Η ΑΕΚ το 2021 ίδρυσε την ομάδα γυναικών της. Εκεί, ένα κορίτσι ξεχωρίζει, ένα κορίτσι που ουδεμία σχέση είχε με το ποδόσφαιρο. Κυνήγησε ένα όνειρο, άπιαστο ίσως θα έλεγαν πολλοί, καταφέρνοντας να το ζει κάθε μέρα. Η Γιώτα Χατζηχαριστού μίλησε στο BN Sports για όλα όσα πρέπει να γνωρίζουμε για το ποδόσφαιρο γυναικών, εκφράζοντας σκληρές και θλιβερές συνάμα αλήθειες.
Συνέντευξη στην Σουζάννα Μποντίνη
Όταν ακούς την λέξη «ποδόσφαιρο», ας μην κοροϊδευόμαστε, το μυαλό σου δεν πάει καν στις γυναίκες. Η Ελλάδα δεν διαθέτει την καλύτερη αθλητική κουλτούρα, βρίσκεται αρκετά χρόνια πίσω. Ε λοιπόν, σας έχω νέα! Τα άλλοτε, δήθεν, ανδροκρατούμενα αθλήματα ανοίγουν την πόρτα τους και στις γυναίκες, εκείνες διαπρέπουν και ο κόσμος τους ανήκει!
Η ΑΕΚ μόλις πρόσφατα πήρε την απόφαση να επεκταθεί στο ποδόσφαιρο γυναικών. Εκεί, μια νέα κοπέλα γεμάτη αγάπη για το δημοφιλέστερο άθλημα του πλανήτη, δίνει πνοή στο όνειρό της, κάνοντας το χόμπι της επάγγελμα. Η Γιώτα Χατζηχαριστού αγωνίζεται ως τερματοφύλακας σε έναν σύλλογο που η ίδια αποκαλεί... οικογένεια.
Και επιστρέφοντας στην αρχική «συζήτηση», δεν βγάζω τον εαυτό μου απ’ έξω, όταν λέω πως οι περισσότεροι αναγνωρίζουν κυρίως το ποδόσφαιρο ανδρών. Καλώς ή κακώς με αυτό μεγαλώσαμε.
Η συζήτηση αυτή, ωστόσο, μου άνοιξε τα μάτια πάνω σε καίρια θέματα που απασχολούν τις ποδοσφαιρίστριες, με έκανε να θαυμάζω ακόμη περισσότερο τις γυναίκες, με ενέπνευσε. Και η Γιώτα ειλικρινής, ευχάριστη, προσιτή, απλά... απολαυστική!
Η πρώτη επαφή, όμως κάθε αρχή και δύσκολη!
Η Γιώτα δεν είχε άμεση σχέση με το ποδόσφαιρο, δεν της μεταδόθηκε… κληρονομικώς αυτό το «μικρόβιο». Θυμάται απλώς να το απολαμβάνει και σιγά σιγά να το αγαπά όλο και περισσότερο, να βρίσκει τον εαυτό της μέσα από αυτό. Έσπασε τις νόρμες, επαναστάτησε και πέτυχε!
«Γενικά από μικρή μου άρεσε το ποδόσφαιρο, αν και κανένας στην οικογένεια μου δεν ασχολούταν με αυτό. Ίσως είναι και λίγο από αντίδραση και κάπως άρχισα σιγά σιγά να παίζω. Μετά βρέθηκε γυναικεία ομάδα που μπόρεσα να ενταχθώ, έπειτα ήρθαν κλήσεις από την Εθνική. Στην Ελλάδα, στις γυναίκες, η Εθνική αποτελεί το μεγαλύτερο κίνητρο. Οι σύλλογοι, δυστυχώς, δεν έχουν βοήθειες για να μπορέσουν να κρατήσουν ζεστά τα κίνητρά μας, αλλά δεν φταίνε αυτοί από μόνοι τους».
