Γράφει ο Θοδωρής Βασίλης
Ο μύθος λέει το εξής:
Ενώ εκφωνούσε την ομιλία του κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης στο Botteghe Oscure, ο ηγέτης του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, Παλμίρο Τολιάτι, απευθύνθηκε στον σύντροφο του και ηγετικό στέλεχος του κόμματος, Πιέτρο Σέκια, ρωτώντας τον: «Τι έκανε η Γιουβέντους χθες;». Ο Σέκια, εμφανώς αμήχανος, σώπασε. Τότε ο Τολιάτι του απάντησε: «Και περιμένεις να κάνεις την επανάσταση χωρίς να ξέρεις τα αποτελέσματα της Γιούβε;». Πώς να το πεις, χωρίς να ξέρεις τις διαθέσεις των ανθρώπων που ζητάς να ξεσηκωθούν; Ο επικεφαλής του Κομμουνιστικού Κόμματος, οπαδός της «Γηραιάς Κυρίας», επέπληξε έτσι τον αναπληρωτή του ότι αγνόησε τη σημασία ενός μαζικού φαινομένου όπως το ποδόσφαιρο ικανό να επηρεάσει τη νοοτροπία και τα έθιμα των λαϊκών τάξεων.
Είκοσι χρόνια μετά τον αστικό μύθο ένας παντελώς άγνωστος κύριος βρίσκει ένα γράμμα. Αποστολέας ο εκδοτικός οίκος Einaudi με αποδέκτη τον Γκουίντο Μορσέλι στον οποίο απαντούσε για το χειρόγραφο του μυθιστορήματος που είχε στείλει. Ο τίτλος του; Il comunista (Ο Κομμουνιστής). Γεμάτος αγωνία ο επίδοξος μυθιστοριογράφος ανοίγει τον φάκελο ελπίζοντας ότι μέσα θα έχει τα νέα που τόσο καιρό περίμενε να ακούσει. Αυτό που βρίσκει είναι μια επιστολή από τον Ίταλο Καλβίνο, τότε διευθυντής σύνταξης του περιοδικού Λευκή Στρουθοκάμηλος. Τα νέα όμως που διαβάζει δεν είναι αυτά που περιμένει. Απόρριψη. Άλλη μία από τις πολλές που είχε δεχτεί από τους εκδοτικούς οίκους για τα έργα του.
«Επιτρέψτε μου να πω ότι γνωρίζω αυτόν τον κόσμο (των Ιταλών κομμουνιστών) σε όλα τα επίπεδα. Ούτε τα λόγια, ούτε οι συμπεριφορές, ούτε οι ψυχολογικές θέσεις είναι αληθινές. Και είναι ένας κόσμος που πάρα πολλοί άνθρωποι ξέρουν για να μπορούν να "εφεύρουν"», είχε δηλώσει χρόνια μετά ο Καλβίνο δικαιολογώντας την απόφασή του.
Είναι δύσκολο να πει κανείς αν και πώς ο συγγραφέας των Αόρατων Πόλεων έκανε λάθος, ωστόσο τελικά το βιβλίο του Μορσέλι εκδόθηκε το 1976, με τον συγγραφέα να μην προλαβαίνει να το δει αφού τρία χρόνια πριν είχε βάλει τέλος στην ζωή του. Ένα συμπαγές ρεαλιστικό μυθιστόρημα που αναλύει την υπαρξιακή κρίση ενός στελέχους του Κομμουνιστικού Κόμματος τη δεκαετία του 1960, ένα βιβλίο το οποίο αποτυπώνει με κάθε λεπτομέρεια το ταπεραμέντο μιας εποχής και μια ακριβή πολιτική τάξη πραγμάτων, μέσα στην οποία δεν λείπει το ποδόσφαιρο, ο δεύτερος άξονας (μετά την πολιτική) γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η ζωή των Ιταλών.
