλότητα και την προσωπικότητά του. Γιατί τελικά τίποτα σε αυτόν τον κόσμο δεν είναι τυχαίο! Και η συζήτηση δε θα μπορούσε να ξεκινήσει παρά με την πιο κλασική ερώτηση…
Τι σημαίνει για τον ίδιο τον Μαρκ Σπιτς ο μύθος των 7 χρυσών μεταλλίων στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 1972;
«Η απλή απάντηση έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα μετάλλια αυτά έχουν να κάνουν με τον λόγο στον οποίο οφείλω ένα μεγάλο κομμάτι της δημοσιότητας που περιβάλλει όλη μου τη ζωή. Αν θέλεις μια πιο σύνθετη απάντηση, θα σου έλεγα ότι αποτελεί τη δική μου συνεισφορά στη θεωρία της άμιλλας και του ευγενούς ανταγωνισμού».
Ο Αϊνστάιν υποστήριζε ότι η επιτυχία αποτελείται από 1% ιδιοφυΐα και 99% από ιδρώτα. Ασπάζεσαι αυτήν την άποψη;
«Συμφωνώ απόλυτα. Θα πρόσθετα, μάλιστα, ότι το να πετύχεις δεν εξαρτάται απόλυτα από το πόσο ικανός είσαι. Θα πρέπει να υπάρχει και η ανάλογη προσπάθεια. Όταν με ρωτούν ποιο ήταν το μυστικό της επιτυχίας μου, δεν μπορώ να απαντήσω με ακρίβεια. Αυτό είναι το μυστήριο και η μαγεία του αθλητισμού. Αυτή η αθωότητα για ανακάλυψη των σπόρων της δημιουργικότητας. Για να γίνω πιο σαφής, αν κάποιος θα μπορούσε να συγγράψει το βιβλίο της ζωής μου, έπειτα από 13 χρόνια καριέρας και 26.000 μίλια σε πισίνες, μετρώντας αμέτρητα πλακάκια, το γεγονός ότι δεν γνωρίζεις τη συνέχεια είναι αυτό που κάνει την ιστορία ελκυστική».
Πώς άρχισες να κολυμπάς. Ποια ήταν η πρώτη σου επαφή με τον κόσμο της πισίνας;
«Αυτό έγινε εντελώς τυχαία. Ήμουν σε ηλικία 9 χρονών, όταν έκανα τις διακοπές μου σε μια κατασκήνωση. Εκεί, μια από τις αθλητικές δραστηριότητες ήταν η κολύμβηση. Αυτό που μου έχει μείνει χαραγμένο έντονα στο μυαλό ήταν το γεγονός ότι το νερό ήταν εξαιρετικά παγωμένο. Έπρεπε να διασχίσουμε την απόσταση από τη μια άκρη της πισίνας στην άλλη. Τα περισσότερα παιδιά σταματούσαν στη μέση της διαδρομής, είτε επειδή δεν είχαν την αντοχή για να αντέξουν, είτε επειδή το νερό ήταν πολύ κρύο.
Ήμουν ένα από τα τέσσερα παιδιά που κατάφεραν να φτάσουν στην απέναντι πλευρά. Αυτό ήταν… Κάτι είχε σκιρτήσει μέσα μου. Από εκείνη την ημέρα και μετά ήξερα τι θα ακολουθούσα στη ζωή μου. Οι ευκαιρίες στη ζωή δίνονται συνήθως μόνο μία φορά και πρέπει να ξέρεις να τις αρπάζεις όταν πρέπει».
Ναι, αλλά χωρίς υποδομή μπορεί κάποιος να φτάσει στην κορυφή;
«Κανείς δεν ξέρει τι θα είχε γίνει αν είχα σταματήσει μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά. Ένα από τα σημαντικότερα πράγματα σε αυτή την ηλικία είναι το γεγονός ότι όλα έχουν να κάνουν με την παιδική αθωότητα. Κάτι άλλο που έχει σημασία είναι το πόσο ισχυρά κίνητρα έχει κανείς. Όταν ήμουν μικρός, η ενασχόλησή μου με τον αθλητισμό έμοιαζε με ένα μεγάλο και άλυτο μυστήριο. Πάντως, αν πάρουμε όλα όσα συνέβησαν στη δική μου περίπτωση και τα κάνουμε οδηγό επιτυχίας για τα μικρά παιδιά, είναι σίγουρο ότι θα καταλήγαμε σε παταγώδη αποτυχία».