Κάθε αρχή και δύσκολη, λέει ο σοφός λαός, κάτι το οποίο συνειδητοποίησε και η ίδια νωρίς. Δεν ζούσε με αυταπάτες, ήξερε πως ο δρόμος που αποφάσισε να διανύσει δεν θα είναι στρωμένος με… ροδοπέταλα. Όμως, αν δεν δοκιμάσεις, αν δεν στραβοπατήσεις, αν διαλέξεις την εύκολη λύση, δεν θα μάθεις ποτέ μέχρι που μπορείς να φτάσεις, δεν θα γευτείς ποτέ την… επιτυχία. Ακόμη και τα αρνητικά έχουν την «γλύκα» τους!
«Ξεκίνησα όταν ήμουν 12 χρονών στην Πανσερραϊκή στις Σέρρες, γιατί είμαι από εκεί. Πρόσεξε, σε γυναικεία ομάδα, όχι σε ακαδημίες, δεν υπήρχαν. Ένα χρόνο πριν ήμουν με αγοράκια. Η μεγαλύτερη παίκτρια ήταν 33 ετών. Το πρώτο διάστημα δεν μπορούσα να βγάλω δελτίο, στα 13 μου πρέπει να έβγαλα πρώτη φορά και μετά μπορούσα να παίξω κανονικά. Δεν είναι ότι ξεκίνησα μόνη μου δυναμικά. Αναγκάστηκα να ξεκινήσω με αυτόν τον τρόπο, γιατί αλλιώς δεν θα έπαιζα. Στην Πανσερραϊκή έμεινα έξι χρόνια. Το 2017/18 είχα πάει στις Αμαζόνες, επέστρεψα κάποια στιγμή στην Πανσερραϊκή σαν μορφή δανεισμού από τον ΠΑΟΚ, έπειτα έναν χρόνο στον ΠΑΟΚ και μετά ήρθε ο Covid. Εκείνη την περίοδο ήμουν στην Βουλγαρία στην Λοκομοτίβ Πλοβντίβ, μετά ακόμη δύο χρόνια στον ΠΑΟΚ και τώρα πλέον είμαι στην ΑΕΚ».
«Το ποδόσφαιρο γυναικών έχει ιδιαιτερότητες, η επιστήμη δεν είναι κοντά μας»
Στο ποδόσφαιρο γυναικών ουσιαστικές προσπάθειες αναβάθμισης δεν έχουν γίνει. Μερικά χρόνια πιο πίσω, δεν διανοούμασταν καν αυτή την πλευρά του αθλήματος, τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα. Κανείς δεν έδινε λίγη, έστω, προσοχή στις «κραυγές» βοήθειας. Οικονομική ενίσχυση ούτε κατά διάνοια να παρασχεθεί.
Χωρίς ένα χέρι βοηθείας, είναι λογικό ομάδες να διαλυθούν. Οι Αμαζόνες Δράμας, για παράδειγμα, ιδρύθηκαν το 2005 και έγραψαν ιστορία. Τη σεζόν 2013/14 πήραν το πρωτάθλημα, σπάζοντας το σερί του ΠΑΟΚ, που είχε πάρει τον τίτλο τα προηγούμενα εννιά χρόνια. Εκπροσώπησε τη χώρα μέχρι και στο Champions League γυναικών. Και όλα έληξαν άδοξα το 2018.
