Γράφει ο Θοδωρής Βασίλης
Η Μίλαν κρατούσε την τύχη στα χέρια της. Αγωνιζόταν στην έδρα της με έναν αντίπαλο αδιάφορο ο οποίος μάλιστα θα ξεκούραζε βασικούς ποδοσφαιριστές. Το παιχνίδι ξεκινάει με τις καλύτερες προϋποθέσεις όταν και παίρνει κεφάλι στο σκορ φτιάχνοντας παράλληλα και την ψυχολογία για την συνέχεια του αγώνα. Καλύτερες συνθήκες για την πρόκριση δεν υπήρχαν. Παρόλα αυτά οι «ροσονέρι» γνώρισαν την ήττα από την Λίβερπουλ η οποία ακόμα και με την δεύτερη ομάδα ανέδειξε για άλλη μια φορά το πρόβλημα όχι μόνο της Μίλαν, αλλά γενικότερα του ιταλικού ποδοσφαίρου το οποίο έχει χάσει το τρένο της εξέλιξης σε σχέση με τα υπόλοιπα κορυφαία πρωταθλήματα.
Κάποιος θα επικαλεστεί την κατάκτηση του Euro το καλοκαίρι από την «Σκουάντρα Ατζούρα» το οποίο περισσότερο ως στάχτη στα μάτια μπορεί να λειτουργήσει ως προς το λάθος δομημένο ιταλικό ποδόσφαιρο. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς πως πλέον μόνο κάποιες μικρές αναλαμπές θυμίζουν την πάλαι ποτέ παντοδυναμία των Ιταλών στο ποδόσφαιρο.
Ένα πρόβλημα διαχρονικό
Αν παρατηρήσει κανείς, για άλλη μια χρονιά υπήρξε το φαινόμενο της φυγής όλων των μεγάλων ονομάτων από την Serie A για πρωταθλήματα λιγότερο ελκυστικά αλλά πλουσιότερα οικονομικά. Έτσι, το καλοκαίρι το ιταλικό ποδόσφαιρο είδε την πρωταθλήτρια Ίντερ – η οποία θεωρητικά είναι η κορυφαία ομάδα της χώρας – να αναγκάζεται να πουλήσει δύο από τα μεγάλα της αστέρια. Τον Χακίμι στην Παρί και τον MVP του περσινού πρωταθλήματος Ρομέλου Λουκάκου στην Τσέλσι. Την ίδια ώρα ένα από τα κορυφαία χαφ του πρωταθλήματος ο Ροντρίγκο Ντε Πολ μετακόμισε στην Μαδρίτη για λογαριασμό της Ατλέτικο, για να έρθει στο τέλος της μεταγραφικής περιόδου η μεγαλύτερη απώλεια όταν ο Κριστιάνο Ρονάλντο άφησε το Τορίνο για να επιστρέψει στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Και αν η πρόσληψη του Ζοσέ Μουρίνιο στην Ρόμα έδωσε ξανά λίγη λάμψη στο Calcio, η αγωνιστική πορεία των «τζιαλορόσι» γρήγορα έδιωξε την χρυσόσκονη αφού πλέον καμία ιταλική ομάδα δεν μπορεί να κοιτάξει στα μάτια καμία αντίστοιχα μεγάλη αντίπαλο στην Αγγλία, την Γερμανία και την Ισπανία.
Το πρόβλημα στην γειτονική χώρα είναι γενικό και δεν αφορά μόνο το οικονομικό. Είναι η νοοτροπία των Ιταλών που ζούνε ακόμα με τις αναμνήσεις αντί να κάνουν βήματα προς τα μπρος σεβόμενοι το τεράστιο παρελθόν τους. Μελέτη της PricewaterhouseCoopers (PwC) που ανατέθηκε από την Ιταλική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου (FIGC) έδειξε ότι ο COVID-19 προκάλεσε απώλειες 1,1 δις. ευρώ στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο στην χώρα την τελευταία διετία. Το πρόβλημα όπως είπαμε προϋπήρχε με την πανδημία ουσιαστικά να ρίχνει την ταφόπλακα. Το θέμα είναι ο τρόπος λειτουργίας των συλλόγων.