Όταν ένας αθλητής έχει κατακτήσει 7 χρυσά μετάλλια σε μία διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων, δεν μπορεί να είναι κάτι τυχαίο. Τι είναι αυτό που έκανε διαφορετικό τον Μαρκ Σπιτς;
«Συνήθως όταν ένας άνθρωπος αγγίζει τα όρια του πρωταθλητισμού, ξεφεύγει από τα φυσιολογικά ανθρώπινα όρια. Κανείς δεν γεννιέται εξαιρετικός. Μόνο με πολλά χρόνια προπόνησης μπορεί κάποιος να φτάσει σε αυτό το επίπεδο. Στην εποχή μου δεν υπήρχαν διαιτολόγοι, προπόνηση με βάρη, ούτε εξειδικευμένα προγράμματα προετοιμασίας. Μάλιστα, είχα δυσκολευτεί να βρω ακόμα και χορηγό πριν από τους Αγώνες του Μονάχου. Αυτό που με έκανε διαφορετικό ήταν το ισχυρό κίνητρο που είχα.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια ιστορία: το 1992, λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης και ενώ είχα αποσυρθεί από τη δράση επί 17 ολόκληρα χρόνια, μου ζητήθηκε να πάρω μέρος σε ένα ιατρικό πρόγραμμα.
Θα έπρεπε να κολυμπήσω σε έναν εξομοιωτή με όλη μου τη δύναμη για να τσεκάρουν την τεχνική και το στυλ μου. Σε εκείνο το τεστ έσπασα τα κοντέρ.
Από τους τότε εν ενεργεία κολυμβητές, μόνο ο Ματ Μπιόντι μπορούσε να κολυμπήσει πιο δυνατά από εμένα!
Στα πρώτα 80 μέτρα από το κατοστάρι, σε ένα αγώνισμα που οι αθλητές βγαίνουν στη σύνταξη από τα 25 τους χρόνια, εγώ σε ηλικία 42 ετών δεν μπορούσα να αντιμετωπιστώ από κανέναν. Με πρόδωσαν τα τελευταία 20 μέτρα και η ηλικία!».
Δεν πέρασε τότε από το μυαλό σου το ενδεχόμενο της μεγάλης επιστροφής στη δράση;
«Ο Όσκαρ Γουάιλντ έλεγε ότι ο μοναδικός τρόπος να αντισταθείς στον πειρασμό είναι να ενδώσεις. Η τεχνική μου έδειχνε ότι θα μπορούσα ακόμα να κολυμπάω σε πολύ υψηλά επίπεδα πρωταθλητισμού. Ομολογώ ότι το επίπεδο επιστροφής βασάνισε για πολλά βράδια το μυαλό μου, όμως η οικογένειά μου κατάφερε και με συγκράτησε.
Χρωστάω πολλά στη γυναίκα μου που μπόρεσε και με επανέφερε σε λογικά πλαίσια. Ήμουν ακόμα καλός κολυμβητής και ενδεχομένως να μπορούσα να σταθώ στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης. Ωστόσο, οποιοδήποτε και να ήταν το αποτέλεσμα, οι συγκρίσεις με το 1972 θα ήταν αναπόφευκτες και σε κάθε περίπτωση θα ήταν εις βάρος μου».
Επιστρέφουμε στο 1972. Πολλοί υποστηρίζουν πώς για να φτάσει κάποιος στην κορυφή θα πρέπει πρώτα να νιώσει το πικρό συναίσθημα της ήττας. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968 η τελευταία θέση στα 200 μέτρα πεταλούδα, αν και ήσουν κάτοχος του παγκοσμίου ρεκόρ, και η δεύτερη στα 100 πεταλούδα, θα πρέπει να σε πόνεσαν πολύ.
