Football Talk

Μουρίνιο και διεθνές ποδόσφαιρο, το ιδανικότερο «ζευγάρωμα»: Πέντε λόγοι που του ταιριάζει... γάντι!

Μουρίνιο και διεθνές ποδόσφαιρο, το ιδανικότερο «ζευγάρωμα»: Πέντε λόγοι που του ταιριάζει... γάντι!

O Ζοσέ Μουρίνιο είναι... λουσμένος στις επιτυχίες και τις διακρίσεις. Συνήθως, όμως, οι συνεργασίες του έληγαν άδοξα, με τρόπο που δεν άρμοζε στον «Special One». Άλλωστε, είναι μια περσόνα που είτε αγαπάς είτε... μισείς και το προπονητικό του στυλ διχάζει. Μήπως ήρθε η ώρα να δώσει τα... φώτα του και στο διεθνές ποδόσφαιρο;

Ο Μουρίνιο αποτελεί για πολλούς ένα ποδοσφαιρικό... είδωλο και δάσκαλο στην προπονητική. Τα τρόποια που έχει κατακτήσει, οι επιτυχίες που έχει ζήσει, η δόξα που έχει «γευτεί» τον καθιστούν έναν από τους πιο ικανούς τεχνικούς σε όλο τον κόσμο, με αποκορύφωμα τον «Μουρίνιο» του 2004.

Σιγά σιγά, η... μπογιά του ξεβάφει και εκείνος αδυνατεί να συμβαδίσει με τις εξελίξεις και τις νέες τάσεις του ποδοσφαίρου. Το στυλ παιχνιδιού που υποστηρίζει είναι πιο «συντηρητικό», κάτι το οποίο πλέον δεν ανταποκρίνεται στις μοντέρνες εποχές. Η ζήτησή του έχει μειωθεί ραγδαία, δύσκολα κάποιος σύλλογος θα τον τοποθετήσει στις πρώτες του επιλογές. Γιατί, όμως, συμβαίνει αυτό;

Μια γκάμα παραγόντων έχει συμβάλλει σημαντικά στον... παραγκωνσιμό του και την πρόσφατη απόλυσή του από την Ρόμα. Πέντε είναι, παρόλα αυτά, οι κύριοι λόγοι. Καταρχάς, επικρατεί μια μονοτονία στις μεθόδους του, δεν υπάρχει απαραίτητα προθυμία για εναλλαγές στον τρόπο παιχνιδιού που... πλασάρει.

Ως εκ τούτου, οι παίκτες του «βαριούνται» και ο ίδιος καταντάει... γραφικός. Ωραίο είναι να μένεις σταθερός σε ό,τι υποστηρίζεις, όπως εξίσου καλές είναι η εξέλιξη και η προσαρμοστικότητα.

Αν παρακολουθήσει κανείς την πορεία του μέχρι σήμερα, θα παρατηρήσει ένα ίδιο μοτίβο τακτικών και... δυσαρέσκειας που προκαλείται από αυτές με την πάροδο του χρόνου. Οι Ρεάλ Μαδρίτης, Τσέλσι, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, αλλά και η Ρόμα ως έναν βαθμό, όλες το έζησαν. Μόνο από την Πόρτο και την Ίντερ έφυγε πριν δημιουργηθεί δυσάρεστο κλίμα, με τις οποίες μάλιστα έχει κατακτήσει το Champions League.

Και μιας και μιλήσαμε για κατακτήσεις, τις γνωρίζει από πρώτο χέρι. Προς αποφυγή οποιασδήποτε παρεξήγησης, δεν εννοούμε ότι ο συντηριτικός τρόπος σκέψης του αναιρεί την ικανότητά του ως προπονητής.

Με την Ρεάλ έχει «κλέψει» το πρωτάθλημα μέσα από τα... χέρια του Πεπ Γκουαρδιόλα και της Μπαρτσελόνα, με την Τσέλσι έχει κατακτήσει την Premier League και με την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ κέρδισε το Europa League και το League Cup. Αν εξαιρέσουμε την Τότεναμ, που ναι μεν την... ανέστησε, αλλά απολύθηκε λίγες μέρες πριν τον τελικό του League Cup, όντας η πρώτη φορά από το 2002 που αποχώρησε χωρίς να έχει αποκτήσει κάποιο τρόπαιο, δεν τα πήγε και άσχημα.

Μέχρι και στην Ρόμα «χάρισε» χαρά με την κατάκτηση του Europa Conference League, ενώ κατάφερε να την στείλει μέχρι και τον τελικό του Europa League. Δεν μπορούμε, επομένως, να τον θεωρήσουμε αποτυχημένο, αλλά πρέπει να αντιληφθούμε πως τα οφέλη που αποκόμισαν οι ομάδες ήταν... βραχυπρόθεσμα.

