Το πολυπόθητο τρόπαιο με την Εθνική Αργεντινής, το «αγκάθι» που κρατούσε πάντα τον Λιονέλ Μέσι στη δεύτερη θέση σε κάθε συζήτηση-σύγκριση με τον Μαραντόνα ήρθε. Άραγε ανατρέπει τα δεδομένα;
Ίσως αποτελεί ένα από τα αιώνια ποδοσφαιρικά ερωτήματα του 21ου αιώνα. Η Αργεντινή ανέκαθεν είχε την τάση να αναζητά τον επόμενο Μαραντόνα, με την ίδια μανία που το αντίπαλο δέος στη Λατινική Αμερική, η Βραζιλία, έψαχνε τον νέο Πελέ.
Τον Αριέλ Ορτέγκα και τον Πάμπλο Αϊμάρ της σύγχρονης εποχής, διαδέχθηκε ό,τι πιο κοντινό στον Pibe de Oro πάτησε «χορτάρι»: ο Λιονέλ Μέσι. Η συζήτηση απέκτησε, πλέον, «σάρκα και οστά» με σωστά ή λάθος μέτρα σύγκρισης.
Άλλα backgrounds, άλλα χαρακτηριστικά
Πρέπει να γίνει κατανοητό πως πρόκειται για δύο τελείως διαφορετικές προσωπικότητες, «ζυμωμένες» σε διαφορετικά υπόβαθρα, με παραστάσεις που απέχουν μίλια μεταξύ τους.
Ο μεν Μαραντόνα γαλουχήθηκε μέσα στις φτωχογειτονιές της Αργεντινής και πρωτοέπαιξε το ποδόσφαιρο της αλάνας. Ο δε Μέσι μεγάλωσε στο προστατευμένο περιβάλλον της Μασία. Πώς είναι δυνατόν να περιμένει κανείς παρόμοιες αντιλήψεις, συμπεριφορές και χαρακτηριστικά;
Δεν είναι δυσνόητο, αλλά είναι το μόνο στοιχείο που έχει μείνει για να δίνει «τροφή» στην αέναη συζήτηση για τον κορυφαίο στην ιστορία του ποδοσφαίρου και ειδικότερα της Αργεντινής.
Οι αριθμοί, εν τέλει, λένε πάντα την αλήθεια ή ερμηνεύονται κατά το δοκούν;
Ο τίτλος με το εθνόσημο ήταν πάντα το κομμάτι που χώριζε τον Μέσι από την απόλυτη καταξίωση. Αυτήν που εξασφάλισε ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα το καλοκαίρι του 1986 στο Μεξικό, σε εκείνη την ονειρεμένη πορεία προς το τρόπαιο.
Ο Λιονέλ Μέσι μπορεί να μην κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά έβαλε ένα πρώτο λιθαράκι φέρνοντας το Copa America στη χώρα του, έπειτα από «ανομβρία» 28 χρόνων. Ένα τρόπαιο που ο Μαραντόνα στις τρεις συμμετοχές του στην ίδια διοργάνωση με την Αργεντινή, δεν κατάφερε να το χαρεί.
Δεδομένα, η προσφορά ενός παίκτη σε μία ομάδα δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί μόνο από αριθμούς, ωστόσο, είναι το μόνο στοιχείο που μπορεί να χρησιμοποιήσει όποιος επιθυμεί να συγκρίνει. Άραγε έχει εξετάσει κανείς τι έχει προσφέρει σε αριθμούς με την Εθνική ομάδα ο καθένας τους;
Ο Μαραντόνα κατέγραψε 70 συμμετοχές με το εθνόσημο στο στήθος, πέτυχε 27 γκολ και μοίρασε 12 ασίστ. Οι περιορισμένες εμφανίσεις του έγκεινται τόσο στους αποκλεισμούς που δέχτηκε λόγω ντόπινγκ, όσο και στην έκρυθμη προσωπικότητά του.
Από την άλλη ο Μέσι αποτελεί τον ρέκορντμαν συμμετοχών με 151 εμφανίσεις, τον πρώτο σκόρερ στην ιστορία της χώρας με 76 γκολ, ενώ μοιράζει τουλάχιστον μία ασίστ ανά τρία παιχνίδια (53 στο σύνολο). Παράλληλα, «έπιασε» στη λίστα των ποδοσφαιριστών με τις περισσότερες συμμετοχές στο Copa America τον Σέρχιο Λίβινγκστοουν με 34 εμφανίσεις.