«Ήταν η μεγαλύτερη ήττα της ζωής μου, αλλά ταυτόχρονα και το μεγαλύτερο μάθημα που πήρα ποτέ. Αν δεν βρεθείς στο κάτω μέρος της πεδιάδας, δεν μπορείς να καταλάβεις τι σημαίνει να απολαμβάνεις τη θέα από την κορυφή του βουνού. Όταν βγήκα από την πισίνα, ύστερα από εκείνο τον αγώνα, αισθανόμουν πραγματικό ράκος. Την ίδια στιγμή, όμως, προτού ακόμα στεγνώσει η αίσθηση της αποτυχίας, είχα αποφασίσει ότι 4 χρόνια αργότερα θα κατακτούσα όσα περισσότερα χρυσά μετάλλια μπορούσα. Ο νικητής εκείνου του αγώνα, ο Ντάγκα Ράσελ, ήταν η αιτία που σήμερα όλος ο κόσμος θυμάται τον Μαρκ Σπιτς και ελάχιστοι τον ίδιο!»
Τα 7 χρυσά μετάλλια σε εκείνους του Αγώνες συνιστούν ένα ανεπανάληπτο επίτευγμα. Δεν σκέφτηκες ποτέ μετά το 3ο ή 4ο χρυσό μετάλλιο να σταματήσεις από φόβο να μην χαλάσεις αυτό το σερί;
«Η αλήθεια είναι ότι μετά το 6ο χρυσό μετάλλιο μου πέρασε από το μυαλό να μην τρέξω στο τελευταίο αγώνισμα. Όταν το σκέφτηκα καλύτερα, διαπίστωσα ότι δεν θα μάθαινα ποτέ αν θα πετύχαινα το απόλυτο, αν δεν αγωνιζόμουν. Έτσι αποφάσισα να πέσω και στο 7ο αγώνισμα, κατακτώντας έτσι το 7ο χρυσό μου μετάλλιο. Εκ του αποτελέσματος δικαιώθηκα, όμως τα πράγματα ίσως να ήταν πολύ διαφορετικά αν δεν κατάφερνα να κερδίσω».
Για να μην τρελαθούμε, αν ο απολογισμός σου από τους Αγώνες του 1972 ήταν 6 χρυσά και 1 ασημένιο μετάλλιο θα το θεωρούσες αποτυχία;
«Η πληγή της ήττας είναι πάντα πιο επώδυνη από την έντονη χαρά της νίκης που διαρκεί λίγο. Η ήττα κοστίζει και σε στιγματίζει για μια ολόκληρη ζωή».
Αποδέχεσαι το κλασικό πλέον αμερικανικό ρητό, το οποίο πρεσβεύει ότι ο πρώτος είναι πρώτος και οι υπόλοιποι τίποτα;
«Στο άθλημα της κολύμβησης υπήρχαν και θα υπάρχουν πραγματικά μεγάλοι αθλητές. Αυτό που κάνει τους κορυφαίους να ξεχωρίζουν είναι η ψυχολογία του νικητή. Ένας πραγματικός πρωταθλητής πρέπει να δίνει όχι το 100%, αλλά το 120% των δυνατοτήτων του την ώρα του αγώνα. Πρέπει ωστόσο να παραδεχτούμε ότι όλοι οι αθλητές αξίζουν τον ίδιο σεβασμό, γιατί ο καθένας με βάση τα δικά του στάνταρ δίνει το καλύτερό του εαυτό και οφείλουμε να σεβόμαστε αυτή την αυταπάρνηση. Αν δεν υπήρχαν και αυτοί οι αθλητές, αυτοί δηλαδή που γεύονται το πικρό ποτήρι της ήττας, δεν θα μπορούσε να αναγνωρίζεται η αξία των νικητών.
