Football Talk

Το «φαινόμενο» Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ: Παλάτια στην... άμμο, ξοδεύοντας δίχως αύριο! (video)

Το «φαινόμενο» Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ: Παλάτια στην... άμμο, ξοδεύοντας δίχως αύριο! (video)

Ονομάζεται «MU effect». Η συνθήκη ορίζει πως όποιος και αν στρατολογηθεί με σκοπό να βγάλει τους ταλαιπωρημένους «μπέμπηδες» από το αδιέξοδο, απομυθοποιείται και φεύγει κυνηγημένος. Τις πταίει, όμως;

Η συννεφιά που επικρατεί στην κόκκινη πλευρά του Μάντσεστερ δεν είναι πρόσκαιρη. Κρατά πάνω από μία δεκαετία. Είναι αποκρουστικά παρατεταμένη και γνωρίζει πραγματικά ελάχιστες ηλιόλουστες μέρες. Το οδυνηρό είναι πως παρά την διάθεση πακτωλών εκατομμυρίων και τις επενδύσεις σε μεγάλους αστέρες και ελπιδοφόρους προπονητές, δεν διαφαίνεται πραγματική διέξοδος από το τούνελ της μετριότητας.

Άντονι, Σάντσο, Μαγκουάιρ, Πογκμπά, Λουκάκου, καθώς και πολλοί φιλόδοξοι προπονητές, όπως οι Φαν Χααλ, Μουρίνιο και Τεν Χαγκ, προσγειώθηκαν ως σωτήρες στο Ολντ Τράφορντ, αλλά είτε απομυθοποιήθηκαν, είτε αποκαθηλώνονται με συνοπτικές διαδικασίες και ταχείς ρυθμούς.

Έρικ Τεν Χαγκ: «Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον»

Το πρόσφατο 0-3 από την μισητή συμπολίτισσα στο «θέατρο των ονείρων», όπως και ο αποκλεισμός με το ίδιο σκορ από τη Νιούκαστλ στο League Cup,  φαίνεται πως επαναβεβαιώνουν την άποψη πως ούτε η φετινή, θα είναι χρονιά ανάκαμψης για τους «κόκκινους» του Μάντσεστερ, οι οποίοι πέρα από την κακή εκκίνηση στην εφετινή Premier League, έχουν ακόμη περισσότερους λόγους να προβληματιστούν, με το ενδεχόμενο της πρόωρης εξόδου από τα ευρωπαϊκά κύπελλα να φαντάζει ρεαλιστικό.



Όλα αυτά συμβαίνουν σε μία χρονική συγκυρία που ο χρόνος για τον Τεν Χαγκ μοιάζει με  «δαμόκλειο σπάθη», έτοιμη να τον αποκεφαλίσει. Στην παρούσα φάση, οι αντιδράσεις μαρτυρούν πως τον οργανισμό της Γιουνάιτεντ έχει διαποτίσει μία πλήρης απόγνωση ως προς το τι θα πρέπει τελικά να γίνει, προκειμένου να πάψουν να τοποθετούνται διαρκώς τα λάθος κομμάτια σε ένα ταλαιπωρημένο και μόνιμα ημιτελές παζλ. Το κλίμα για τον Ολλανδό προπονητή είναι το δίχως άλλο εξαιρετικά βεβαρημένο και φαίνεται πως πολύ δύσκολα θα αποφύγει τη «μοίρα» των προκατόχων του.

Στο παρελθόν, Μόγες, Φαν Χάαλ, Μουρίνιο και Σόλσκιερ (όλοι τους) «πλήρωσαν το μάρμαρο» των συζητήσιμων μεταγραφικών τους επιλογών. Υπενθυμίζεται πως στις δύο μεγάλες θερινές μεταγραφικές περιόδους, ο Τεν Χαγκ είχε να διαχειριστεί έναν πλουσιοπάροχο κουμπαρά, ύψους 460 εκατομμυρίων ευρώ. Με αυτά τα χρήματα στρατολόγησε ποδοσφαιριστές των οποίων η συνεισφορά στο κλαμπ είναι έως τώρα το λιγότερο πενιχρή, με μοναδική ίσως εξαίρεση την «έξυπνη» προσθήκη του Κρίστιαν Έρικσεν από την Μπρέντφορντ.


Η έλευση του Άντονι ως δεύτερη, μάλιστα, ακριβότερη μεταγραφή στην ιστορία του συλλόγου αντιμετωπίζεται ως κλαυσίγελος, με τον τελευταίο να απασχολεί τα βρετανικά ταμπλόιντς για τους λάθος λόγους και όχι για τις αγωνιστικές του επιδόσεις. Είναι ενδεικτικό πως ένας ποδοσφαιριστής που κόστισε περίπου 100 εκατομμύρια ευρώ, στο ντέρμπι της περασμένης Κυριακής πέρασε ως αλλαγή στο 87ο λεπτό.