«Ήταν η τελευταία χρονιά τους όταν πήγα εγώ, μετά διαλύθηκαν», σχολίασε χαριτολογώντας. «Οι Αμαζόνες στηρίζονταν σε ένα-δύο άτομα, που ήταν η διοίκηση, οι οποίοι λάτρευαν αυτό που έκαναν και έβαζαν και δικά τους λεφτά για να πάει καλά η ομάδα. Όταν, όμως, είσαι μόνος σου και δεν υπάρχει κάποια ουσιαστική υποστήριξη, ενώ συμμετέχει η ομάδα στο πρωτάθλημα, είναι δύσκολο να κρατηθεί σε υψηλά αγωνιστικά επίπεδα. Η Δράμα δεν ήταν τελευταία, είχε πάρει πρωτάθλημα, είχε βγει Champions League, την χρονιά που ήμουν είχαμε βγει δεύτερες. Ήταν ανταγωνιστική. Σίγουρα τα τελευταία 10 χρόνια υπάρχει μια εξέλιξη στην λειτουργία των ομάδων, αλλά πολύ μικρή η διαφορά του “τότε” με το “τώρα”».
Εν έτει 2023, είναι αλήθεια, γίνονται δειλά δειλά βήματα βελτίωσης. Τουλάχιστον, σε κάποιους βασικούς τομείς. Έλα όμως, που πολλά αυτονόητα και στοιχειώδη πράγματα, ακόμη δεν έχουν λυθεί ακόμη.
«Οργανωτικά έχουν βελτιωθεί τα πράγματα. Οι ομάδες προσπαθούν να έχουν και ακαδημίες να μην ξεκινάνε τα κοριτσάκια 10 χρονών με τις γυναίκες. Επίσης, μιλώντας για την Α’ κατηγορία, γιατί για τις υπόλοιπες δεν έχω εικόνα, οι ομάδες πλέον προπονούνται και έχουν έναν αγωνιστικό εβδομαδιαίο ρυθμό. Έχω ζήσει παλαιότερα να μαζευόμαστε Πέμπτη-Παρασκευή και να πηγαίνουμε την Κυριακή στον αγώνα, γιατί δεν είχαν να μας πληρώσουν και τις υπόλοιπες μέρες. Πλέον, προσπαθούν να βρίσκουν λύσεις, ώστε τουλάχιστον τέσσερις φορές την εβδομάδα να γίνεται προπόνηση. Εκεί που είμαστε αρκετά πίσω είναι το γνωστικό πλαίσιο της προπόνησης. Δεν έχουμε την επιστήμη κοντά μας. Στο ποδόσφαιρο γυναικών υπάρχουν κάποιες ιδιαιτερότητες και δεν υπάρχουν τα κατάλληλα άτομα να μας βοηθήσουν να τις γνωρίσουμε και να τις υιοθετήσουμε, ώστε να τις εντάξουμε και στο πρόγραμμά μας. Οι προπονητές μας είναι μόνοι τους σε αυτό».
«Δεν ξέρω καν αν όλες οι ομάδες έχουν ιατρικό team και πως είναι. Αυτό που υπάρχει στους άντρες, γιατρός και φυσιοθεραπευτής στην προπόνηση, δεν ξέρω αν υπάρχει σε κάποια γυναικεία ομάδα. Μπορεί κάτι να πάθεις και η ομάδα να μην έχει καν γιατρό. Υπάρχουν συνεργασίες με κάποιους ορθοπεδικούς εξωτερικά, αλλά περνάς μια διαδικασία. Εσύ μπορεί να χτύπησες σήμερα και εκείνος θα μπορεί να σε δει μετά από 2-3 μέρες. Μου έχει τύχει να παίζω και ο γιατρός αγώνα να είναι γαστρεντερολόγος. Σε αυτό δεν φταίει η ομάδα, φυσικά. Είναι γενικά το πλαίσιο του χώρου που ανήκουμε και των συνθηκών που υπάρχουν, που δεν μας επιτρέπουν να κάνουμε αυτά που θέλουμε. Νομίζω οι συνθήκες μας είναι λίγο χειρότερες από την Γ’ Εθνική ανδρών», πρόσθεσε.