Δεν μπορώ να ξέρω πώς μπορεί να νιώθει κάποιος τον οποίο κέρδισα. Αυτό που ξέρω είναι ότι από κάθε αγώνα πρέπει να αποκομίζει κανείς αυτό που πρέπει, να μαθαίνει ακόμα και μέσα από τις ήττες του και να παραδειγματίζεται από τις επιτυχίες των άλλων. Η επιτυχία του Νταν Σοάντερ, που είχε κατακτήσει 4 χρυσά μετάλλια στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1964 στο Τόκιο, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για μένα. Τότε το συγκεκριμένο νούμερο των μεταλλίων του φάνταζε απλησίαστο στα μάτια μου. Ωστόσο, αν δεν έβαζα αυτόν τον στόχο, δηλαδή να πλησιάσω τα επιτεύγματά του, δεν θα έβρισκα ποτέ τη δική μου αθλητική ταυτότητα».
Μια εκπληκτική λεπτομέρεια στην περίπτωσή σου έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο άνθρωπος που σε μύησε στα μυστικά της κολύμβησης, ο Τζορτζ Χέινς, όχι μόνο έμενε σε διαφορετική πόλη, αλλά δεν ήξερε ο ίδιος να κολυμπάει, αν και ήταν ένας θεωρητικός γκουρού του είδους…
«Έτσι ακριβώς είναι. Ο πρώτος μου προπονητής έμενε σε διαφορετική πόλη από αυτή που μέναμε με την οικογένειά μου και έτσι η μητέρα μου αναγκαζόταν τους πρώτους έξι μήνες να με πηγαινοφέρνει για να κάνω την προπόνηση που έπρεπε. Ύστερα από αυτό το χρονικό διάστημα, αποφασίσαμε να πουλήσουμε το σπίτι που μέναμε και να εγκατασταθούμε στην ίδια πόλη με τον κόουτς Χέινς, έναν θεωρητικό της κολύμβησης που ήταν απίστευτος! Και όμως, πάλι τότε ο πατέρας μου ήταν αυτό που έπρεπε να μετακινείται συνεχώς, καθώς η δουλειά του ήταν στην πόλη που μέναμε αρχικά. Η αλήθεια είναι ότι οι γονείς μου έκαναν πολλές θυσίες».
Πιστεύετε ότι το «στοιχειωμένο» αυτό ρεκόρ θα καταρριφθεί κάποια στιγμή στο μέλλον;
«Το μόνο που σκέφτομαι γι’ αυτό το θέμα είναι να είμαι ζωντανός και να είμαι «παρών» όταν αυτό θα συμβεί».
Θα ήθελες να το δεις αυτό στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το επόμενο καλοκαίρι;
«Γιατί όχι; Ένας τέτοιος συνδυασμός θα ήταν ιδανικός. Η Αθήνα είναι μια πόλη που μου αρέσει πολύ. Είχα την τύχη να την επισκεφτώ πριν από πολλά χρόνια και μπορώ να πω ότι υπάρχουν αισθητές αλλαγές προς το καλύτερο. Βέβαια, Ολυμπιακοί Αγώνες δεν σημαίνει καινούριοι δρόμοι και υπερπολυτελή αεροδρόμια, αλλά μια ολόκληρη βαθύτερη αθλητική φιλοσοφία.
Καμία άλλη χώρα δεν μπορεί να διεκδικήσει την πατρότητα του Ολυμπιακού Ιδεώδους. Μέσα στην ιστορική πορεία, το ελληνικό πνεύμα έχει διατηρήσει αναλλοίωτη τη φιλοσοφία αυτή. Θα ήταν πολύ ευχάριστο, λοιπόν, και για μένα να είμαι εκ νέου εδώ, ως εκπρόσωπος της ARENA που μου έχει δώσει την ευκαιρία να ταξιδέψω σε ολόκληρο τον κόσμο και, γιατί όχι, να κάνω και κάποια απονομή».