Δεύτερον, το ποδοσφαιρικό στυλ του Πορτογάλου τεχνικού χαρακτηρίζεται ως «παλιομοδίτικο» και κατά κύριο λόγο αμυντικό, κάτι για το οποίο δέχεται διαρκώς κριτική. Στην υπερβολή της βέβαια και αυτή, μιας και ο πραγματισμός του είναι αυτός που τον οδηγεί περισσότερο προς τα εκεί, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που οι ομάδες του έχουν παίξει εξαιρετικό επιθετικό ποδόσφαιρο, όταν έχει χρειαστεί.

Πράγματι, το μοντέρνο ποδόσφαιρο επιδιώκει πιο τολμηρό «χτίσιμο» μιας ομάδας, με σκοπό να μπορεί να ξεπερνάει σε σκορ και βαθμολογία, κατ’ επέκταση, τις αντιπάλους της. Η διατήρηση των clean sheets δεν προσφέρει θέαμα και δεν φέρνει πλέον τίτλους. Όσο το άθλημα γίνεται πιο... τολμηρό και περιπετειώδες, ο Μουρίνιο παραμένει ακριβώς ίδιος, δεν εξελίσσεται.

Τρίτον, δεν είναι υποστηρικτής των ultra-fit ομάδων. Οι μέθοδοι του βασίζονται σε ένα οργανωμένο συστηματικό μακροχρόνιο πλάνο προπόνησης, το οποίο χωρίζεται σε μικρότερες περιόδους, ώστε να βελτιστοποιείται σταδιακά κάθε δεδομένη χρονική στιγμή η ομάδα. Με αυτόν τον τρόπο η φυσική κατάσταση των παικτών «ενσωματώνεται» κάθε φορά στις εκάστοτε τεχνικές και τακτικές ασκήσεις.

Αυτό είναι ένα πορτογαλικό μοντέλο, το οποίο έφερε την... επανάσταση όταν πρωτοεμφανίστηκε μέχρι και πριν δύο δεκαετίες, όμως αυτές οι μέθοδοι έχουν αναπαραχθεί πολλές φορές και θεωρούνται πλέον ξεπερασμένες. Σήμερα, το ποδόσφαιρο απαιτεί εξαιρετικά γυμνασμένη και μυώδη διάπλαση, με αποτέλεσμα οι ομάδες του «Special One» μακροπρόθεσμα να μένουν πίσω.

Τέταρτον, η τακτική η οποία έχει την τιμητική της την τελευταία περίπου δεκαετία είναι το πρέσινγκ, το οποίο δεν βρίσκει... κοινό έδαφος με την αμυντική προσέγγιση του Μουρίνιο. Οι ομάδες του πρώην προπονητή της «βασίλισσας», είναι γενικά εξαιρετικές σε διάφορες τακτικές πτυχές, όμως το πρέσινγκ δεν ήταν ποτέ το δυνατό του σημείο.

Οι τέταρτος λόγος είναι απόρροια των δύο προηγούμενων. Ο Μουρίνιο δεν είναι εμμονικός με την ιδέα οι ομάδες του να κυριαρχούν στα ματς, οι οποίες μάλιστα δυσκολεύονται να τρέχουν αδιάκοπα πάνω κάτω για 90 λεπτά. Δεν είναι ότι δεν πρεσάρουν, όμως όχι με την επιμονή και την συνοχή που θα περίμενε κανείς από υψηλού επιπέδου «νέας εποχής» συλλόγους. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η εν λόγω μέθοδος και ως η... αχίλλειος πτέρνα του Πορτογάλου.

Πέμπτος και τελευταίος λόγος, η εύνοια που απολαμβάνουν μεμονωμένα παίκτες, πιο επιθετικοί, κυρίως. Και κάπου εδώ συγχέονται οι έννοιες του αμυντικού και του επιθετικού παιχνιδιού.

Από τη μία εφαρμόζει κυρίως το αμυντικό στυλ, και από την άλλη δίνει σε επιθετικούς παίκτες-κλειδιά την ελευθερία να εκφραστούν όπως θέλουν, καταπιέζοντας το συλλογικό παιχνίδι. Αρκεί να παρατηρήσει κανείς την προτίμηση που έδειχνε σε κλασικά «δεκάρια», όπως οι Ντέκο, Γουέσλεϊ Σνάιντερ, Μεσούτ Οζίλ. Ακόμη και στη Ρόμα, ο Ντιμπάλα ανανεώθηκε με την «φροντίδα» του Μουρίνιο και ουκ ολίγες φορές έπαιρνε πρωτοβουλίες.