Όταν στην Αγγλία έβλεπαν μπροστά, στην Ιταλία ζούσαν στο παρελθόν
Και ο σπουδαίος Μάσιμο Μοράτι το είχε περιγράψει με τον καλύτερο τρόπο την λάθος νοοτροπία που υπάρχει. «Δίνεις στην κόρη σου τα πάντα για να την κάνεις χαρούμενη, αλλά μετά έρχεται η ώρα να πάει στο κολέγιο. Μόνο έτσι θα μάθει να περπατάει μόνη της». Ο padre padrone, δηλαδή ο ιδιοκτήτης του συλλόγου ως μια πατρική φιγούρα, είναι το πρότυπο που έχουν συνηθίσει περισσότερο οι Ιταλοί. Μπερλουσκόνι (Μίλαν), Μοράτι (Ίντερ), Ανιέλι (Γιουβέντους) χρηματοδοτούσαν τις ομάδες βγάζοντας συνέχεια λεφτά αποκλειστικά από τις δικές τους τσέπες. Οι δύο άλλοτε ιδιοκτήτες των αιωνίων του Μιλάνου είχαν επενδύσει πάνω από 2 δις. ευρώ από την προσωπική τους περιουσία για να αγορές παικτών πριν αλλάξει η κατάσταση και οι ίδιοι αναγκαστούν να αποχωρήσουν. «Φεύγω ως ιδιοκτήτης και πρόεδρος της Μίλαν σήμερα μετά από περισσότερα από 30 χρόνια. Το κάνω με λύπη, αλλά με την επίγνωση ότι για να ανταγωνιστεί κανείς στο υψηλότερο επίπεδο στην Ευρώπη, απαιτούνται επενδύσεις και πόροι που μια οικογένεια μόνη της δεν μπορεί πλέον να υποστηρίξει», ανέφερε ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι όταν έδινε την ομάδα στον κινεζικό επενδυτικό fund Sino-Europe Sports Investment Management Changxing Co.
Κάτι απολύτως λογικό αν σκεφτεί κανείς πως στο ποδόσφαιρο είχαν μπει δυναμικά οι βασιλικές οικογένειες του Κατάρ και της Σαουδικής Αραβίας. Την ίδια ώρα η Premier League έβλεπε μπροστά κι έκανε τρομερές εμπορικές συμφωνίες για το προϊόν της, την ώρα που στην Ιταλία το πάθος για τις ομάδες σκέπαζε τις όποιες μεμονωμένες καινοτόμες προτάσεις για επενδυτικές ευκαιρίες. Αν σε αυτό προστεθεί και το Financial Fair Play της UEFA (οι σύλλογοι να ξοδεύουν μόνο ό,τι κέρδιζαν) το οποίο δεν ήταν ποτέ κάτι αρεστό στην Ιταλία, ήρθε να δημιουργήσει και άλλα προβλήματα στις ομάδες.
Όταν η Μίλαν κατέκτησε το τελευταίο της Champions League το 2007 στην Αθήνα η Premier League είχε έσοδα 2,4 δις ευρώ σε σύγκριση με το 1,4 της Serie A, ενώ μια δεκαετία αργότερα η ψαλίδα μεταξύ των δύο πρωταθλημάτων είχε ανοίξει ακόμα περισσότερο (5,8 δισ. ευρώ με 2,5 δισ. ευρώ). Την ώρα που οι Ιταλοί ζούσαν με τις αναμνήσεις στην Αγγλία έκαναν βήματα μπροστά πουλώντας το προϊόν τους κυριολεκτικά σε όλον τον πλανήτη. Αν δει κανείς τα ποσά από τα τηλεοπτικά δικαιώματα θα φρίξει. Το ιταλικό πρωτάθλημα κερδίζει 210 εκατ. ευρώ με την La Liga να βάζει στα ταμεία της 1,3 δις. ευρώ και την Premier League 1,7 δις. ευρώ, ποσό που θα αυξηθεί περαιτέρω μετά την συμφωνία με την NBC Sports στις ΗΠΑ αξίας 2,4 δισ. ευρώ από μόνη της. Και αν η μη επαγγελματική οργάνωση και η έλλειψη εσόδων είναι ένα από τα βασικά προβλήματα, το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα των Ιταλών είναι τα γήπεδα.
