Ειλικρινής, με τα «πιστεύω» του παραμάσχαλα. Και ίσως γι’ αυτό να παραμένει άνεργος εδώ και καιρό. Το BN Sports συνάντησε τον Λουτσιάνο Ντε Σόουζα στο… φυσικό του περιβάλλον, το γήπεδο και θυμήθηκε μαζί του ιστορίες, πολλές και ενδιαφέρουσες. Η βραδιά στη Λεωφόρο, η δίκαιη πρωταθλήτρια ΑΕΚ, τα… κουτσομπολιά στο Αγρίνιο, οι πιθανότητες του Ολυμπιακού για ευρωπαϊκό τίτλο, ο Λουτσέσκου, τα κοινά με τον Μαντζουράκη και ο Πεπ, ο μόνος «σωτήρας» της Σελεσάο.
Συνέντευξη στον Μάνο Φυρογένη
Ένας Βραζιλιάνος που έγινε Έλληνας. Αν ήταν τίτλος σε ποδοσφαιρικό κουίζ, τότε πιθανότατα θα συγκέντρωνε τις περισσότερες ψήφους. Μετρ των στημένων φάσεων, με αριστερό… λουκούμι και ταυτόχρονα εφιάλτης για τους αντίπαλους γκολκίπερ. O λόγος φυσικά για τον Λουτσιάνο Ντε Σόουζα.
Το BN Sports έδωσε μαζί του ραντεβού εκεί που «μάγευε» με τα χτυπήματά του, στο γήπεδο. Και μπορεί να παραδεχτεί πως η… τέχνη δεν ξεχνιέται, δεν λησμονείται όσα χρόνια και αν έχουν περάσει. Άλλωστε την εξασκεί ακόμα μαζί με άλλους βετεράνους όπως τον Σίλβα Κλέιτον και τον Μπρίτο που μαζεύονται και θυμούνται παλιές καλές εποχές. Δεν μένει όμως προσκολλημένος σε αυτές, εξελίσσεται και περιμένει την ευκαιρία του – χωρίς να… φιλήσει κατουρημένες ποδιές - για να δείξει τις ικανότητές του και από την άκρη του πάγκου.
Ο «Λούτσι» των φίλων του ελληνικού ποδοσφαίρου σε μια κουβέντα για τη «στρογγυλή θεά» αλλιώτικη από τις άλλες. Προαποφασίστηκε πως τα στεγανά θα αφεθούν στην άκρη, όπως και τα προβλεπόμενα για εκείνον και όσα έχει κάνει τον κόσμο να τον θυμάται. Ποδοσφαιρική συζήτηση γεμάτη ιστορίες, από λιγότερο γνωστές μέχρι και άγνωστες. Εξηγεί τους λόγους που η Εθνική Βραζιλίας δεν «σηκώνει» κεφάλι, βγάζει το… καπέλο στον Αλμέιδα και τον αργεντίνικο ποδοσφαιρικό λαό, ξεχωρίζει τον Πάολο Φερνάντες ενώ δεν φοβάται να παραδεχτεί πως η ειλικρίνεια του είναι πιθανότατα και ο λόγος που παραμένει άνεργος.
Η αξέχαστη βραδιά στη Λεωφόρο με το σόου του στο 4-1 του Ολυμπιακού, το σχόλιο για τον Μάρτινς και τα κακεντρεχή σχόλια στο Αγρίνιο για τις ικανότητές του στο… ψήσιμο. Ο Λουτσιάνο Ντε Σόουζα, σε μια συνέντευξη – ποταμός που άγγιξε τις 5000 λέξεις και τις δύο ώρες ελεύθερης ανταλλαγής απόψεων, ερωτήσεων και απαντήσεων.
Από που αλλού μπορεί κανείς να ξεκινήσει μία κουβέντα μαζί του; Στημένες μπάλες.
«Πάνω απ΄ όλα είναι να το έχεις το χτύπημα, να το νιώθεις, να το αισθάνεσαι. Και να έχεις και έναν έξυπνο προπονητή, να ξέρει να εκμεταλλεύεται τα καλά χαρακτηριστικά των παικτών του. Εγώ ας πούμε, άπειρες φορές δεν ήμουν αρκετά καλός μέσα στο παιχνίδι αλλά με κρατούσε ο προπονητής μέσα γιατί ήξερε ότι στο φινάλε, με ένα φάουλ θα μπορούσα να δώσω στην ομάδα τη νίκη, όπερ και εγένετο κάποιες φορές».
