Γράφει ο Γιώργος Κ. Στράτος, Δικηγόρος, Δημοσιογράφος-Συγγραφέας
Στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων, υπάρχουν ομάδες που δεν το κατέκτησαν ενώ είναι πανθομολογούμενο ότι το άξιζαν. Η πρώτη είναι η Ουγγαρία της δεκαετίας του ’50. Μία «ορχήστρα» στην οποία εκτός από τον αείμνηστο και γνώριμό μας λόγω Παναθηναϊκού, Φέρεντς Πούσκας, ξεχείλιζε το ταλέντο πολλών ακόμη «πρώτων βιολιών». Η δικαίως αποκαλούμενη «Χρυσή Ομάδα» του Γκούσταβ Σέμπες, που το πέρασμά της άλλαξε τον ρου των εξελίξεων στην τακτική του ποδοσφαίρου και πρόσφερε μορφές στους μεγαλύτερους ευρωπαϊκούς συλλόγους, έχασε από τη Δυτική, τότε, Γερμανία το 1954 στον τελικό της Βέρνης στην Ελβετία.
Είκοσι χρόνια αργότερα, ήρθε η σειρά της Ολλανδίας. Ο Ρίνους Μίχελς, εφαρμόζοντας στην πράξη την επιγραφή της εισόδου στην Ακαδημία του Πλάτωνος : «Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω» (Να μην εισέρχεται κανένας που δεν γνωρίζει Γεωμετρία), έφτιαξε ένα απαράμιλλης ομορφιάς σύνολο που αυξομείωνε το χώρο του γηπέδου, μεγαλώνοντάς τον όταν επιτίθετο και μικραίνοντάς τον όταν αμυνόταν ! Ο πιο καλός ο μαθητής, ο αείμνηστος Γιόχαν Κρόιφ. Κι όμως η Δυτική Γερμανία το 1974 στο Μόναχο και η Αργεντινή το 1978 στο Μπουένος Άιρες, στέρησαν και από αυτήν την… υπερηχητική αρμάδα τον τίτλο.
Υπάρχουν ακόμη παίκτες μεγάλης αξίας που δεν αξιώθηκαν της συμμετοχής σε Μουντιάλ. Από τον θρυλικό Βορειοιρλανδό, Τζορτζ Μπεστ, και τους… κοντοπατριώτες του Ουαλούς, Ίαν Ρας και Ράιαν Γκιγκς, μέχρι το Λιβεριανό Ζωρζ Γουεά, τον Γεωργιανό Κάχα Καλάτζε, και για τους νεότερους τον Αρμένιο Χένριχ Μικιταριάν, τον Σλοβένο Γιαν Όμπλακ, τον Πιερ Ομπαμεγιάνγκ από τη Γκαμπόν.
Τη μεγαλύτερη ποδοσφαιρική γιορτή του πλανήτη, εμπνεύστηκε ο Γάλλος Zιλ Ριμέ, πρόεδρος της FIFA (Διεθνούς Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας) το 1921. Τα τρία πρώτα Μουντιάλ διοργανώθηκαν στην Ουρουγουάη το 1930, την Ιταλία το 1934 και τη Γαλλία το 1938 με νικήτριες αντιστοίχως τις διοργανώτριες χώρες τις πρώτες δύο φορές και την Ιταλία να το κατακτά και την τρίτη. Το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου το 1939, διέκοψε όπως ήταν φυσικό τη διεξαγωγή του. Πέρασαν δώδεκα μαρτυρικά χρόνια για την ανθρωπότητα, για να φτάσουμε από το βομβαρδισμένο από τους Ναζί Λονδίνο στο οποίο θα γίνονταν αυτό του ’42, στο Μοντεβίδεο και τη διοργάνωση του 1950!
Ανάμεσα στα κυριολεκτικά ποδοσφαιρικά «θύματα» αυτής της αποτρόπαιας εξέλιξης, υπήρξε και ένας σπουδαίος σύλλογος, από μία ποδοσφαιρομάνα χώρα που τα λαμπρά αστέρια του, δεν αξιώθηκαν της υπέρτατης αυτής χαράς, αν και τη δικαιούνταν με το παραπάνω, λόγω του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά έναν πολύ συμβολικό τρόπο, ο τρόπος παιχνιδιού της ομάδας αυτής, προηγήθηκε της Ουγγαρίας του ’50 για να τελειοποιηθεί από την Ολλανδία του ’70 !
Στην αυγή του 20ου αιώνα, το 1901, θα ιδρυθεί στο Μπουένος Άϊρες η Ρίβερ Πλέιτ. Στα αγγλικά, η ονομασία του ποταμού Ρίο ντε λα Πλάτα, στις όχθες του οποίου είναι κτισμένη η πρωτεύουσα της Αργεντινής. Δεν είναι εξακριβωμένο γιατί επιλέχθηκε αυτή η εκδοχή αντί της αυθεντικής ισπανικής. Κατά την κυρίαρχη αντίληψη, οφείλεται σε κάποιον απ' τους ιδρυτές του συλλόγου, ο οποίος έμαθε ποδόσφαιρο παρακολουθώντας Άγγλους ναύτες να παίζουν στην προκυμαία του παραποτάμιου λιμανιού, δίπλα σε κιβώτια που έγραφαν River Plate.
