Με 18 παιχνίδια ήδη στη φετινή σεζόν, εξάγονται κάποια αρχικά συμπεράσματα, για τη φετινή, τρίτη version της ομάδας του Ιβάν Γιοβάνοβιτς. Και η γενική αίσθηση είναι μία: ο Παναθηναϊκός 3.0 είναι πιο όμορφος από ποτέ, με το Σέρβο τεχνικό στα ηνία του.
Ας γυρίσουμε το χρόνο πίσω, ακριβώς 365 μέρες, και ας πάμε στις 02/11/2022, για να δούμε τι συνέβαινε στον μικρόκοσμο των «πρασίνων». Η 10η αγωνιστική της Stoiximan Super League είχε μόλις ολοκληρωθεί, και ο Παναθηναϊκός γύριζε στην Αθήνα μετά τη νίκη του με 5-1 στο Πανθεσσαλικό, σε ένα ματς γιορτή, με 10.000 φίλους του στο πλάι του. Αυτή ήταν η 10η νίκη του σε 10 ματς πρωταθλήματος, βρισκόταν στην πρώτη θέση και περίμενε στην επόμενη αγωνιστική τον Ολυμπιακό στη Λεωφόρο, για να στείλει ένα ξεκάθαρο μήνυμα τίτλου. Παρ' όλα αυτά, δεν ήταν λίγοι εκείνοι, που κάτι τους... χαλούσε!
Είναι απαράβατος ο κανόνας της γκρίνιας στον ελληνικό αθλητισμό, και πόσω μάλλον στο ποδόσφαιρο, αλλά αυτό που συνέβαινε στον Παναθηναϊκό ήταν πολύ περίεργο. Το απόλυτο στο πρωτάθλημα σε δέκα ματς, έχοντας μάλιστα παίξει με ΑΕΚ και Άρη εντός, αλλά και στην Τούμπα με ΠΑΟΚ, και να υπάρχει γκρίνια; Φυσικά! Γιατί υπήρχε και μία άλλη πλευρά στο νόμισμα.
Μόλις 2 αγωνιστικές πριν, ο Παναθηναϊκός είχε χάσει με ρήξη χιαστού τον Αιτόρ. Ο Ισπανός εξτρέμ είχε προλάβει ήδη να σκοράρει 8 φορές και να δώσει 2 ασίστ σε 9 παιχνίδια πρωταθλήματος, κάνοντας μια μανιασμένη εκκίνηση στο πρωτάθλημα. Επίσης, ήταν φανερή η έλλειψη εναλλακτικών επιλογών. Ο Παναθηναϊκός είχε δύο μόλις εξτρέμ: τον Παλάσιος και τον Βέρμπιτς, συν τον Μπερνάρ, ο οποίος, όμως, αρχικά υπολογιζόταν για δεκάρι. Στα χαφ, οι επιλογές ήταν επίσης μετρημένες, με Πέρεθ, Κουρμπέλη, Τσέριν, Τσοκάι και Μπερνάρ, να πρέπει να καλύψουν τις τρεις θέσεις στον άξονα.
Η συνέχεια γνωστή σε όλους μας, με τον Παναθηναϊκό - παρά τις ενέσεις ποιότητας και κυρίως ποσότητας που έγιναν τον Ιανουάριο – να μη μπορεί να μείνει συνεπής και να χάνει την κούρσα του τίλου. Αυτός, όμως, ήταν ο «Παναθηναϊκός 2.0», τι αλλάζει στη φετινή, τρίτη έκδοση της ομάδας; Πολλά!
Σκόρερ οι Σπόραρ (2), Τσέριν, Μαντσίνι και ένα αυτογκόλ με συμμετοχή του Βέρμπιτς. Ασίστ οι Σπόραρ, Πέρεθ, Παλάσιος. Όλοι παλιοί, όλοι περσινοί, από μία ομάδα που έβαλε πάνω από δύο γκολ πέρσι σε τρία ματς (με Βόλο δύο φορές και μία με ΠΑΣ Γιάννινα).
Άρα, πώς τα κατάφερε ο Παναθηναϊκός να αλλάξει τόσο; Η απάντηση έχει δύο σκέλη.
Ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς έχει πάρει τη συνειδητή απόφαση να δώσει στους παίκτες του μεγαλύτερη ελευθερία να πάρουν ρίσκα και να βγουν από τα «κουτάκια» στα οποία ήταν πέρσι. Αυτό συμβαίνει, κυρίως γιατι τους εμπιστεύεται περισσότερο, πλέον, και γιατί ξέρει ότι η ομάδα έχει, πλέον, μεγαλύτερη ποιότητα.
Υπάρχει πολύ μεγαλύτερος εσωτερικός ανταγωνισμός. Πώς μπορεί ο Παλάσιος να μη... σκυλιάσει σε κάθε ματς, να κυνηγήσει κάθε μπάλα και να κάνει τον εαυτό του καλύτερο, όταν ξέρει ότι στον πάγκο είναι ένας παίκτης τόσο ποιοτικός, όσο ο Μαντσίνι, έτοιμος να του πάρει τη θέση; Το ίδιο φυσικά ισχύει και για άλλους: Βέρμπιτς, Μπερνάρ, Χουάνκαρ, Τσέριν είναι πολύ βελτιωμένοι σε σχέση με την περσινή τους εικόνα.
Ας παρατηρήσουμε και πώς αυτά αποτυπώνονται σε αριθμούς:
Κάνοντας, λοιπόν, ένα pit stop τώρα για να κοιτάξουμε πίσω, ο Παναθηναϊκός θα μπορεί να είναι πολύ ικανοποιημένος με την πρόοδο του και την ποιότητα του ποδοσφαίρου που έχει παράξει φέτος, τόσο στο πρωτάθλημα, όσο και σε ευρωπαϊκά παιχνίδια, μεγάλης έντασης και απαιτήσεων.
Αυτό που μένει είναι να βρει τον τρόπο να κρατήσει το επίπεδο του υψηλά, να περιορίσει τα νεκρά διαστήματα και τις νεκρές ..εμφανίσεις (πχ με ΑΕΚ, Μακάμπι Χάιφα) και έχει να βλέπει μόνο προς τα πάνω, σε σχέση με την περσινή του έκδοση.
Χρήστος Αναγνώστου
www.bnsports.gr
Είναι απαράβατος ο κανόνας της γκρίνιας στον ελληνικό αθλητισμό, και πόσω μάλλον στο ποδόσφαιρο, αλλά αυτό που συνέβαινε στον Παναθηναϊκό ήταν πολύ περίεργο. Το απόλυτο στο πρωτάθλημα σε δέκα ματς, έχοντας μάλιστα παίξει με ΑΕΚ και Άρη εντός, αλλά και στην Τούμπα με ΠΑΟΚ, και να υπάρχει γκρίνια; Φυσικά! Γιατί υπήρχε και μία άλλη πλευρά στο νόμισμα.
Μόλις 2 αγωνιστικές πριν, ο Παναθηναϊκός είχε χάσει με ρήξη χιαστού τον Αιτόρ. Ο Ισπανός εξτρέμ είχε προλάβει ήδη να σκοράρει 8 φορές και να δώσει 2 ασίστ σε 9 παιχνίδια πρωταθλήματος, κάνοντας μια μανιασμένη εκκίνηση στο πρωτάθλημα. Επίσης, ήταν φανερή η έλλειψη εναλλακτικών επιλογών. Ο Παναθηναϊκός είχε δύο μόλις εξτρέμ: τον Παλάσιος και τον Βέρμπιτς, συν τον Μπερνάρ, ο οποίος, όμως, αρχικά υπολογιζόταν για δεκάρι. Στα χαφ, οι επιλογές ήταν επίσης μετρημένες, με Πέρεθ, Κουρμπέλη, Τσέριν, Τσοκάι και Μπερνάρ, να πρέπει να καλύψουν τις τρεις θέσεις στον άξονα.
Η συνέχεια γνωστή σε όλους μας, με τον Παναθηναϊκό - παρά τις ενέσεις ποιότητας και κυρίως ποσότητας που έγιναν τον Ιανουάριο – να μη μπορεί να μείνει συνεπής και να χάνει την κούρσα του τίλου. Αυτός, όμως, ήταν ο «Παναθηναϊκός 2.0», τι αλλάζει στη φετινή, τρίτη έκδοση της ομάδας; Πολλά!