Γεννιέσαι όμως σπεσιαλίστας ή γίνεσαι; Το «μαχαίρι και το καρπούζι» στον ειδικό. «Εγώ ξεκίνησα μαζεύοντας μπάλες. Χτυπούσαν τότε οι ‘’μεγάλοι’’, οι συμπαίκτες μου και εγώ κυνηγούσα. Κάποια στιγμή μου έδωσαν την ευκαιρία, πήγε καλά και μετά με έβαζαν ξανά και ξανά και έγινε συνήθεια».
Επανάληψη μήτηρ μαθήσεως που λένε και ο Λουτσιάνο το εφάρμοζε ρητά. «Άπειρες φορές μετά την προπόνηση καθόμουν και χτυπούσα φάουλ. Μου άρεσε, ήθελα ό,τι και να μου έλεγαν οι προπονητές μου».
Υπήρχαν βέβαια και ομάδες που ο «Λούτσι» δεν ήταν η πρώτη επιλογή για τα στημένα, κυρίως στο ξεκίνημα αφού μετά και κυρίως στα μέρη μας, τελείωνε τη σεζόν με διψήφιο αριθμό γκολ μόνο από στημένα.
«Στην Κορίνθιανς όταν ξεκίνησα, είχαμε τον Νέτο. Αυτός έβαζε από παντού γκολ με φάουλ, εγώ 19 και 20 χρονών τι να έκανα μπροστά του;» τόνισε με αφοπλιστική ειλικρίνεια.
«Ποιο σχολείο; Το μυαλό μας ήταν όλη μέρα στη μπάλα»
Με την συζήτηση να έχει ταξιδέψει στην άλλη άκρη του ωκεανού και έναν πιτσιρικά να μασουλάει πατατάκια στο γήπεδο, πίσω από μία μπάλα, το θέμα «πήδηξε» αυτόματα στον Βραζιλιάνο ποδοσφαιριστή και την αέναη ερώτηση. Το έχουν στο DNA τους;
« (Γέλια). Στη Βραζιλία δεν θα το δεις ποτέ αυτό. Στην ηλικία αυτού εδώ του πιτσιρικά (κάπου στα 8-9 θα τον έκανε κανείς) δεν υπάρχει περίπτωση να έχει μια μπάλα δίπλα του και να σκεφτεί κανείς το φαγητό. Εμείς βάζαμε δυο τούβλα και παίζαμε 2 vs 2, 3 εναντίον τριών. Πρωτάθλημα οδών, γειτονιάς. Κλέβαμε Κύπελλα, οποιασδήποτε μορφής και τα βάζαμε να τα βλέπουμε και παίζαμε γι΄ αυτά. Δεν υπήρχε περίπτωση. Όλη μέρα στο γήπεδο. Και ξυπνούσαμε 6μιση το πρωί για να πάμε στο σχολείο. Ποιο σχολείο; Το μυαλό μας ήταν όλη μέρα στη μπάλα. Αυτό είναι στο αίμα, ναι», αποφάνθηκε ο «Λούτσι» κάνοντας ένα σύντομο flashback στα παιδικά του χρόνια.
Η παραπάνω μαζικότητα όμως, μικραίνει και τις ευκαιρίες με την ιστορία του Καφού να αποτελεί την πιο χαρακτηριστική ίσως. Ένας «θρύλος» της στρογγυλής θεάς που είχε απορριφθεί από παντού σαν παιδί και το BN Sports είχε την χαρά να συνομιλήσει μαζί του.
«Ο Καφού πέρασε πολύ δύσκολα για να φτάσει εκεί που έφτασε. Είχε δοκιμαστεί σε πολλές ακαδημίες, η αποτυχία του έχει γίνει συνήθεια όως στην τελευταία που δοκίμασε (Σάο Πάολο), τα κατάφερε. Ο πατέρας του δεν τον πίστευε ότι τον είχαν πάρει».