Σαράντα χρόνια από την ίδρυσή της το 1941, θα συναντηθούν σ’ αυτήν πέντε νεαροί «πορτένιος» (λιμανίσιοι) όπως αποκαλούνται οι «γκάγκαροι» του Μπουένος Άιρες, που έμελλε μέχρι το 1946, να γράψουν τις πιο χρυσές σελίδες της ιστορίας της. Επρόκειτο για τους κυρίους Χοσέ Μανουέλ Μορένο, Άνχελ Λαμπρούνα, Αντόλφο Πεντερνέρα, Χουάν Κάρλος Μουνιόζ και Φέλιξ Λουστάου.
Αυτοί αποτέλεσαν τη «Μηχανή», τη «Λα Μάκινα» όπως τους «βάφτισε» ο Ουρουγουανός δημοσιογράφος κ. Μποροκοτό, συνεργάτης του φημισμένου ποδοσφαιρικού περιοδικού «Ελ Γκράφικο» για να περιγράψει και να χαρακτηρίσει το παιχνίδι τους. Και ήταν πολύ εύστοχος γιατί αυτή έμελλε να είναι η πρώτη ομάδα στην ιστορία η οποία έπαιξε το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο που τελειοποίησαν τρεις δεκαετίες αργότερα οι Ολλανδοί!
Διεθνείς όλοι με την Εθνική Αργεντινής, δεν είχαν την ευκαιρία να δείξουν τις αρετές τους στον πλανήτη μέσω του Παγκοσμίου Κυπέλλου, αφού το 1938 ήταν ακόμη έφηβοι, ενώ το 1950 και το 1954 η Αργεντινή για δικούς της λόγους δεν δήλωσε συμμετοχή στις διοργανώσεις.
Και οι πέντε ήταν επιθετικοί! Έπαιζαν όμως χωρίς συγκεκριμένες θέσεις, αλλάζοντας ρόλους στα άκρα και το κέντρο της επίθεσης, κατά την πορεία του παιχνιδιού αλλά και του χαρακτήρα τους! Όσο διαφορετικοί άνθρωποι ήταν άλλο τόσο αξεπέραστη ήταν η χημεία μεταξύ τους! Εντός εκτός γηπέδου κι αυτό το δεύτερο κι αν είναι σημαντικό για να γεννηθεί κάτι μοναδικό. Μνημειώδες, «Μονουμεντάλ» όπως είναι και το όνομα του σταδίου της Ρίβερ μέσα στο οποίο μεγαλούργησαν.
Παρόλο που αυτό το κουιντέτο έπαιξε σε απαρτία μόνο 18 παιχνίδια, μεταξύ 1942 και 1946, με το πρώτο στις 28 Ιουνίου 1942 απέναντι στην Πλατένσε που έληξε με νίκη 1–0, άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του, γιατί περισσότερο από το ποδόσφαιρο αυτοί οι πέντε σπουδαίοι παίκτες παρήγαγαν «μαγεία». Μαγεία γιατί δεν βιάζονταν να κερδίσουν, με όποιο τρόπο, αυτό που τους ενδιέφερε κυρίως ήταν ο έλεγχος του αγώνα , συχνά διακινδυνεύοντας εξαιτίας του θεάματος ακόμη και τη νίκη! Αυτός ήταν και ο λόγος που οι φίλαθλοι τους αποκαλούσαν «Οι ιππότες της αγωνίας» ( Los caballeros de la angustia) !
«Το αστέρι» υπήρξε αναμφισβήτητα ο Χοσέ Μανουέλ Μορένο. Ένας απίστευτος συνδυασμός φυσικής δύναμης και τεχνικής αρτιότητας που δεν κατάφεραν να κάμψουν η μποέμικη ζωή, τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια ούτε και οι αμέτρητες ερωτικές περιπέτειές του. Μελαχρινός, ευθυτενής, με περιποιημένο χτένισμα και μουστάκι, δημοφιλέστατος, θεωρούσε πως το τάνγκο «Είναι η καλύτερη προπόνηση»! « Ο τσάρρο» (ο ιππέας) όπως ήταν το παρατσούκλι του, έκλεισε μια σπουδαία καριέρα 26 χρόνων, σταματώντας το ποδόσφαιρο στα 41 του! Παντρεύτηκε την ηθοποιό του κινηματογράφου Πόλα Αλόνσο και μαζί της εμφανίστηκε σε ταινίες, ενώ σκηνοθέτησε και μία! Σ’ αυτήν τη φυσιογνωμία δεν αντιστάθηκε ούτε ο σπουδαίος συγγραφέας, Εντουάρντο Γκαλεάνο, που έγραψε γι’ αυτόν στο βιβλίο του «Ποδόσφαιρο στον ήλιο και τη σκιά».