«Στην Βουλγαρία έζησα καταστάσεις με φιλάθλους που δεν έχω ζήσει εδώ»
Η εμπειρία του εξωτερικού, για έναν αθλητή, είναι κάτι συγκλονιστικό. Ακόμη και αν δεν αγωνίζεται σε τοπ κλάσης συλλόγους. Αρκεί που βιώνει κάτι διαφορετικό και διευρύνει τους ορίζοντές του. Μια ανάλογη εμπειρία ήταν για την Γιώτα το πέρασμα της από την βουλγαρική Λοκομοτίβ Πλοβντίβ, η οποία όσο «μικρή» και αν παραμένει, άλλο τόσο την στηρίζει έμπρακτα ο κόσμος.
«Η Βουλγαρία είναι πολύ πιο πίσω από εμάς, σε πολλά πράγματα μου θύμιζε μια Ελλάδα πριν 30 χρόνια. Το πρωτάθλημα τους, βέβαια, δεν είχε τεράστιες διαφορές με το ελληνικό. Σε επίπεδο θεωρώ ότι είμαστε πολύ καλύτερες, η οργάνωση στην Λοκομοτίβ δεν με κάλυπτε. Έζησα, όμως, καταστάσεις με φιλάθλους που εδώ πέρα δεν τις έχω ζήσει. Η ομάδα των ανδρών ήταν πολύ πιο κοντά, παίξαμε αρκετές φορές στο γήπεδο τους. Είχαμε πάει σε ένα παιχνίδι τους σαν φίλαθλοι και στο ημίχρονο ζήτησε ο κόσμος να μπούμε στο γήπεδο και μας χειροκροτούσαν. Όταν παίζαμε είχαμε κόσμο αρκετό. Εδώ, η μόνη φορά που ένιωσα “επαγγελματίας” ήταν όταν παίξαμε με τον Αστέρα Τρίπολης φέτος στην 1η αγωνιστική, όπου είχαμε και τηλεοπτική κάλυψη, είχε φιλάθλους, είμασταν στο γήπεδο των ανδρών. Δεν έχω ξαναζήσει κάτι παρόμοιο στην Ελλάδα. Ακόμη και με τον ΠΑΟΚ που είχα παίξει στην Τούμπα, ναι μεν πολύ ωραίο συναίσθημα να παίζεις σε αυτό το γήπεδο, αλλά έλειπε ο κόσμος».
«Πάντως, ένα πολύ κοντινό παράδειγμα του ότι ο κόσμος αρχίζει και “ζεσταίνεται” με αυτό το θέμα, ήταν τώρα με την Εθνική που είχαμε σχεδόν 3.000 θεατές στο ματς με την Ουκρανία. Δεν έχω βιώσει να βγαίνω για προθέρμανση και να είναι ήδη γεμάτο το γήπεδο. Ήταν τέτοιο το συναίσθημα που έλεγα ότι, όποια και να παίξει τέρμα, δεν τρώει γκολ. Το έζησα έντονα. Το νεύρο, το άγχος του να κρατήσουμε ή να επαναφέρουμε το σκορ, να ακούς τον κόσμο απ’ έξω να φωνάζει “Ελλάς”, είναι μεγάλο boost», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Το κεφάλαιο «Εθνική» και ο αποκαρδιωτικός τραυματισμός
Υπάρχει μεγαλύτερη τιμή από το να φοράς το «εθνόσημο» και να μάχεσαι για την χώρα σου και την περηφάνεια του λαού σου; Ε νομίζω, πως η απάντηση είναι ολίγον τι προβλέψιμη. Όσο και να προσπαθήσεις να το περιγράψεις με λόγια δεν είναι εφικτό.
«Στην Εθνική ήμουν βασική πριν τον τραυματισμό μου, τώρα έχω τρεις μήνες μόνο που έχω επανέλθει σε αγωνιστικούς ρυθμούς. Νιώθω πολλά πράγματα όταν φοράω το “εθνόσημο”, αλλά δεν μπορώ να τα περιγράψω εύκολα. Να σου πω ότι είναι περηφάνεια; Ότι είναι ικανοποίηση; Ευχαρίστηση; Για κάθε αθλητή ή αθλήτρια το να αγωνίζεται για την χώρα του, θεωρώ του φέρνει ευθύνες. Αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες τιμές».