Η διαφορά στους αριθμούς τους είναι χαώδης, αλλά σε καμία συζήτηση αναζήτησης του κορυφαίου δεν θα ακουστεί. Γιατί; Επειδή ο Μέσι δεν είχε φέρει τρόπαιο με την Αργεντινή, αλλά και τώρα που έφερε, θα συνεχίσει να του λείπει ένα Μουντιάλ.
Στην απάντηση πως κανείς δεν κατέκτησε ένα τρόπαιο μόνος του, θα υπάρχει πάντα ο αντίλογος του Μαραντόνα και της κορωνίδας της καριέρας του το καλοκαίρι του 1986. Ωστόσο, ήταν πράγματι τόσο ελλιπής εκείνη η Αργεντινή;
Η Αργεντινή πριν από τον ηγέτη, χρειάζεται ένα σύνολο
Η ομάδα του 1986 διέθετε στις τάξεις τον Όσκαρ Ρουγκέρι, τον Ντανιέλ Πασαρέλα, τον Χόρχε Βαλντάνο, αποτελώντας ένα σύνολο που μπορούσε να προσφέρει στηρίγματα στον Μαραντόνα.
Με ένα βαθύ ρετουσάρισμα και μόνο συνδετικό κρίκο τον Όσκαρ Ρουγκέρι, έφτασε στην κατάκτηση του Copa America το καλοκαίρι του 1991 και δύο χρόνια μετά -με το ίδιο σχεδόν ρόστερ- επανέλαβε την επιτυχία της, αποδεικνύοντας πως μία πραγματικά καλή αγωνιστικά και πνευματικά ομάδα μπορεί να απογαλακτιστεί από τον μεγάλο σταρ.
Αντικειμενικά, ο Ιγκουαΐν, ο Μασεράνο, ο Ντι Μαρία, βρίσκονταν στην κορύφωση της καριέρας τους το 2014, όταν ο πρώτος «κρέμασε» την ομάδα του σπαταλώντας σπουδαίες ευκαιρίες σε κάθε τελικό που έφτασε η ομάδα επί τρεις σερί διοργανώσεις, αποτυγχάνοντας για λογαριασμό του Μέσι, ακριβώς εκεί όπου ο Μπουρουτσάγα πέτυχε το 1986 δίνοντας τη λύση στον Μαραντόνα.
Εκατέρωθεν ελλείψεις με διαφορετικές ερμηνείες
«Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός» αναφέρει το γνωστό γνωμικό και στην περίπτωση του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, δείχνει να βρίσκει πλήρη εφαρμογή.
Κάνοντας μία σύντομη αναδρομή στο παρελθόν του με την Εθνική Αργεντινής, αντιλαμβάνεται κανείς πως με εξαίρεση το Μουντιάλ του ’86 και την πορεία ως τον τελικό του 1990, οι υπόλοιπες πορείες κρίνονται μέτριες. Ακόμα και στο θεωρητικά ευκολότερο έργο του Copa America δεν πλησίασε καν την κατάκτηση.
Ωστόσο, καλώς ή κακώς, μοιάζει αδύνατο για τον Μέσι να φτάσει στα επίπεδα δημοφιλίας και επιρροής του Μαραντόνα. Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι, άλλου είδους σταρ. Εν έτει 2021, για παράδειγμα, μοιάζει απίστευτο να ιδρυθεί εκκλησία που ο σταρ της Μπαρτσελόνα θα λατρεύεται ως Θεός.
Η συζήτηση-σύγκριση εξ’ αρχής πάσχει νοήματος. Όποιος επιμένει, κοιτά το δέντρο και χάνει το δάσος. Βάζει στην ίδια «ζυγαριά» δύο ανθρώπους που έζησαν και έπαιξαν σε άλλες εποχές, μεγάλωσαν σε εντελώς διαφορετικά υπόβαθρα, αλλά αμφότεροι πρόσφεραν τα μέγιστα στο άθλημα και τη χώρα τους. Αυτό δεν αρκεί σε όποιον αγαπά το ποδόσφαιρο;
Αν κάποιος κρίνει τα ρεκόρ του Μέσι με την «αλμπισελέστε» -και το φετινό Copa America- ως υποδεέστερα του Μουντιάλ του Μαραντόνα, πάντα θα βρίσκει απέναντί του κάποιον άλλο να αντιλέγει και να αναλώνεται σε ένα φαύλο κύκλο συζητήσεων.
Κερδισμένος δεν βγαίνει κανείς, παρά μόνο αυτός που φρόντισε να απολαύσει και τους δύο ως ξεχωριστές ποδοσφαιρικές οντότητες, τοποθετώντας τους στο σημείο που βρίσκει κανείς περισσότερα από δύο ονόματα: στο «Πάνθεον» της ιστορίας του ποδοσφαίρου.
Φάνης Τσοκανάς
www.bnsports.gr