«Όλοι ήθελαν να παίζουν στην ομάδα του πατέρα μου»
Το «μικρόβιο» του ποδοσφαίρου, όχι ότι θέλει και πολύ βέβαια στη Βραζιλία, ο Λουτσιάνο το κόλλησε από τον πατέρα του. «Ήταν άρρωστος Βάσκο Ντα Γκάμα, άρρωστος. Φόραγε τις εμφανίσεις και έβαζε τη μάνα μου να τις πλένει μετά το παιχνίδι κάθε Κυριακή. Είχε ομάδα, τοπική εννοείται. Όλοι ήθελαν να παίζουν εκεί γιατί τους έδινε δουλειά. Είχε ρούχα καθαρά για τους παίκτες του, πρόσφερε φρούτα μετά το παιχνίδι και από την ομάδα αυτή βγήκαν αρκετοί επαγγελματίες. Εμένα με πήγαινε στον πάγκο ένας μεθυσμένος φίλος του που έπινε από το πρωί. Με έπαιρνε στην πλάτη του και με άφηνε στον πάγκο. Και με το τελευταίο σφύριγμα, έμπαινα μέσα εγώ και όργωνα. 3-4 χρονών ήμουν δεν ήμουν. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που ήταν μέσα στο ποδόσφαιρο».
Στην οικογένεια του Λουτσιάνο όμως δεν είναι μονάχα ένας ο γνωστός, ο αναγνωρίσιμος. Ο Λούκας ή καλλιτεχνικά «Mc Daddy» όπως είναι γνωστός στα στέκια της trap μουσικής, έχει τραβήξει το δικό του το δρόμο με το μικρόφωνο στο χέρι.
«Ήταν κάτι που ξεκίνησε από μία πλάκα. Ο FY του λέει ‘’γιατί δεν τραγουδάς; Βραζιλιάνος είσαι, ωραίο παιδί’’. Εκείνος τα έχασε, όμως πήρε το μικρόφωνο. Και από τότε βαδίζει στα δικά του τα χνάρια. Δεν είναι εύκολη η νύχτα με όλες αυτές τις… παγίδες. Όμως έχω μιλήσει με το Λούκας και είναι μια χαρά».
Πέρασε όμως δύσκολα. Δεν είναι εύκολο για ένα μικρό παιδί να χάνει τους οικείους του, πόσω δε μάλλον μπροστά στα μάτια του. «Βέβαια. Δολοφόνησαν το θείο του (αδελφό της μαμάς του) μπροστά του. Έτσι αποφάσισε να γυρίσει στην Ελλάδα. Και ο παππούς του ήταν η μεγάλη του λατρεία. Γι’ αυτό και εγώ είμαι κάποιες φορές σκληρός μαζί του και θέλω να ξέρω τι κάνει και που είναι. Αν και του έχω εμπιστοσύνη, δεν είναι χαρακτήρας που ψάχνει τους τσακωμούς».
Όταν είσαι γιος του Λουτσιάνο, κουβαλάς - θες δεν θες - ένα… βάρος, μία συνεχή σύγκριση. Ειδικά όταν προσπαθείς να τραβήξεις τη δική σου πορεία σε ένα χώρο που το ίδιο του το αίμα, έχει γράψει τη δική του ιστορία. Και συνήθως αυτό μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά στη σχέση γονιού – παιδιού. Όχι όμως στην προκειμένη περίπττωση.
«Ο γιος μου μπορούσε να εξελιχθεί σε καλύτερο ποδοσφαιριστή από μένα»
«Δεν με ‘’κατηγόρησε’’ για κάτι. Εγώ πίστευα πραγματικά, όπως τον έβλεπα, πως μπορούσε να εξελιχθεί σε καλύτερο ποδοσφαιριστή από εμένα. Ήταν γρήγορος, σαφώς πιο ψηλός, αριστεροπόδαρος. Ταίριαζε στο σύγχρονο ποδόσφαιρο που δεν είναι η τεχνική το Α και το Ω. Δεν ήθελα να του χαρίσω το μέλλον του, να κάνει καριέρα επειδή ήταν γιος μου. Στα 15 του έκανε προετοιμασία με την αντρική ομάδα της Καλλονής και εγώ δεν είχα μεσολαβήσει. Ο πρόεδρος επέμενε να τον πάρουμε γιατί κάτι είδε σε εκείνον. Και έτσι ήρθε στη Βουλγαρία θυμάμαι τότε, έβαλε και γκολ. Δοκίμασε την τύχη του σε άλλες ομάδες. Δεν πήρα ούτε ένα τηλέφωνο για εκείνον εκτός από μία φορά με τον Ολυμπιακό στις ακαδημίες. Δεν το ήθελα», τόνιζε και ξανατόνιζε, εκφράζοντας το παράπονο του γιου του που του έχει μείνει.