Δυστυχώς, οι τραυματισμοί είναι αναπόφευκτοι και μπορεί να στοιχίσουν πολύ ακριβά στους αθλητές. Ακόμη και την καριέρα τους. Άπαξ και συμβούν, νιώθεις πως «γκρεμίζεται» ο κόσμος σου. Και τότε, οφείλεις να καταθέσεις τεράστια δύναμη ψυχής.
«Όταν ένας παίκτης βρίσκεται εκτός γηπέδων, υπάρχει απογοήτευση, στεναχώρια. Έχω περάσει αρκετούς και πολύ δύσκολους τραυματισμούς. Έλεγα θα περάσει και αυτό. Όταν, όμως, δεν έχεις την αντίστοιχη στήριξη από το κοντινό σου περιβάλλον, εννοώντας την ομάδα που ανήκεις, όλα γίνονται πολύ πιο δύσκολα. Πολλές φορές σκέφτηκα ότι ίσως φτάνει, έχω ταλαιπωρηθεί αρκετά, αν και είμαι μόλις 23 ετών. Ήμουν τυχερή που βρέθηκαν στον δρόμο μου άνθρωποι, οι οποίοι με υποστήριξαν και με βοήθησαν ψυχολογικά. Είπα να μην τα παρατήσω, γιατί πάντα υπάρχει αυτό το κάτι καλύτερο. Και η οικογένεια μου μού έχει σταθεί. Η αγάπη και η υπομονή που δείχνουν δεν περιγράφονται απλά σε μια λέξη. Είναι πάντα εκεί. Το θετικό είναι ότι βρίσκομαι σε μια ομάδα που ξυπνάει τα κίνητρά μου».
«Η ΑΕΚ είναι οικογένεια, με έχει στηρίξει»
Στο βιβλίο της ζωής της Γιώτας Χατζηχαριστού γράφεται ένα νέο κεφάλαιο, αυτό της ΑΕΚ. Δεν βρίσκεται πολύ καιρό στην ομάδα, όμως νιώθει ότι πάντα ανήκε εκεί.
«Είναι οικογένεια. Γύρισα από έναν πολύ δύσκολο τραυματισμό, είχα χάσει όλη τη προηγούμενη σεζόν. Ήρθε η ΑΕΚ το καλοκαίρι και μου είπε ότι θα είναι Α’ Εθνική και πως θέλουν να ξεκινήσουν μαζί μου τη χρονιά. Σκέφτηκα ότι θέλω μια αλλαγή, όμως δεν έχω ρυθμό. Με καθησύχασαν αμέσως, ο πρόεδρος, ο team manager, οι προπονητές ήξεραν την κατάσταση. Ερχόμενη, είχα το άγχος ότι πρέπει κάτι να δείξω, γιατί με έχουν στηρίξει, μου δίνουν καλά λεφτά, ζω πλέον από αυτό. Εν τέλει, ήταν αδικαιολόγητο, γιατί η στήριξη που λαμβάνω από αυτή την ομάδα, σε όλα, δεν ξέρω αν την έχω ξαναλάβει. Δεν νιώθω ότι είμαι μόνο τρεις μήνες εδώ. Και το καλό είναι ότι θέλουν να σε ακούσουν. Μπορώ να επικοινωνήσω και να έχω μια ανθρώπινη κουβέντα».
Βρήκε το «σπίτι» της, τους ανθρώπους της και μαζί, διαγράφοντας μια κοινή πορεία, θέτουν στόχους και δεν σταματούν να ονειρεύονται, όντας παράλληλα προσγειωμένοι.