Μάλιστα, σε μια σκηνή ο Μορσέλι γράφει για έναν αγώνα της Φιορεντίνα με την Γιουβέντους, στην οποία αγωνίζονταν δύο εκ των ηγετικών στελεχών του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI) που είναι φίλοι με τον πρωταγωνιστή του βιβλίου Βάλτερ Φερανίνι. Το γεγονός πως τα ηγετικά στελέχη του Ιταλικού ΚΚ βρίσκονται στην ομάδα του Πιεμόντε μόνο τυχαίο δεν είναι. Η αλήθεια είναι-παρότι δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή στο ευρύ κοινό- η Γιουβέντους έχει την δική της ξεχωριστή σχέση με τον ΚΚΙ αφού αποτελεί σχεδόν για όλους η αγαπημένη τους ομάδα. Και αυτό είναι το αντιφατικό της ιστορίας αν σκεφτεί κανείς πως ιδιοκτήτης της ομάδας είναι η οικογένεια Ανιέλι, η οποία μεταξύ των άλλων έχει στην κατοχή της την FIAT και την Ferrari, η επιτομή του πλούτου και του καπιταλισμού, ακριβώς το αντίθετο από την ιδεολογία του κομμουνισμού! Άνθρωποι που έχουν γράψει την δική τους ιστορία όχι μόνο στην Ιταλία αλλά και παγκοσμίως στο κομμουνιστικό κίνημα, άνθρωποι όπως ο φιλόσοφος και συγγραφέας Αντόνιο Γκράμσι, ο ηγέτης του ιταλικού ΚΚ, Παλμίρο Τολιάτι, μέχρι και ο εκφραστής του ευρωκομμουνισμού και πρωταγωνιστής του Ιστορικού Συμβιβασμού, Ενρίκο Μπερλινγκουέρ έχουν εκφράσει στο παρελθόν την αγάπη τους για τους «μπιανκονέρι».
Μέχρι και η ίδια η l'Unità η κομματική εφημερίδα του ΚΚΙ δημοσίευσε άρθρο με τίτλο ο Γκράμσι φωνάζει για την Γιουβέντους βασιζόμενο σε επιστολές του σπουδαίου Ιταλού Μαρξιστή φιλοσόφου. Παρά το γεγονός πως οι επιστολές αυτές αποδείχτηκαν πλαστές, η είδηση ότι ο Γκράμσι ήταν οπαδός της Γιουβέντους προκάλεσε ενθουσιασμό όχι μόνο στον κόσμο της ομάδας, αλλά και στον ίδιο τον οργανισμό του συλλόγου που στέκονταν στο γεγονός πως η «Γηραιά Κυρία» διαχρονικά διακατέχεται από μια γοητεία που δεν έχασε ποτέ τη δύναμη όλα αυτά τα χρόνια.
Πώς γίνεται όμως η Γηραιά Κυρία (κυρία, ακριβώς, ένας τίτλος ευγένειας που οφειλόταν περισσότερο στις γυναίκες της αστικής τάξης παρά στους ηλεκτρολόγους του PCI) και κατάφερε να προσελκύσει όλους αυτούς τους ιστορικούς ηγέτες της ιταλικής Αριστεράς;
Η αλήθεια είναι πως το PCI χρησιμοποιούσε τον αθλητισμό ως ένα μέσο πολιτικής εδραίωσης. Γιατί όμως αυτή η γοητεία για τη Γιούβε, ειδικά σε τόσο έντονα ιδεολογικά χρόνια, όταν μάλιστα ο ιδιοκτήτης της ομάδας εκπροσωπούσε την ακριβώς αντίθετη ιδεολογία, όταν ακόμα και η ίδια η ονομασία του συλλόγου είναι ελιτίστικη (η προέλευση είναι λατινική, και όχι ρουστίκ), όταν ιδρύθηκε από μια ομάδα μαθητών στο γυμνάσιο D'Azeglio.
Σχεδόν αμέσως, η Γιουβέντους έγινε ο σύλλογος της Fiat και ως εκ τούτου, αυτή της αστικής τάξης, την ώρα που η άλλη ομάδα της πόλης η Τορίνο αποτελούσε την αγαπημένη των λαϊκών στρωμάτων και του προλεταριάτου. Όλα αυτά μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά την χειρότερη πολεμική σύγκρουση που είδε ποτέ η Ευρώπη και για 20 χρόνια η Ιταλία γνωρίζει μια πρωτόγνωρη ανάπτυξη. Οι συνεχείς επενδύσεις στον Βορρά της χώρας είδαν τις ισχυρές βιομηχανικές πόλεις να μεγαλώνουν και να ευημερούν, την ώρα που οι συμπολίτες στο Νότο βλέποντας τις δυσκολίες ακόμα και για τα βασικά, στρέφονται στο οργανωμένο έγκλημα. Η ανάγκη για εργασία έφερε το φαινόμενο της εσωτερικής μετανάστευσης και πόλεις όπως το Τορίνο και το Μιλάνο γέμισαν από εργάτες στα εργοστάσια της οικογένειας Ανιέλι. Μοναδική τους διασκέδαση το γήπεδο και ποια άλλη από την Γιουβέντους, την ομάδα του μεγάλου αφεντικού.