«Στεναχωριόταν γιατί τον φώναζαν σχεδόν όλοι Λουτσιάνο. Και όσες φορές και αν έλεγε ότι είναι ο Λούκας, συνέχιζαν. Μία, δύο, τρεις, προέκυψε και το τραγούδι και σταμάτησε».
«Μαζευόμαστε με Κλέιτον, Μπρίτο και άλλους και πάιζουμε»
Ακόμα και τώρα, στα 51 του, την αθλητική του περιβολή δυσκολεύεται να την αποτάξει και παίζει κάθε εβδομάδα, συνθηκών επιτρέποντος, με άλλους παλαίμαχους, πάλαι ποτέ συμπαίκτες και αντιπάλους. «Μαζευόμαστε με τον Κλέιτον, τον Μπρίτο. Έρχεται ο Ζαραδούκας, ο Μάντζιος. Άμα που πούνε για μπάλα, εγώ μέσα. Έρχεται και ο Λούκας (γιος) και άλλοι πιο μικροί για να τρέχουν, τους χρειαζόμαστε. Μεγαλώσαμε εμείς».
«Οι κορυφαίοι προπονητές στη Βραζιλία είναι Πορτογάλοι γιατί δουλεύουν»
Μετά το τέλος της πλούσιας καριέρας του, ο πρώην παίκτης του Ολυμπιακού, του ΠΑΟΚ, της Ξάνθης, του Ατρομήτου και άλλων πολλών ομάδων, συνέχισε την ενασχόλησή του με το χώρο επαγγελματικά. Έβγαλε δίπλωμα προπονητή και έχοντας τον απέναντι, στα δύο μέτρα, είναι δυνατόν να μην θες να μάθεις για τη Βραζιλία και «τις πταίει» στη Σελεσάο;
«Η Εθνική ομάδα έχει μείνει στο 2002. Τότε υπήρχε ατομική ποιότητα. Τώρα το σύγχρονο ποδόσφαιρο (όρος με τον οποίο δεν συμφωνεί και τόσο όπως ανέφερε με την ευρεία έννοια χρήσης του) χρειάζεται άλλα πράγματα. Οι Ευρωπαίοι έχουν ξεφύγει. Οι κορυφαίοι προπονητές στη Βραζιλία είναι Πορτογάλοι γιατί δουλεύουν. Οι Βραζιλιάνοι από την άλλη έχουν μείνει στο ταλέντο. Πάει, τέλειωσε αυτό. Αν δεν δουλέψεις στον αγωνιστικό χώρο δεν μπορείς να κερδίζεις συνεχώς. Αν δεν έχεις καλή φυσική κατάσταση, θα έχεις πρόβλημα. Έχει μείνει πίσω η Βραζιλία», ήταν τα… σκληρά του λόγια με περίσσια ειλικρίνεια.
«Μόνο ο Γκουρδιόλα μπορεί να αλλάξει κάτι στην Εθνική Βραζιλίας»
Ακόμα και η παρουσία κοτζάμ Αντσελότι, δεν φτάνει από μόνη της για τον Λουτσιάνο. «Πιστεύω θα συμμαζέψει τα πράγματα, θα είναι πιο οργανωμένα. Τον εκτιμώ ιδιαίτερα, είναι πολύ πετυχημένος. Για μένα βέβαια, ένας μόνο μπορεί να αλλάξει το τσιπάκι. Αν δεις βίντεο από το 1982, το ίδιο ποδόσφαιρο παίζει η Βραζιλία. Όλα αυτά που κάνουν τώρα, τα έκαναν και τότε. Μόνο ο Γκουαρδιόλα μπορεί να αλλάξει κάτι. Όσα λεφτά και να ήθελε, αν ήμουν πρόεδρος θα του έδινα το… κλειδί. Μόνο εκείνος μπορεί να μαζέψει όλη αυτή την τρέλα, τη λατρεία που έχει ο κάθε Βραζιλιάνος για το άθλημα και να βγάλει τον καλό του εαυτό. Να τα αφομοιώσει στο γήπεδο όπως πρέπει».