Αξίζει να ειπωθεί πως μοναδικός λόγος αναφοράς του στο φύλλο αγώνα, υπήρξε η κίτρινη κάρτα που δέχτηκε στο 92ο λεπτό. Παράλληλα, μεγάλη μουρμούρα έχουν ξεσηκώσει και οι επιεικώς «χαμηλές πτήσεις» του Νορβηγού (και μοναδικού καθαρόαιμου κυνηγού του ρόστερ) Ράσμους Χόιλουντ, ο οποίος το περασμένο καλοκαίρι στοίχισε λίγο παραπάνω από 70 εκατομμύρια ευρώ και μάλιστα υπήρξε προσωπική επιλογή του Ολλανδού προπονητή.

 

Ο «εξοστρακισμένος» στην εξέδρα Τζέιντον Σάντσο

Ο έτερος πανάκριβος εξτρέμ των «μπέμπηδων», Τζέιντον Σάντσο, του οποίου η μετακίνηση στο «Θέατρο των Ονείρων» το θέρος του 2021 κόστισε περίπου 85 εκατομμύρια ευρώ, είναι μόνιμα παρκαρισμένος στην κερκίδα, δεν βλέπει αποστολή και με τον τρόπο αυτό γίνεται φανερό πως αποτελεί εδώ και αρκετές εβδομάδες ξένο σώμα.

Η αλήθεια είναι πως ο Τζαμαϊκανός, με αγγλικό διαβατήριο, δεν κατάφερε ποτέ να δικαιώσει τις προσδοκίες που δημιούργησε η μετακίνησή του στο κορυφαίο πρωτάθλημα της Ευρώπης και το μέγεθος της αποτυχίας συνέδραμε καθοριστικά στην απομάκρυνση του Όλε Γκούναρ Σόλσκιερ από τον πάγκο της Γιουνάιτεντ το φθινόπωρο του 2021.

 

Οι «χρυσές», παροπλισμένες εφεδρείες

Άλλοι ποδοσφαιριστές που αποκτήθηκαν έναντι διόλου ευκαταφρόνητου τιμήματος, όπως οι Χάρι Μαγκουάιρ, Αντονί Μαρσιάλ, Βίκτορ Λίντελοφ και Ντόνι Φαν Ντε Μπεκ (ναι υπάρχει ακόμη) βρίσκονται μεν έως και σήμερα στο ρόστερ της ομάδας του Τεν Χαγκ, αλλά αποτελούν πανάκριβες πλην όμως παροπλισμένες και «χρυσές»  εφεδρείες.

Ο Χάρι Μαγκουάιρ αποτελεί μία ιδιότυπη περίπτωση ποδοσφαιριστή, καθώς αποκτήθηκε το καλοκαίρι του 2019, καταρρίπτοντας το ρεκόρ μεταγραφής για αμυντικό ποδοσφαιριστή. Για τα «μάτια» του θηριώδους στόπερ, η Γιουνάιτεντ έβγαλε από τα ταμεία της 87 εκατομμύρια ευρώ με σκοπό να θωρακίσει τα μετόπισθέν της σε μία απόπειρα να μιμηθεί την επική μεταγραφή του Βίρτζιλ Φαν Ντάικ από την Λίβερπουλ λίγους μήνες πριν. Έκτοτε όμως, ο «βίος και τα έργα» του Άγγλου κεντρικού αμυντικού στην μεγάλη βιομηχανική πόλη, συνιστούν αιτία διεκδίκησης «χρυσού βατόμουρου».

Ακολούθως, οι ελπιδοφόροι τότε, πλην όμως μη επαρκείς να κάνουν τη διαφορά σε υψηλό επίπεδο Αντονί Μαρσιάλ (καλοκαίρι 2015) και Βίκτορ Λίντελοφ (καλοκαίρι 2017) κόστισαν 60 και 35 εκατομμύρια ευρώ αντίστοιχα, ποσά τα οποία καρπώθηκαν οι Μονακό και Μπενφίκα (αντίστοιχα). Η μετακίνηση του τελευταίου της παρέας, Ντόνι Φαν Ντε Μπεκ από τον «Αίαντα» το καλοκαίρι του 2020, στοίχισε ακόμη 40 εκατομμύρια ανεβάζοντας συνεχώς τον λογαριασμό σε δυσθεώρητα επίπεδα.


