Ο Μαντί Καμαρά αντικατέστησε τις ερυθρές ρίγες με μαύρες και υπέγραψε στον ΠΑΟΚ, για να γίνει ο ένατος που πραγματοποιεί το Φάληρο - Τούμπα χωρίς ενδιάμεση στάση.
Η αλήθεια είναι ότι η ισχύς της αντιπαλότητας του Ολυμπιακού με τον ΠΑΟΚ έχει αλλάξει αρκετές φορές ανά τα χρόνια, με κύριο παράγοντα την εκάστοτε δυναμική του «Δικεφάλου του Βορρά». Την τελευταία δεκαετία, δηλαδή στην εποχή Σαββίδη, που έχει προσθέσει δύο πρωταθλήματα και τέσσερα κύπελλα στο παλμαρέ του συλλόγου, η κόντρα έχει φτάσει - κατά καιρούς - στο απροχώρητο.
Μέσα σε αυτά τα χρόνια, κανένας ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού δεν άφησε το «Καραϊσκάκης» για την Τούμπα. Κανένας, μέχρι φέτος.
Ο Μαντί Καμαρά ετοιμάζεται να φορέσει τα ασπρόμαυρα μετά από μία εξαετία στον Πειραιά και 210 εμφανίσεις με τον έφηβο στο στήθος, για να γίνει ο ένατος ποδοσφαιριστής πρώτης ομάδας, που κάνει το συγκεκριμένο δρομολόγιο και ο πρώτος μετά το… μακρινό 2011.
Αυτοί ήταν οι προηγούμενοι οκτώ:
-
Κωνσταντίνος Ορφανός (1985)
Με δύο ομάδες συνέδεσε τα πρώτα δώδεκα από τα 14 χρόνια της επαγγελματικής του καριέρας, ο Κωνσταντίνος Ορφανός: Με τον ΠΑΟΚ και με τον Ολυμπιακό.
Ο παλαίμαχος διεθνής ήταν πάντα παιδί του ΠΑΟΚ. Όντας γόνος «ασπρόμαυρης» οικογένειας, υπέγραψε το πρώτο του δελτίο με την ομάδα της καρδιάς του στα 13 του χρόνια. Έξι χρόνια μετά, το δελτίο έγινε συμβόλαιο και ο Κώστας Ορφανός πέρασε την πρώτη πενταετία της επαγγελματικής του καριέρας στα αγαπημένα του ασπρόμαυρα, με τα οποία κατέκτησε το πρωτάθλημα του 1976.
Η επιστροφή του Γκιούλα Λόραντ στον ΠΑΟΚ το 1980, έμελλε να είναι η αρχή του τέλους της πρώτης θητείας του σπουδαίου επιθετικού στον ΠΑΟΚ. «Πενθεί η Βόρεια Ελλάδα. Πωλήθηκε σε μία νύκτα ο Ορφανός στον Ολυμπιακό», έγραφαν τα «Σπορ του Βορρά», όταν ο Νταϊφάς νίκησε τον Βαρδινογιάννη και εξασφάλισε την υπογραφή του 24χρονου τότε φορ.
Με τη φανέλα του Ολυμπιακού κατέκτησε… τα πάντα ως το 1985 (τρία πρωταθλήματα και ένα κύπελλο), αγαπήθηκε και αγάπησε, όμως η καρδιά του ήταν πάντα στον Λευκό Πύργο, όπου και επέστρεψε για τα τέσσερα τελευταία χρόνια της καριέρας του. Ως το ‘87 με τον «Δικέφαλο» και για την επόμενη διετία στον Απόλλωνα Καλαμαριάς.
-
Αλέξης Αλεξίου (1991)
Εντελώς συμπτωματικά, όπως και ο Ορφανός, έτσι κι ο Αλέξης Αλεξίου, φόρεσε μονάχα τέσσερις φανέλες. Του Ολυμπιακού, του ΠΑΟΚ, του Απόλλωνα Καλαμαριάς και της εθνικής Ελλάδος. Οι διαφορές, πάντως, ήταν μεγάλες.