222222_1.jpg

Τι μας μένει στο τέλος; Ένας προπονητής διεθνούς εμβέλειας! Ας δούμε, με βάση κάθε έναν από τους προαναφερθέντες παράγοντες, γιατί καταλήγουμε σε αυτό το πόρισμα.

Πρώτα απ’ όλα, οι τεχνικοί διεθνών ομάδων δεν ευθύνονται αποκλειστικά για την ανάπτυξη ενός και μόνο παίκτη, επομένως εφαρμόζουν ένα πιο σφαιρικό τακτικό μοντέλο, το οποίο κατά πάσα πιθανότητα θα μείνει αναλλοίωτο. Έπειτα, δεν συναντιούνται συχνά με τους παίκτες τους, καμιά δεκαριά φορές τον χρόνο περίπου, οπότε δεν τους «κουράζουν».

Δεύτερον, το παγκόσμιο ποδόσφαιρο, κατά κύριο λόγο παίζεται αμυντικά. Οι υποστηρικτές τον ομάδων δεν απαιτούν ένα εξ ολοκλήρου επιθετικό στυλ, όπως αναμένουν από τους συλλόγους. Με μερικές εξαιρέσεις φυσικά. Αυτός ο τρόπος ταιριάζει περισσότερο σε διεθνές επίπεδο, αφού το «κλειδί» είναι να μην χάσει η ομάδα, παρά να επιδιώξει νίκη πάση θυσία.

Τρίτον, οι προπονητές διεθνών ομάδων δεν συμβάλλουν ιδιαίτερα στην φυσική κατάσταση των ποδοσφαιριστών τους. Υπάρχουν άνθρωποι που ασχολούνται συγκεκριμένα με αυτή την πτυχή, αφήνοντας το τεχνικό κομμάτι στον... ειδικό. Έτσι και αλλιώς, δεν «καίγεται» κανένας ιδιαίτερα για την διάπλασή τους, αφού το διεθνές ποδόσφαιρο είναι λιγότερο ανταγωνιστικό από το διασυλλογικό.

Τέταρτον, το πρέσινγκ δεν αποτελεί κομμάτι των επιτυχημένων διεθνών ομάδων. Είναι μια ριψοκίνδυνη μέθοδος που ενέχει τον κίνδυνο της ήττας, μια πολυτέλεια που συνήθως δεν υπάρχει σε αυτές τις διοργανώσεις.

Οι τρεις τελευταίες ομάδες που κέρδισαν το Παγκόσμιο Κύπελλο, Γερμανία, Γαλλία και Αργεντινή, αλλά και οι δύο τελευταίοι νικητές του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου, Πορτογαλία και Ιταλία, δεν υιοθέτησαν το πρέσινγκ, τους ενδιέφερε απλώς η διατήρηση της κατοχής.

Πέμπτον, στο διεθνές ποδόσφαιρο δεν υπάρχει ο χρόνος να δημιουργήσει ένας προπονητής σύνθετα μοτίβα επιθετικού παιχνιδιού, και συχνά βασίζονται σε έναν ή δύο σταρ της ομάδας να την σηκώσουν στις... πλάτες τους. Έτσι και αλλιώς, τέτοιες ενδεκάδες «χτίζει» ο Μουρίνιο.

33333.jpg

Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι το διεθνές ποδόσφαιρο διαφέρει από το διασυλλογικό, όμως μπορεί να υποστηρίξει προπονητές που ίσως και να προορίζονται για αυτό. Δεν είναι μόνο ο Μουρίνιο, άλλωστε. Ντιντιέρ Ντεσάν, Γκάρεθ Σάουθγκειτ, Ραλφ Ράνγκνικ και Ρομπέρτο Μαντσίνι είναι μερικά από τα παραδείγματα που δεν τα κατάφεραν με συλλόγους, όμως «έλαμψαν» διεθνώς.

Παρά τις αναφορές στην Σαουδική Αραβία, ο Μουρίνιο πρέπει να καταλάβει ότι ένας διεθνής ρόλος ίσως και να του ταίριαζε όσο κανείς άλλος αυτή τη στιγμή, όντας στο στοιχείο του. Ποιος ξέρει; Μπορεί να γίνει ο καλύτερος προπονητής παγκόσμιας εμβέλειας που είχαμε την χαρά να απολαύσουμε.

Σουζάννα Μποντίνη
www.bnsports.gr

Ρoή Ειδήσεων

Δείτε επίσης



0