«Φύγε εσύ, έλα εσύ»

Σύμφωνα με έρευνα του CIES Observatory, εκτιμάται πως η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ξόδεψε από το 2014 περίπου 1.9 δις για μεταγραφές ποδοσφαιριστών, την στιγμή που πήρε πίσω μόλις 553 εκατομμύρια από αυτά τα χρήματα. Όλο αυτό το διάστημα οι «ήξεις αφίξεις» υπήρξαν αναρίθμητες.

Κορυφαία παραδείγματα αποτελούν η πανάκριβη μετακίνηση του Άνχελ Ντι Μαρία από την Ρεάλ Μαδρίτης το 2014 έναντι ενός ποσού που άγγιζε τα 78 εκατομμύρια ευρώ, αλλά και η μεγάλη επιστροφή του Πολ Πογκμπά από την Γιουβέντους έναντι του ποσού ρεκόρ των 105 εκατομμυρίων ευρώ (το 2016). Από κοντά τους και η απόκτηση, το καλοκαίρι του 2017, του Ρομέλου Λουκάκου από την Έβερτον, έναντι τιμήματος 85 εκατομμυρίων ευρώ.

Άλλες, ξεθωριασμένες στο βάθος του χρόνου (πλέον) μετακινήσεις παικτών που «πέρασαν και δεν ακούμπησαν» και λειτούργησαν ως «κερασάκια» σε μία πανάκριβη πλην όμως άγευστη τούρτα, υπήρξαν οι Φρεντ, Ντεπάι και Μπαϊγί. 34 εκατομμύρια στοίχισε η μετακίνηση του Μέμφις Ντεπάι από την PSV το καλοκαίρι του 2015.

Άλλα 38 εκατομμύρια παρέδωσε η Γιουνάιτεντ στη Βιγιαρεάλ το 2016 για να κάνει δικό της τον Ιβοριανό, Έρικ Μπαϊγί, ενώ ακόμη 60 εκατομμύρια κατέληξαν στα ουκρανικά ταμεία της Σαχτάρ του Ντόνετσκ το 2018 για την πρόσκτηση του Φρεντ. 132 συνολικά στον «σκουπιδοφάγο».


Φερνάντες και Καζεμίρο τα «αποκούμπια» των Γκλέιζερ

Ασφαλώς, κάθε κανόνας επιδεικνύει και εξαιρέσεις. Παρά τις οικονομικές υπερβολές και τις αλόγιστες δαπάνες που τείνουν πλέον να χαρακτηρίζουν όλες ανεξαιρέτως τις μεταγραφικές περιόδους των «κόκκινων διαβόλων», υπάρχουν δύο περιπτώσεις ποδοσφαιριστών που ξεχωρίζουν για τους σωστούς λόγους. H μετακίνηση του νυν κάπτεν της ομάδας, Μπρούνο Φερνάντες, από την Σπόρτινγκ Λισαβόνας τον Ιανουάριο του 2020 κόστισε 65 εκατομμύρια ευρώ, με τον ποδοσφαιριστή ωστόσο να έχει πραγματοποιήσει και με το παραπάνω την απόσβεσή τους.

Πολλά ήταν τα χρήματα που δόθηκαν και για τον Καζεμίρο της Ρεάλ Μαδρίτης το περυσινό καλοκαίρι. 71 εκατομμύρια για να δελεαστούν ο Βραζιλιάνος άσος και η «Βασίλισσα» προκειμένου να προχωρήσουν στην απόφαση να διαχωρίσουν την «Αγία Τριάδα» του χρυσοφόρου ισπανικού κέντρου (Καζεμίρο, Μόντριτς, Κροος). Τίμημα λογικό και αναμενόμενο. Και σε αυτή την περίπτωση, αλλά και στη βάση του «μη χείρον βέλτιστον», η προσφορά του Βραζιλιάνου κρίνεται έως τώρα ικανοποιητική.

Σαφώς υπάρχουν και άλλοι αξιόλογοι ποδοσφαιριστές που έχουν κοστίσει αρκετά χρήματα αλλά η παρουσία τους στο Μάντσεστερ κρίνεται με θετικό πρόσημο. Λιουκ Σο, Ντιόγκο Νταλότ, Λισάντρο Μαρτίνεζ αλλά και ο Γουάν Μπισάκα αποτελούν τέτοιες περιπτώσεις με τιμιότατη προσφορά.