Ο διεθνής αμυντικός και δεινός σκόρερ, για τα δεδομένα της θέσης του, ήταν παιδί της συμπρωτεύουσας, όμως για τα πρώτα χρόνια, η ζωή του ήταν «ερυθρόλευκη». Ξεκίνησε το ποδόσφαιρο στον Απόλλωνα Καλαμαριάς και δεν άργησε καθόλου να ξεχωρίσει. Όταν ο Νταϊφάς έδωσε τα χέρια με τον Χάρρυ Κλυνν, ο ίδιος ήταν ιδιαίτερα ενθουσιασμένος για το μεγάλο βήμα (σε αντίθεση με τον Ορφανό).
Στον Πειραιά αγαπήθηκε γρήγορα. Κανείς δε θα ξεχάσει το επικό του γκολ με φάουλ στο «αιώνιο» ντέρμπι τίτλου του 1987, σε ένα ΟΑΚΑ που… ξεχείλιζε από κόσμο. Το καλοκαίρι του ‘91 και μετά από 160 εμφανίσεις με τον Ολυμπιακό, αναγκάστηκε να αποχωρήσει, μη έχοντας στα χέρια του πρόταση ανανέωσης.
Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη για χάρη του ΠΑΟΚ, που ήταν τότε πρωταγωνιστής, αλλά όχι πρωταθλητής. Κατόρθωσε να γίνει και εκεί αγαπητός στον κόσμο, που ως σήμερα δε τον ξεχνά. Στην Τούμπα αγωνίστηκε για τα επόμενα πεντέμισι χρόνια, όταν και αποχώρησε για να γράψει το τελευταίο κεφάλαιο της καριέρας του στην Καλαμαριά.
-
Παναγιώτης Τσαλουχίδης (1995)
Σε αντίθεση με τους δύο προαναφερθέντες, ο «Γιώτης» του ελληνικού ποδοσφαίρου ταυτίστηκε μόνο με τον Ολυμπιακό, χωρίς να βάζουμε βέβαια στην κουβέντα την αγαπημένη του Βέροια.
Μέλος της… άτυχης γενιάς των πέτρινων χρόνων, η επταετής θητεία του στο Λιμάνι δε συνοδεύτηκε με τον αριθμό των τροπαίων που συνήθως κατακτούν όσοι… παλιώνουν στον Ολυμπιακό. Ο 61χρονος σήμερα Τσαλουχίδης έκλεισε την καριέρα του χωρίς να αναδειχθεί ποτέ πρωταθλητής Ελλάδος, έχοντας ως μοναδικά συλλογικά «παράσημα» τα κύπελλα του 1990 και του 1992, όπως και την πορεία ως τα προημιτελικά του Κυπέλλου Κυπελλούχων το 1993.
Για χάρη των Πειραιωτών απέρριψε πολλές προτάσεις από μεγάλους ελληνικούς συλλόγους, όμως το 1995 απομακρύνθηκε, με τον ίδιο να μην κρύβει την πικρία του. Επόμενος σταθμός του ήταν ο ΠΑΟΚ του Θωμά Βουλινού, ο λαός του οποίου τον είχε γοητεύσει. Στη Θεσσαλονίκη, όμως, δεν μακροημέρευσε. Η σεζόν του ήταν «γεμάτη» και εξαιρετική, όμως τα εννέα γκολ και η συνολική προσφορά του δεν ήταν αρκετή για να δώσει το «κάτι παραπάνω», σε μία γενικά δύσκολη χρονιά. Το καλοκαίρι του ‘96 αποχώρησε για να επιστρέψει στη Βέροια… της ζωής του.
-
Μπόζινταρ Μπάντοβιτς (1998)
Ο πρώτος ξένος της λίστας, ο οποίος βέβαια δεν είναι και… τόσο ξένος, έχοντας αγωνιστεί ή προπονήσει στην Ελλάδα για 17 συνεχόμενα χρόνια, είναι ο Μπόζινταρ Μπάντοβιτς. Ο σημερινός προπονητής της Βοϊβοντίνα δεν κατάφερε να ταυτιστεί ούτε με τον Ολυμπιακό, ούτε με τον ΠΑΟΚ στο αγωνιστικό του διάστημα, όμως εντέλει κατάφερε να μείνει στο μυαλό των φιλάθλων των Πειραιωτών ως μέλος του τεχνικού σταφ την περίοδο 2006-2010.