«Δεν μπορείς σε αυτό το επίπεδο (Μουντιάλ) να κάνεις το λάθος του Ντανίλο»
Όλοι οι Βραζιλιάνοι ξέρουν ποδόσφαιρο, «μπάζουν» αμυντικά, δεν είναι συνεπείς τακτικά, «ξεχνιούνται». Φράσεις που έχουν παγιωθεί στο μυαλό όλων. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; «Τις δέχομαι τις φράσεις αυτές παρόλο που οι εκ των κορυφαίων αμυντικών στον πλανήτη είναι Βραζιλιάνοι. Ο Μαρκίνιος, ο Τιάγκο Σίλβα, ο Ιμπανιέζ. Υπάρχουν αμυντικοί που είναι πραγματικά καλοί. Στην Εθνική όμως είναι κάτι άλλο. Στο γκολ με την Κροατία (Μουντιάλ Κατάρ) ήταν προσωπικό λάθος του Ντανίλο. Μεγαλωμένος στην Ευρώπη με τόσες παραστάσεις. Τον άλλαξε θέση από αριστερά που ήταν πολύ καλός, τον έφερε δεξιά που δεν κατάλαβα γιατί και αντί να τελειώσει τη φάση ψηλά, να τρέξει να μικρύνει την απόσταση, έκανε πίσω βήματα. Ό,τι του πει ο προπονητής όμως είναι. Εγώ σαν τεχνικός θα ήθελα να τελειώσει εκεί η φάση, έστω και με φάουλ. Σε αυτό το επίπεδο δεν μπορείς να πράττεις έτσι», τόνισε με το παραστατικό του ύφος και χωρίς να… μασήσει τα λόγια του ο Λουτσιάνο.
«Ο Ολυμπιακός μπορεί να φτάσει σε έναν ευρωπαϊκό τελικό»
Κεφάλαιο Ολυμπιακός. Τι να πρωτοθυμηθεί ο κόσμος των Πειραιωτών από τον «Λούτσι» τους; Αν και στην προκειμένη περίπτωση, η κλισέ αυτή φράση δεν βρίσκει πάτημα και η εξήγηση είναι προφανής για όσους έχουν ζήσει τη βραδιά εκείνη του Μαρτίου του 2001 για το θεσμό του Κυπέλλου. Οι «ερυθρόλευκοι» δοκιμάζονται στην έδρα του άσπονδου εχθρού και πηγαίνουν για… μάχη χωρίς τον αρχηγό τους, Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς. Και τι μ’ αυτό; Είχαν τον Λουτσιάνο.
Ο Ελληνοβραζιλιάνος ζογκλέρ πρόσφερε μία μοναδική παράσταση με τα «ερυθρόλευκα» απέναντι στον αιώνιο και έμεινε για πάντα στις καρδιές των φίλων της ομάδας. Εκείνο το τακουνάκι, εκείνο το αδιανόητο χτύπημα φάουλ.
«Ήταν η βραδιά μου, μου βγήκαν όλα. Και το να συμβαίνει απέναντι στον Παναθηναϊκό εκτός έδρας κιόλας, αποκτά άλλη αξία» είπε, χωρίς να θελήσει να σταθεί περισσότερο σε φάσεις και γεγονότα που επαναλαμβάνονται σαν σε ρέπλικα. Κατανοητό και για το λόγο αυτό αφέθηκε ο μεσότιλος και απήγγειλε.
«Πολλοί - και άνθρωποι μέσα στην ομάδα - λένε πως ο Ολυμπιακός μπορεί να φτάσει σε έναν ευρωπαϊκό τελικό. Και εγώ το πιστεύω. Η Μονακό γιατί το έκανε ή άλλες ομάδες; Και εμείς παραλίγο τότε με τη Γιουβέντους να φτάναμε στους ‘’4’’. Είναι πολύ δύσκολο το εγχείρημα όμως».
Είναι ποδοσφαιράνθρωπος, μέσα στο χώρο. Έχει άποψη και το όνομά του είναι άρρηκτα συνδεδεμένο και με το «δαφνοστεφανομένο έφηβο», τη φανέλα του οποίου τίμησε για 4 χρόνια. Και υπό την ιδιότητα του προπονητή, έχει ένα παραπάνω ενδιαφέρον η άποψή του για την πρώην ομάδα του και τα κακώς κείμενα της περασμένης περιόδου.