Πάμε λίγο πάλι πίσω στο 1972. Η περίφημη φωτογραφία σου με τα 7 χρυσά μετάλλια στο στήθος, αποτελεί μια από τις κλασικότερες και πλέον διαχρονικές εικόνες στην αθλητική ιστορία του 20ού αιώνα. Το συναισθανόσουν αυτό την ώρα της φωτογράφισης;
«Για να είμαι ειλικρινής, υπήρχε κάτι στον αέρα που έκανε εκείνη τη στιγμή διαφορετική. Ήταν κάτι που μπορούσα να το καταλάβω από την αρχή. Η φωτογράφιση έγινε στο Λονδίνο για το περιοδικό «Stern», το οποίο στην αρχική μας επαφή ρώτησε εμένα και έναν φίλο μου, που παράλληλα ήταν και άτυπος μάνατζερ μου, ποιες ήταν οι απαιτήσεις μου για να φωτογραφηθώ αποκλειστικά… Μάλιστα μου πρόσφεραν αρχικά το ποσό των 10.000 λιρών, που ήταν αρκετά ικανοποιητικό για την εποχή. Περισσότερο για πλάκα, απάντησα ότι ήθελα τουλάχιστον 70.000 λίρες για να δεχθώ κάτι τέτοιο. Εκείνοι ανέβασαν την προσφορά τους στις 50.000.
Η αντιπρότασή μου περιείχε εκτός από τις 50.000 και την εμπορική εκμετάλλευση του 50% των δικαιωμάτων της φωτογραφίας, κάτι που τελικά έγινε δεκτό. Ήταν η καλύτερη επιχειρηματική κίνηση που έκανα ποτέ στη ζωή μου. Ήταν κάτι που με εξασφάλισε οικονομικά, αν και μου κόστισε επαγγελματικά, καθώς με την κίνηση αυτή θεωρήθηκα επαγγελματίας αθλητής και δεν μπόρεσα να συμμετάσχω στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1976 στο Μόντρεαλ».
Έπειτα από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου βγήκαν στην επιφάνεια πολλές περιπτώσεις αθλητών, κυρίως από το ανατολικό μπλοκ, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν απαγορευμένες ουσίες. Πιστεύεις ότι όλοι αυτοί έκλεψαν κάτι από εσένα;
«Δεν είναι δική μου δουλειά να κρίνω κάτι τέτοιο. Άλλωστε εγώ κέρδιζα, άρα δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι έκλεψαν κάτι από μένα. Ωστόσο, μπορούμε να πούμε ότι αυτοί που χορηγούσαν τα φάρμακα σε όσους δεν κατάφεραν να κερδίσουν κάτι, όντως έκλεψαν ένα κομμάτι από τη ζωή τους».
Με το χέρι στην καρδιά, οι έννοιες πρωταθλητισμός και ντόπινγκ είναι συνυφασμένες τα τελευταία χρόνια;
«Όταν έχουμε να κάνουμε με ρεκόρ και υπέρβαση των ανθρωπίνων δυνατοτήτων, είναι φυσιολογικό να είναι και αυτά μέσα στο παιχνίδι. Ειδικά στα ατομικά αγωνίσματα που η μάχη είναι σώμα με σώμα, πολλές φορές τα αναβολικά κάνουν την εμφάνισή τους. Άλλωστε ο αθλητισμός είναι ένα κομμάτι της κοινωνίας και η έλλειψη εντιμότητας είναι ένα χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης.
Προσωπικά δεν φοβάμαι ότι ένας αθλητής μπορεί να επισκιαστεί από κάποιον άλλο που παίρνει απαγορευμένες ουσίες. Αυτό που μετράει και είναι αλάθητος γνώμονας στην καριέρα ενός αθλητή είναι η διάρκεια στις επιτυχίες και όχι οι εκλάμψεις χάρη σε κάποιους εξωτερικούς παράγοντες».
Κλείνοντας, αν θέλαμε να βάλουμε έναν υποθετικό τίτλο στο βιβλίο της ζωής του Μαρκ Σπιτς, ποιος θα ήταν αυτός;
«Είναι κάτι που δεν μου το έχουν ρωτήσει ποτέ (σ.σ. αυτό αποτελεί το προσωπικό μου χρυσό μετάλλιο). Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι ‘Η Αθωότητα’. Επιπλέον θα μπορούσα να πω ‘Το πείσμα, η επιμονή και η αγάπη για τη ζωή’. Αν έπρεπε να διαλέξω υποχρεωτικά κάποιον από τους παραπάνω και αφού επιμένεις θα διάλεγα τον τίτλο "Επιμονή"».
www.bnsports.gr