Είναι η εποχή της οικονομικής άνθησης στην χώρα και του λεπτού προς λεπτού του Tutto il calcio, στην οποία δημιουργείται ο μύθος της ευημερίας μέσω της τηλεόρασης έμβλημα της οποίας είναι και η Γιούβε. Νικήτρια, όμορφη, πλούσια. Γίνεται πολιτιστικά το σύμβολο μιας δύναμης της οποίας τα πιο λαϊκά στρώματα από τον Βορρά και την Μπριάνζα μέχρι την Εμίλια Ρομάνα και την Καμπανία στο Νότο ταυτίζονται μαζί της και γίνονται οπαδοί της αρνούμενοι τις ίδιες τις ομάδες που εκφράζουν οι περιοχές καταγωγής τους όπως η Ίντερ, η Μπολόνια και η Νάπολι. Γι' αυτούς η Γιουβέντους είναι το όπλο κατά της κεντρικής εξουσίας, είναι η λαϊκότητα απέναντι στους σπουδαίους και τον πλούτο, άρα η αριστερά κόντρα στον συντηρητισμό. Και αυτό είναι το παράδοξο της ιστορίας. Η ομάδα που εκπροσωπεί την εξουσία εκπροσωπεί όλους αυτούς που προσπαθούν να απελευθερωθούν από αυτή την ίδια την εξουσία! Για ορισμένους η αγάπη της αριστεράς με την Γιουβέντους είναι κάτι το φροϋδικό, ένας θαυμασμός για μια μορφή εξουσίας που ταυτίζεται με αυτό που βασικά φιλοδοξούσε το PCI στα χρόνια που το Ανατολικό Μπλοκ αποτελούσε ακόμα το σημείο αναφοράς: Μια απόλυτη και ασυναγώνιστη εξουσία. Υπό αυτό το πρίσμα, η κομμουνιστική ειδωλολατρία για το κράτος δεν ξεφεύγει πολύ από αυτό που η Fidanzata d'Italia (Η ερωτική σχέση της Ιταλίας, προσωνύμιο που είχε αποκτήσει η Γιουβέντους κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου για το ωραίο της ποδόσφαιρο) και οι ιδιοκτήτες της αντιπροσώπευαν όλα αυτά τα χρόνια στο ιταλικό ποδόσφαιρο. Η Γιουβέντους, μια οργανωμένη, συμπαγής και σοβαρή ομάδα, έγινε το απόλυτο ιδανικό στα μάτια των κομμουνιστών ηγετών, μια αντανάκλαση του εαυτού τους.
Σύμβολο αποτελεσματικότητας, πειθαρχίας, υπακοής στις ιεραρχίες και ταυτόχρονα εγκάρσιας συναίνεσης, η ομάδα του έθνους και η ραχοκοκαλιά της εθνικής ομάδας δεν θα μπορούσε παρά να αντιμετωπιστεί με θαυμασμό από εκείνους τους πολιτικούς που φιλοδοξούσαν να ηγηθούν ενός κόμματος που ανήκει στους απλούς πολίτες, στον λαό. Ίσως ακόμη και με έναν συγκεκριμένο φθόνο για αυτό που οι Ανιέλι είχαν κάνει καλύτερα από πολλούς συντρόφους: Την δημιουργία μιας ΟΜΑΔΑΣ, αλλά κι ενός Ηγέτη, καθοδηγητή. Σε αυτή την περίπτωση όχι του προλεταριάτου αλλά μιας ποδοσφαιρικής ομάδας.
Όλα αυτά τα οξύμωρα όταν την ίδια στιγμή η Γιουβέντους είναι η ομάδα της απόλυτης οικογένειας που για πολλούς κυβερνούσε την Ιταλία τον 20ο αιώνα, της οικογένειας Ανιέλι.