Στην «ερυθρόλευκη» πλευρά του Πειραιά αγωνίστηκε μονάχα τη σεζόν 1997/1998, υπό τις οδηγίες του Ντούσαν Μπάγεβιτς, καταγράφοντας 24 εμφανίσεις με τρεις ασίστ, για να αποχωρήσει το καλοκαίρι για τον ΠΑΟΚ. Στην Τούμπα έμεινε ως το 2000, όντας βασικό «γρανάζι» της ομάδας του Άρι Χάαν, που είχε αναλάβει να βάλει… το καράβι σε σταθερή πορεία, μετά από μία περίοδο συνεχών αλλαγών στην τεχνική ηγεσία. Με τα ασπρόμαυρα αγωνίστηκε σε 45 περιπτώσεις, σκοράροντας μάλιστα και έξι γκολ.
-
Κόφι Αμπονσά (2000)
Ο δρόμος του τον έβγαλε στην Ελλάδα, κάπου το 1998, όταν τα… λαγωνικά της Α’ Εθνικής, που εκείνη την εποχή λάτρευαν να βάζουν τη μύτη τους στην αφρικανική ήπειρο, τον έφεραν στο «Καραϊσκάκης».
Ο Γκανέζος αμυντικός έμελλε να μην καθιερωθεί ποτέ στον Ολυμπιακό, όμως η μεταγραφή του ήταν η αρχή για μια ολόκληρη ποδοσφαιρική ζωή στην Ελλάδα. Το πρώτο του εξάμηνο στη χώρα μας τον βρήκε δανεικό στον Πανελευσινιακό, όμως τον Δεκέμβρη του ‘98 επέστρεψε στο Ρέντη για να ενισχύσει το σύνολο του Μπάγεβιτς. Υπό τις οδηγίες του, ο Γκανέζος διεθνής στόπερ αγωνίστηκε 21 φορές και πήρε δύο πρωταθλήματα.
Με την ανατολή της νέας χιλιετίας, ο Μπάγεβιτς είχε κάνει το δρομολόγιο του σημερινού μας θέματος (δηλαδή το Πειραιάς - Τούμπα) και ο Μπιγκόν, που είχε πάρει τη θέση του, δε σκόπευε να του δείξει εμπιστοσύνη. Ο Κόφι, λοιπόν, ακολούθησε τον «Πρίγκιπα» και φόρεσε τα ασπρόμαυρα, τα οποία δεν… ξεκόλλησε από πάνω του ως 2003, προλαβαίνοντας να παίξει 92 παιχνίδια.
Για την ιστορία και μόνο, αιτία της αποχώρησής του από την Τούμπα, δεν ήταν άλλη από την επιστροφή του Ντούσαν στην ΑΕΚ. Ο νέος προορισμός του Κόφι; Φυσικά και ήταν η Ένωση…
-
Κυριάκος Τοχούρογλου (2000)
Όσο περίεργο κι αν αυτό ακούγεται, ο Κυριάκος Τοχούρογλου είναι ο πρώτος ενεργός μέχρι και σήμερα ποδοσφαιριστής της λίστας! Ναι, το 2024 ο 51χρονος γκολκίπερ γυρνά ακόμα τα γήπεδα της Αυστραλίας με τη Γκλείντσβιλ Ράιντ Μάτζικ, απολαμβάνοντας… δίχως άγχος το ποδόσφαιρο στη Γ’ κατηγορία της χώρας.
Ο τερματοφύλακας από το Σίδνεϊ μεταγράφηκε το 1994 στον Ολυμπιακό από τη Δόξα Δράμας και παρέμεινε μέχρι το 2000, με εξαίρεση τον δανεισμό του στον Πανηλειακό τη σεζόν 96/97. Με την επιστροφή του έγινε ο βασικός γκολκίπερ της ομάδας, παίρνοντας παιχνίδια και στο Champions League, μέχρι να χάσει τη θέση του από τον ανερχόμενο Ελευθερόπουλο και τελικά να αποχωρήσει.
Στα 28 του μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη, όπου έμελλε να αγαπηθεί από τους φιλάθλους του ΠΑΟΚ. Ως το 2008, όταν και «κρέμασε τα γάντια του», σημείωσε 144 συμμετοχές, ενώ κατέκτησε τα κύπελλα του 2001 και του 2003, αγωνιζόμενος μάλιστα στον δεύτερο, όπου και κράτησε ανέπαφη την εστία του. Το 2016 τιμήθηκε από τον «Δικέφαλο του Βορρά» και είναι για πάντα… μέλος της οικογένειας.