«Η καρδιά» ήταν ο Άνχελ Λαμπρούνα. Εμβληματική φυσιογνωμία στην ιστορία του σωματείου το οποίο θα υπηρετήσει αργότερα με επιτυχία και ως προπονητής. Ο ανδριάντας του δεσπόζει στην είσοδο του «Μονουμεντάλ». Με 15 τίτλους πρωταθλήματος, αποτελεί τον πολυνίκη ποδοσφαιριστή-προπονητή στην ιστορία της Ρίβερ, πετυχαίνοντας 294 γκολ σε είκοσι χρόνια καριέρας (1939 – 1959) βρίσκεται στη δεύτερη θέση των κορυφαίων σκόρερ όλων των εποχών στην Πρώτη Κατηγορία της Αργεντινής ενώ παραμένει και ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία των ντέρμπι με την Μπόκα Τζούνιορς. Το 1958 στη Σουηδία έγινε ένας από τους μεγαλύτερους σε ηλικία ποδοσφαιριστές που έχουν αγωνισθεί σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου. Επρόκειτο για μία συμμετοχή τιμής ένεκεν.
«Το μυαλό» ήταν ο Αντόλφο Πεντερνέρα. Εξ ου και το παρατσούκλι του «Ελ μαέστρο». Η ικανότητά του να ομορφαίνει αλλά και να ηρεμεί το παιχνίδι σε συνδυασμό με την απίστευτη ακρίβεια που οι μπαλιές του έβρισκαν τους συμπαίκτες του, αποτέλεσαν όχι μόνο τη βάση του οικοδομήματος της «Λα Μάκινα» αλλά και την πεμπτουσία του παιχνιδιού της. Ηγέτης χαμηλών τόνων, υπήρξε ουσιαστικά με το πνεύμα του και ο καταλύτης της αρμονικής συνύπαρξης όλων τους, ειδικώς των «ηφαιστειωδών» Μορένο και Λαμπρούνα! Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνει και το γεγονός ότι με την αποχώρησή του, έπεσε και η αυλαία στις παραστάσεις αυτής της ομάδας καλλιτεχνών.
«Ο αγαθός γίγαντας» ήταν ο Χουάν Κάρλος Μουνιόζ. Ντροπαλός και υγιέστατος, καθώς το πρόσωπό του κοκκίνιζε με το παραμικρό, τον βάφτισαν «ο ντομάτας» ! Συγκρινόμενος με τους συμπαίκτες του, διέθετε την πιο χαμηλή τεχνική κατάρτιση από όλους. Έτρεχε όμως και για τους… τέσσερις! Και εκτός αυτού, ποιος δεν θέλει ένα καλό παιδί στην παρέα του;
«Ο καλλιτέχνης» ήταν ο Φέλιξ Λουστάου. Οι ζογκλερικές ενέργειές του, οι ταπεινωτικές για τους αντιπάλους του εμπνευσμένες ντρίμπλες του πάνω συνήθως στην αριστερή γραμμή παιδιάς του γηπέδου, ξεσήκωναν και διασκέδαζαν τους φιλάθλους. Ένας αρτίστας, γνήσιος διασκεδαστής εξ ου και το προσωνύμιό του «Τσάπλιν» !
Η Ευρώπη πήρε μία γερή δόση από την αύρα αυτής της ομάδας, επτά χρόνια μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ας δούμε πώς. Ο Πεντερνέρα, μετά την αποχώρησή του από τη Ρίβερ Πλέιτ, συνέχισε την καριέρα του, στη «Μιγιονάριος» της Μπογκοτά. Ως παίκτης – προπονητής, με την ομάδα της Κολομβίας, περιόδευσαν στην Ευρώπη. Τον Μάρτιο του 1952, νίκησαν την Ρεάλ Μαδρίτης με 4-2. Στο φιλικό εκείνο, έλαμψε ένα 26χρονο πατριωτάκι του που είχε φέρει μαζί του από τη Ρίβερ στην Κολομβία. Τον έλεγαν Αλφρέντο Ντι Στέφανο!
Τα υπόλοιπα είναι η ιστορία του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Αν προτιμάτε του Champions League και της Ρεάλ Μαδρίτης καθώς η «Λα Μάκινα» μας έστειλε στην Ευρώπη τον καλύτερο συνεχιστή του πνεύματός της. Κατά ένα δραματικά συμβολικό τρόπο όμως ούτε για τον Ντι Στέφανο η μοίρα στάθηκε ευνοϊκή με τα Μουντιάλ! Τα «έχασε» τέσσερις φορές με τρεις διαφορετικές υπηκοότητες! Το 1950 ως Αργεντινός, το 1954 ως Κολομβιανός και το 1958 ως Ισπανός αφού οι χώρες αυτές δεν προκρίθηκαν στην τελική φάση και το 1962 ως Ισπανός δεν αγωνίστηκε όντας τραυματίας!
Για να έχουν οι παλιότεροι και οι νεότεροι φίλαθλοι, μία ιδέα του τι θα σήμαινε μία Αργεντινή με το πνεύμα της La Maquina, ας φανταστούν μία ομάδα όπου o Αλφρέντο ντι Στέφανο, ο Μάριο Κέμπες, ο Ντιέγκο Μαραντόνα και ο Λιονέλ Μέσι, θα έπαιζαν όλοι μαζί!
www.bnsports.gr