«Είμαι άνθρωπος της άποψης του “δεν μπορείς να χάνεις, πρέπει να κερδίζεις”. Θα χάσεις, εννοείται, είναι μέσα στο παιχνίδι. Όλοι είμαστε συνειδητοποιημένοι στην ομάδα ότι είναι μια χρονιά αναγνωριστική, όπως και για άλλες ομάδες, Παναθηναϊκός, Αστέρας Τρίπολης, που είναι η πρώτη τους χρονιά στην Α’ Εθνική. Είμαστε αρκετά προσγειωμένοι και οι παίκτριες και το staff στο ότι θέλουμε παιχνίδι με το παιχνίδι να βελτιωνόμαστε και να δείχνουμε ανταγωνιστικό πρόσωπο. Στόχος μας είναι περισσότερο το κάθε παιχνίδι που πλησιάζει, παρά ο απολογισμός στο τέλος της σεζόν».
Ο μεγάλος της… έρωτας και ένα όνειρο ελληνικό!
Κλείνοντας με μια πιο light νότα, μου αποκάλυψε το παιδικό της είδωλο, ποιον ξεχωρίζει στα τωρινά δεδομένα, αλλά και ποιο θα ήταν το ιδανικό σενάριο για το μέλλον της, όταν της έβαλα δίλημμα να μείνει στην Ελλάδα και να συνδράμει στην ανάπτυξη του ποδοσφαίρου γυναικών ή αν θα δεχόταν τυχόν πρόταση της αγαπημένης της ομάδας (σ.σ. Λίβερπουλ).
«Όνειρο μου είναι να είμαι σε μια ομάδα στην Ελλάδα και να έχουν έρθει τα πράγματα έτσι, ώστε οποιαδήποτε πρόταση να ερχόταν της Λίβερπουλ να μην θέλω να φύγω. Να γίνουμε τόσο επαγγελματίες που να μην χρειάζεται να μπω σε σκέψη να πάω εκεί για να ζήσω το όνειρό μου. Μου αρέσει πολύ η Λίβερπουλ, αλλά θέλω να έρθει αυτή η στιγμή που θα πω “Εγώ είμαι επαγγελματίας στην Ελλάδα, έχω τα πάντα, ελάτε να παίξουμε”. Δεν ξέρω αν μπορεί να γίνει σε τόσο μεγάλο βαθμό. Οι γυναίκες έχουμε συνηθίσει μια μετριότητα, γιατί ξέρουμε ότι όσο και να μιλήσουμε για να αλλάξουν οι συνθήκες, να έχουμε ιατρική φροντίδα, γνώσεις, καλύτερες προπονήσεις, καλύτερα γήπεδα, δεν γίνεται τίποτα. Προσπαθούμε χρόνια να κάνουμε πράγματα που θα φέρουν την αλλαγή, όμως δεν υπάρχει η προσοχή που χρειαζόμαστε. Μέσα σε μια μέρα οι ομάδες στο εξωτερικό έφτασαν από το μηδέν στο 100, ενώ εμείς σε 10 χρόνια, φτάσαμε από το -1 στο μηδέν».
«Όταν ήμουν μικρή, στα πρώτα μου βήματα, είχα έρωτα με τον Κασίγιας, ο οποίος ήταν αρχηγός με όλη τη σημασία της λέξης. Και έδειχνε και ένα ωραίο πρόσωπο, έναν ωραίο χαρακτήρα. Τώρα μου αρέσει πολύ η τερματοφύλακας της Σουηδίας (σ.σ. Χέντβιχ Λίνταλ), την έβλεπα στο Παγκόσμιο. Γενικά, όμως οι γερμανική σχολή έχει αλλάξει τον τρόπο παιχνιδιού των τερματοφυλάκων, βγάζουν ολοκληρωμένους παίκτες, όπως είναι τώρα οι Νόιερ και Τερ Στέγκεν. Μπορούν να σου βάλουν μέχρι και γκολ».