- Ο Παναθηναϊκός έχει τουλάχιστον δύο επιλογές σε κάθε θέση και μάλιστα σε κάποιες δεν υπάρχει καν ξεκάθαρος βασικός (π.χ. αριστερό μπακ, δεκάρι, αριστερό εξτρεμ)
- Οι παίκτες που αποκτήθηκαν είναι παίκτες που ανεβάζουν το επίπεδο και τον εσωτερικό ανταγωνισμό. Έχουν έρθει στην ομάδα με την προοπτική να γίνουν βασικοί, και όχι να αποτελούν εναλλακτικές επιλογές.
- Τακτικά, ο Παναθηναϊκός είναι μια πολύ διαφορετική ομάδα όχι όσον αφορά το πλάνο της, αλλά όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο το εφαρμόζει. Πολύ υψηλότερο επίπεδο έντασης (σε βαθμό που αναρωτιέσαι πως οι ίδιοι παίκτες τρέχουν τόσο περισσότερο φέτος), πολύ υψηλότερα μέτρα για όλους στο γήπεδο και γενικότερα, μια μεγαλύτερη ροπή προς την λίγο πιο άμεση μετάβαση και το μεγαλύτερο ρίσκο στον αγωνιστικό χώρο.
Σκόρερ οι Σπόραρ (2), Τσέριν, Μαντσίνι και ένα αυτογκόλ με συμμετοχή του Βέρμπιτς. Ασίστ οι Σπόραρ, Πέρεθ, Παλάσιος. Όλοι παλιοί, όλοι περσινοί, από μία ομάδα που έβαλε πάνω από δύο γκολ πέρσι σε τρία ματς (με Βόλο δύο φορές και μία με ΠΑΣ Γιάννινα).
Άρα, πώς τα κατάφερε ο Παναθηναϊκός να αλλάξει τόσο; Η απάντηση έχει δύο σκέλη.
Ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς έχει πάρει τη συνειδητή απόφαση να δώσει στους παίκτες του μεγαλύτερη ελευθερία να πάρουν ρίσκα και να βγουν από τα «κουτάκια» στα οποία ήταν πέρσι. Αυτό συμβαίνει, κυρίως γιατι τους εμπιστεύεται περισσότερο, πλέον, και γιατί ξέρει ότι η ομάδα έχει, πλέον, μεγαλύτερη ποιότητα.
Υπάρχει πολύ μεγαλύτερος εσωτερικός ανταγωνισμός. Πώς μπορεί ο Παλάσιος να μη... σκυλιάσει σε κάθε ματς, να κυνηγήσει κάθε μπάλα και να κάνει τον εαυτό του καλύτερο, όταν ξέρει ότι στον πάγκο είναι ένας παίκτης τόσο ποιοτικός, όσο ο Μαντσίνι, έτοιμος να του πάρει τη θέση; Το ίδιο φυσικά ισχύει και για άλλους: Βέρμπιτς, Μπερνάρ, Χουάνκαρ, Τσέριν είναι πολύ βελτιωμένοι σε σχέση με την περσινή τους εικόνα.
Ας παρατηρήσουμε και πώς αυτά αποτυπώνονται σε αριθμούς:
- 20-3 γκολ πέρσι μετά από 10 αγωνιστικές, 38-12 μέχρι το τέλος της κανονικής διάρκειας. Φέτος, ο Παναθηναϊκόςείναι ήδη, σε μόλις 10 αγωνιστικές, στο 30-5, μόλις 8 γκολ λιγότερα από ότι είχε πέρσι σε όλη την κανονική περίοδο.
- Έχει ήδη πάρει 16 γκόλ σε όλες τις διοργανώσεις από τα φορ του (7 Σπόραρ, 7 Ιωαννίδης, 2 Γερεμέγεφ) όταν πέρσι πήρε 19 σε όλη τη σεζόν (με τα Play Off)
- Ο Μπερνάρ έχει ήδη 3 γκολ και 1 ασσίστ φέτος (2γ/5α πέρσι) και γενικά δείχνει να πατάει πολύ καλύτερα στο γήπεδο.
Αυτό που μένει είναι να βρει τον τρόπο να κρατήσει το επίπεδο του υψηλά, να περιορίσει τα νεκρά διαστήματα και τις νεκρές ..εμφανίσεις (πχ με ΑΕΚ, Μακάμπι Χάιφα) και έχει να βλέπει μόνο προς τα πάνω, σε σχέση με την περσινή του έκδοση.
Χρήστος Αναγνώστου
www.bnsports.gr