Καμία βοήθεια από το κράτος
Αν δει κανείς τις τιμές των εισιτηρίων, στην Αγγλία τα εισιτήρια είναι τουλάχιστον 60% ακριβότερα σε σχέση με αυτά της Ιταλίας. Και είναι λογικό αν συγκρίνει κανείς τα γήπεδα των δύο χωρών. Από τη μία πλευρά έχεις υπερσύγχρονες κατασκευές που μπορούν να φιλοξενήσουν σχεδόν τα πάντα πέρα από ένα ποδοσφαιρικό ματς, και από την άλλη γήπεδα που συμπληρώνει 70 και 80 χρόνια ζωής με το 70% να ελέγχεται από τους τοπικούς Δήμους. Η μεγαλύτερη πλειοψηφία των ιταλικών γηπέδων χτίστηκε την εποχή του Μουσολίνι (!) πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ οι όποιες ανακατασκευές έγιναν εξαιτίας ανάληψης κάποιων διοργανώσεων (Ολυμπιακοί Αγώνες της Ρώμης το 1960, Χειμερινοί Ολυμπιακοί του Τορίνο το 2006) και όχι γιατί υπήρχε κάποιο επενδυτικό πλάνο.
Η μεγάλη ευκαιρία χάθηκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990 όταν η Ιταλία ανέλαβε την διοργάνωση. Χτίστηκαν δύο νέα γήπεδα, το Delle Alpi στο Τορίνο και το San Nicola στο Μπάρι, ενώ ανακατασκευάστηκαν άλλα δέκα. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι δαπανήθηκαν λεφτά αλλά όχι με τον σωστό τρόπο. Το Delle Alpi κόστισε τρεις φορές πάνω από τον προκαθορισμένο προϋπολογισμό, ένα γήπεδο σχεδόν μη ποδοσφαιρικό με τεράστια θέματα που δυσκόλευαν τόσο τους θεατές όσο και τις ομάδες. Δεν είναι τυχαίο ότι πλέον το γήπεδο δεν υπάρχει πια.
Την ίδια ώρα το θρυλικό Σαν Σίρο, είχε θέματα με το φως το ήλιου με αποτέλεσμα πολλές φορές να καταστραφεί ο αγωνιστικός χώρος, ενώ το Σαν Πάολο της Νάπολι έκλεινε λόγω ρωγμών που προκαλούσε ο Βεζούβιος. Παράλληλα, σχεδόν όλα τα γήπεδα αυτά έχουν και κουλουάρ, αφού η επικρατούσα άποψη την εποχή εκείνη ήταν ότι το γήπεδο δεν θα έπρεπε να είναι καθαρά ποδοσφαιρικό. Τεράστιες είναι οι ευθύνες και του ίδιου του ιταλικού κράτους. Και αν στην Ελλάδα η γραφειοκρατία είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα, στην Ιταλία είναι ακόμα χειρότερη. Γήπεδα εγκαταλελειμμένα με πολλά από τα έργα να κάνουν χρόνια να γίνουν, έργα που θα έπρεπε να πραγματοποιούνται σε διάστημα λίγων μηνών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το γήπεδο της Φιορεντίνα που όταν ο Ρόκο Κομίσο την αγόρασε το 2019, αποφάσισε να αλλάξει τους προβολείς οι οποίοι όμως ήταν τόσο παλιοί που δεν υπήρχαν πια τα αντίστοιχα ανταλλακτικά! Καταλαβαίνει κανείς την αδιαφορία του Δήμου της Φλωρεντίας για βασικά πράγματα. Μοναδική λύση είναι είτε η δημιουργία νέων γηπέδων ή η ανακατασκευή αυτών και η μετατροπή τους σε ευχάριστους και σύγχρονους χώρους. Κι εδώ έρχονται οι ομάδες οι οποίες επίσης δεν δείχνουν να δίνουν μεγάλη βαρύτητα στις υπηρεσίες που μπορεί να προσφέρει ο σύλλογος στον οπαδό -θεατή κατά την διάρκεια ενός αγώνα.