Τις πταίει;

Ολοκληρώνοντας την λογιστική αποτύπωση, εύλογα ανακύπτουν ορισμένα ερωτήματα τα οποία τείνουν να στοιχειώνουν σαν εφιάλτες τον ύπνο των φιλάθλων της Γιουνάιτεντ. Πώς είναι δυνατό να διορθωθεί αυτή η κατάσταση που μοιάζει με μοτίβο επαναλαμβανόμενο δίχως διαφαινόμενη έξοδο κινδύνου αναρωτιούνται δικαίως. Πρόκειται για το «MU effect» που αναφέρθηκε και προσδιορίστηκε παραπάνω. Είναι πολλές οι περιπτώσεις, όπου κατά κοινή ομολογία καλοί ποδοσφαιριστές χάνουν τον δρόμο τους στο «Ολντ Τράφορντ». Η σκέψη αυτή ανεξάρτητα από το ποιος προπονεί, θέτει προβληματισμούς για τις συνθήκες της καθημερινότητας στο κλαμπ. Είναι πολλές οι περιπτώσεις όπου ποδοσφαιριστές «αμαυρώνουν» το ποινικό τους μητρώο με πειθαρχικά παραπτώματα, άλλοτε πταισματικού και άλλοτε κακουργηματικού χαρακτήρα. Αρκεί να θυμίσουμε ορισμένες περιπτώσεις. Η συμπλοκή του Χάρι Μαγκουάιρ με αστυνομικούς στο πλαίσιο της επίσκεψής του στο «νησί των ανέμων» αποτελεί ένα καλό παράδειγμα. Η κακοποιητική συμπεριφορά του Μέισον Γκρινγκουντ ένα ακόμη. Οι κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης που επιβαρύνουν τον Άντονι επίσης. Η καταγγελλόμενη, από τον προπονητή της ομάδας, οξυθυμία του Τζέιντον Σάντσο εξίσου.


Είναι πασιφανές πως ο θυμός, ο εκνευρισμός και η έλλειψη ομαδικότητας φέρνουν προβλήματα ή μάλλον δεν φέρνουν αποτελέσματα και εγγυώνται την αποτυχία.

Μία ακόμη περίπτωση που χρήζει προσοχής, στο κομμάτι που αφορά την αποκαθήλωση ενός θρύλου του κλαμπ έχει να κάνει με την απομυθοποίηση της προσφοράς του Κριστιάνο Ρονάλντο. Η επιστροφή του το καλοκαίρι του 2021 έδειχνε, φαινομενικά, ως ο μόνος τρόπος για να συμβεί η επιστροφή της Γιουνάιτεντ στην κορυφή. Έδειχνε να φέρνει μαζί της ό,τι έλειπε τα προηγούμενα χρόνια. Έφερε ελπίδα, πέραν της ποιότητας και της δεδομένης εμπειρίας, της μεγάλης προσωπικότητας και των πλούσιων παραστάσεων που διαθέτει ο Πορτογάλος. Ωστόσο, η συνύπαρξη Ρονάλντο και Τεν Χαγκ υπήρξε γρήγορα προβληματική και ο Πορτογάλος σταρ απομυθοποιήθηκε σε πολύ σύντομο χρόνο.

Η απομυθοποίηση αυτή καλλιέργησε μια αίσθηση απόγνωσης στον οργανισμό, καθώς ό,τι κι αν επιχειρηθεί για την αναγέννηση του κλαμπ μοιάζει να ισοδυναμεί με την κατασκευή κάστρων στην αμμουδιά, πλάι στο κύμα. Για να χτίσεις όμως εκτός από τις σωστές και ποιοτικές επιλογές χρειάζεται στρατηγική και όραμα. Οι επιλογές που γίνονται τα τελευταία έτη στη Γιουνάιτεντ μοιάζουν να στερούνται στρατηγικού βάθους και ολοκληρωμένης μελέτης.

Ο Τεν Χαγκ δεν είναι κακός προπονητής. Η τυφλή εμπιστοσύνη στις επιλογές ενός μοναδικού ανθρώπου ωστόσο κρίνεται ως κακός οιωνός και σύμβουλος. Αυτός, είναι ικανός λόγος απομάκρυνσης ενός καλού προπονητή. Στον αντίποδα, η Τότεναμ δείχνει να μαθαίνει από τα λάθη της. Πρώτα στρατολόγησε έναν κορυφαίο για να φέρει τους τίτλους. Ο Αντόνιο Κόντε «αποχώρησε νύχτα» γιατί απηύδησε. Στη συνέχεια, άλλαξε πλάνο και στρατηγική προκειμένου να εντοπίσει μία αποτελεσματικότερη διαδρομή για να διεκδικήσει τίτλους. Έκανε αλλαγές στο ρόστερ, ακόμη κι αν αυτό της στέρησε τον απόλυτο σταρ της. Άλλαξε το οργανόγραμμα και κυρίως έφερε έναν άνθρωπο μπορεί να υλοποιήσει ό,τι θέλει να κάνει πράξη.

Δημήτρης Τσάκνης
www.bnsports.gr

Ρoή Ειδήσεων

Δείτε επίσης



0