Και η αγάπη των κομμουνιστών προς την «Γηραιά Κυρία» δεν θα μπορούσε παρά να φέρει και την αντίστοιχη κριτική. Ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς της ιταλικής λογοτεχνίας, ο Φόλκο Πορτινάρι, και γνωστός για τις αριστερές του πεποιθήσεις με κείμενο του στην l’Unità αναφέρει: «Ποιος θα μπορέσει να πει –την πικρή μας απογοήτευση, από τους προδομένους ιδεαλιστές, όταν είδαμε τον Παλμίρο Τολιάτι να επευφημεί για την Γιουβέντους στην κερκίδα δίπλα στον νεαρό Ανιέλι. Εκείνη τη μέρα καταλάβαμε ότι η ταξική πάλη είχε τελειώσει. Ήταν ένα παιχνίδι. Στην πραγματικότητα χάσαμε τις εκλογές και για να βρεθούμε στην εξουσία, μισό αιώνα αργότερα, θα έπρεπε να εγκαταλείψουμε τα πάντα, το όνομα, το σφυροδρέπανο, τα σύμβολα. Εκεί άρχισε και το τέλος της Τορίνο. Δεν υπήρχε πλέον χώρος για σημαίες. Για αυτόν τον λόγο δεν μου αρέσει η Γιουβέντους ή για να είμαι πιο σωστός: Γι' αυτό μισώ την Γιουβέντους».
Μετά από τόσα χρόνια, η ήττα εκείνου του εργατικού ονείρου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Οι περίφημες εργατικές μάζες; Ανύπαρκτες, οδηγούμενες από τις ίδιες επιθυμίες και φιλοδοξίες με αυτές του κεφαλαίου. Και από την άλλη, οι κομμουνιστές δεν είναι αυτοί που έχουν γίνει οπαδοί της Γιουβέντους αντί κανονικά να γίνει το αντίθετο;
Εν τω μεταξύ, ακολουθώντας την κόκκινη κλωστή των αριστερών ηγετών της Γιουβέντους (Βελτρόνι, Μπερσάνι, Σιβάτι…) και εκείνη των κομμάτων που προήλθαν από τη διάλυση του ονείρου του Γκράμσι (Pds, Ds, Pd…) μπορεί κανείς να δει μια ιστορία που αλλάζει. Τα κόμματα πλέον είναι διαφορετικά όπως και οι ηγέτες επίσης. Ακόμη και το εκλογικό σώμα είναι «αστικό» εδώ και δεκαετίες, ενώ οι παλιές μάχες για την εργασία έχουν δώσει τη θέση τους σε εκείνους για τα πολιτικά δικαιώματα (και συνειδητοποιώντας το αναρωτιέται κανείς αν είναι ριψοκίνδυνο να ορίσει και το δεύτερο ως αστό· σίγουρα όχι καινούργιο, μερικές φορές με μάλλον εμφανή γεύση).
Εκ των υστέρων, η επιλογή μεταξύ «πάρτι και αγώνα» φαίνεται πλήρης και μη αναστρέψιμη. Όπως και αυτή η φαινομενικά ατελείωτη κρίση, που περίμενε εκπληκτικά ο Μορσέλι στο βιβλίο που δεν είδε ποτέ να εκδοθεί. Στην απαντητική του επιστολή προς τον Καλβίνο, αφήνει τον εαυτό του να παραδεχτεί μια πικρή παραδοχή: «Πολιτικά βρίσκομαι σε κρίση, χωρίς σχεδόν καμία ελπίδα να βγω από αυτήν». Τον Ιούλιο του 1973, απογοητευμένος από τις απορρίψεις από τους εκδοτικούς οίκους, ο συγγραφέας βάζει τέλος στην ζωή του με ένα Browning 7.65 του, υπογράφοντας εν αγνοία του την «αθανασία» του.
Κατά τα λοιπά, το PCI δεν υπάρχει πια, και η μόνη που έχει καταφέρει να επιβιώσει είναι η Γιουβέντους. Η τελευταία εθνική-λαϊκή «παράταξη» που επέζησε αλώβητη τον 20ο αιώνα. Από την ημέρα που στην Ιταλία κατέρρευσαν τα μαζικά κόμματα, η ομάδα του Ανιέλι παραμένει πιθανότατα το μόνο στοιχείο που εξακολουθεί να είναι ικανό να ενώσει τους Ιταλούς πέρα από κάθε τοπική σχέση. Ακόμα κι αν ο βασικός λόγος ένωσης είναι το μίσος προς αυτήν.
Πηγές: startmag.it, rivistacontrasti.it
www.bnsports.gr