Ακόμα και τώρα, ο πρώην ιδιοκτήτης της Ρόμα,Τζέιμς Παλότα, αναφέρεται στο περιστατικό που είχε μάθει όταν αγόρασε τους «τζιαλορόσι» πως οι VIP δεν πλήρωναν καν εισιτήρια. «Οι 4.000 από τις καλύτερες θέσεις του γηπέδου είχαν δοθεί δωρεάν. Είναι απίστευτο», έλεγε αριστερά και δεξιά ο Παλότα. Τέτοια προβλήματα στην ικανότητα των συλλόγων να παράγουν μεγαλύτερα έσοδα είχαν επίπτωση και στο καθαρά αγωνιστικό κομμάτι αφού υπήρχαν λιγότερα διαθέσιμα χρήματα για αγορές ποδοσφαιριστών. Την σεζόν 2018-19 η Ίντερ είχε έσοδα 51 εκατ. ευρώ, την ώρα που η Μπαρτσελόνα στο ίδιο διάστημα έβαλε στα ταμεία της 108 εκατ. ευρώ!
Η Γιουβέντους η μοναδική που είδε το μέλλον
Και αν οι νέοι ιδιοκτήτες των ομάδων όπως ο Κομίσο (Φιορεντίνα), Φρίεντκιν (Ρόμα) ήρθαν με διάθεση για επενδύσεις και την κατασκευή νέων γηπέδων, πέφτουν πάνω σε ένα πολύπλοκο γραφειοκρατικό σύστημα. Την ώρα που σε άλλες χώρες χρειάζονται 2 με 3 χρόνια για ένα νέο γήπεδο, στην Ιταλία μπορεί να χρειαστεί μέχρι και δέκα χρόνια. Και αυτό γιατί δεν υπάρχει πολιτική βούληση για νέα πράγματα. Στην Ρώμη πχ. ο τοπικός άρχοντας προερχόταν από το κόμμα των Πέντε Αστέρων, ένα φουλ λαϊκιστικό κόμμα που αναδείχθηκε από την οικονομική κρίση και καταψήφισε όλα τα σχέδια του Παλότα για καινούργιο γήπεδο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις δύο ιταλικά γήπεδα ανήκουν στις ομάδες αυτή την στιγμή. Αυτό της Γιουβέντους και της Ουντινέζε. Και η διαφορά φάνηκε αμέσως, ειδικά στην περίπτωση της Γιουβέντους. Sold out τα πρώτα χρόνια, πολλά έσοδα και απόλυτη κυριαρχία στο αγωνιστικό κομμάτι με μεταγραφές όπως ο Κριστιάνο Ρονάλντο.
Όλα αυτά έχουν φέρει τις ιταλικές ομάδες να δυσκολεύονται να κάνουν βασικά πράγματα. Πριν από μια δεκαετία θα ήταν αδιανόητο η Μίλαν να τερματίζει τέταρτη και καταϊδρωμένη σε όμιλο του Champions League. Τον Δεκέμβριο του 2021 όμως δεν κάνει καμία εντύπωση, απόρροια της γενικότερης κατάστασης που επικρατεί στο ιταλικό ποδόσφαιρο.
Γι αυτό τα πράγματα είναι απλά. Ανάδειξη νέων ιδεών από ανθρώπους φιλόδοξους που δεν έχουν μείνει προσκολλημένοι στο παρελθόν με ταυτόχρονη δημιουργία καινούργιων γηπέδων που θα κάνει το ίδιο το προϊόν πιο ελκυστικό. Αν η Ιταλία το καταφέρει αυτό, τότε τα υπόλοιπα θα ακολουθήσουν και οι γείτονες θα μπορέσουν να κοιτάξουν ξανά στα μάτια και χωρίς φόβο τους μεγάλους τους αντιπάλους.
Photo Credits: Κώστας Τόπας
www.bnsports.gr