-
Λουτσιάνο Ντε Σόουζα (2001)
Ακόμη μία περίπτωση ξένου, που… έγινε Έλληνας, ο Λουτσιάνο έχει συνδέσει άρρηκτα τη ζωή του με τη χώρα μας, αφού η μεταγραφή του στην Ξάνθη το 1995, έμελλε να γίνει η απόφαση που έκρινε όλη του τη ζωή. Με εξαίρεση την περίοδο 2002-2004, που αγωνιζόταν στην Κύπρο, ο Βραζιλιάνος δεν έφυγε ποτέ από τη χώρα μας, συνεχίζοντας μάλιστα εδώ μετά την απόσυρσή του.
Μετά από το επιτυχημένο πρώτο του πέρασμα από τη «Σκόντα», το 1998 ήρθε η ώρα για τη μετακίνηση σε μία ομάδα από τις μεγάλες. Ο Μπάγεβιτς τον πήρε στον Ολυμπιακό και ο σπεσιαλίστας των στημένων έγινε σημαντικότατο μέρος του συνόλου της επόμενης τριετίας. Οι 95 εμφανίσεις και τα 21 γκολ δε λένε… ολόκληρο το «love story» του με τους οπαδούς των Πειραιωτών, οι οποίοι τον αγάπησαν λίγο (έως πολύ) παραπάνω μετά το ματς της ζωής του στον «ερυθρόλευκο» θρίαμβο με 4-1 στη Λεωφόρο.
Το τέλος εκείνης της σεζόν όμως, τον βρήκε μακριά από το λιμάνι και συγκεκριμένα στον ΠΑΟΚ. Δεν έμεινε πολύ. Μόλις έναν χρόνο, στον οποίο κατέγραψε 22 συμμετοχές και 6 γκολ, «πάντα» υπό τις οδηγίες του Ντούσαν. Ο Βραζιλιάνος, πάντως, δεν ξεχνά τους «ασπρόμαυρους» και παραθέτει συχνά τη γνώμη του για την ομάδα, ιδίως τα τελευταία χρόνια, που προπονητής της είναι ο πρώην συνεργάτης του, Ραζβάν Λουτσέσκου.
-
Λεονάρντο (2011)
Κακά τα ψέματα, είναι… ελάχιστοι αυτοί που θυμούνται ότι ο Λεονάρντο αγωνίστηκε στον ΠΑΟΚ, αφού με τα ασπρόμαυρα τον είδαν μόνο όσοι είχαν παρακολουθήσει μία ήττα του «Δικεφάλου» από τον Αστέρα Τρίπολης για την 9η αγωνιστική του πρωταθλήματος της σεζόν 2011/12.
Αυτό ήταν το μοναδικό παιχνίδι του Βραζιλιάνου αριστερού οπισθοφύλακα με την ομάδα του ΠΑΟΚ, όπου και είχε καταλήξει μετά τη λήξη του δανεισμού του από τον Ολυμπιακό στην Ιντερνασιονάλ. Το λιμάνι του Πειραιά ήταν η πρώτη από τις (τελικά) τρεις ελληνικές στάσεις του νυν ποδοσφαιριστή του Αγίου Δημητρίου, ο οποίος αγοράστηκε επί τεχνικής ηγεσίας Τάκη Λεμονή και κατέκτησε δύο νταμπλ, με 57 εμφανίσεις, 4 γκολ και 6 ασίστ, υπό τις οδηγίες του παραπάνω, αλλά και των Σεγκούρα, Βαλβέρδε, Κετσπάγια, Μπάντοβιτς και Ζίκο.
Όταν έφτασε το τέλος της εποχής του στον Ολυμπιακό, ο «Λεό» μετακόμισε στην Τούμπα, όπου έμελλε να αποχωρήσει μετά από έξι μήνες. Η παρουσία του συμπατριώτη του, Λίνο, αλλά και η προώθηση του νεαρού Σταφυλίδη, τον… εξαφάνισαν στα μάτια του Λάζλο Μπόλονι και έτσι αναγκάστηκε να επαναπατριστεί άμεσα.
Παύλος Χυτήρης