«Ας ξεκινήσουμε από τον Μάρτινς, ο οποίος θεωρώ ότι έπρεπε να φύγει σαν κύριος πριν ξεκινήσει η περασμένη χρονιά. Ήρθε χωρίς να τον ξέρει ο κόσμος, παρουσίασε έργο, ο Ολυμπιακός του έπαιξε πολύ όμορφο ποδόσφαιρο, η κερκίδα χαιρόταν. Κάπου όμως ξέφυγε η κατάσταση. Από μόνος του έπρεπε να πει ‘’Παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω’’. Χάλασε την εικόνα του και αυτή της ομάδας και μετά δεν τον ήθελαν οι φίλαθλοι, ήταν μοιρασμένη η κατάσταση. Στενοχωριέμαι όταν συμβαίνει αυτό γιατί ο κόσμος δεν αναγνωρίζει, μένει μόνο στις ανορθογραφίες».
«Σαν προπονητής, προτιμώ Αργεντινούς από Βραζιλιάνους παίκτες»
Μιλώντας για το «βασιλιά των σπορ» και σε πλαίσιο περί… ανέμων και υδάτων υπό τη θέα της στρογγυλής θεάς πάντα, βγήκε από το στόμα του «Λούτσι» μία φράση που δύσκολα λέγεται από έναν Βραζιλιάνο.
«Παρόλο που είμαι Βραζιλιάνος, εγώ θαυμάζω πάρα πολύ τη συμπεριφορά του ποδοσφαιρικού αργεντίνικου λαού. Αυτοί εκτιμούν, αναγνωρίζουν πράγματα που έδωσαν οι παίκτες που έβγαλαν. Αυτούς που πρόσφεραν πραγματικά στο σπορ, τους λατρεύουν βαθιά. Εμείς δεν το έχουμε. Είναι όλη η φιλοσοφία και γι’ αυτό, εγώ προσωπικά στην ομάδα μου θα ήθελα περισσότερους Αργεντινούς. Παίζουν περισσότερο για την ομάδα, για το συμπαίκτη τους που μπορεί να μην είναι στα καλά του. Βραζιλιάνους, μάξιμουμ έναν - δύο και αυτούς να τους έχω μελετήσει πολύ. Και να μην έχω δεν θα με… χάλαγε. Δυστυχώς».
Συνεχίζοντας την κουβέντα για το άθλημα στη Λατινική Αμερική και τα τεράστια μεγέθη της, προσπαθήσαμε να δώσουμε μία εξήγηση για την άνθιση των Πορτογάλων και όχι των ντόπιων προπονητών στη Βραζιλία, σε αντίθεση με τον… άσπονδο εχθρό (Αργεντινή) που οι σύλλογοι στηρίζουν άλλοτε «αστέρες» της Αλμπισελέστε στα πρώτα τους βήματα. Κάπου βέβαια στην πορεία, λοξοδρομήσαμε.
«Αριθμητικά, οι Βραζιλιάνοι είναι περισσότεροι αλλά αυτοί που ξεχωρίζουν είναι οι Πορτογάλοι. Γιατί συνήθως, οι μεγάλοι αθλητές όταν κρεμούσαν τα παπούτσια τους έλεγαν… πάω παραλία. Παρόλο που είχαν παίξει το άθλημα και μάλιστα σε υψηλό επίπεδο, που για μένα είναι μεγάλο πράγμα αυτό. Και θα πω ένα παράδειγμα. Ήμουν βοηθός σε μια ομάδα που ο προπονητής ήταν παλιός τερματοφύλακας. Κάναμε προπόνηση και δεν του άρεσε ο τρόπος που αντιδρούσε ένας παίκτης του σε μια βαθιά μπαλιά, κάνοντας κοντρόλ. Και φώναζε συνεχεία να το κάνουμε ξανά και ξανά. Σε κάποια φάση ο παίκτης του λέει ‘’δείξε μου πως’’. Και πάει να κοντρολάρει και του φεύγει η μπάλα. Χειρότερα από τον παίκτη δηλαδή. Για μένα είναι σημαντικό γιατί δεν σε εμπνέει ο προπονητής σου. Να πρέπει να κάνεις μία διόρθωση και να ξέρεις πως. Δεν βλέπεις τον Ζιντάν; Πρέπει να ξέρεις, τελεία και παύλα. Οι σχολές προπονητικής λένε να μη συμμετέχουμε στην προπόνηση. Είναι δυνατόν; Εγώ συμμετέχω, είμαι μέρος αυτής. Άμα βλέπω ότι μία, δύο, τρεις δεν τα καταφέρνει ο παίκτης μου, θα πάω να του δείξω. Τι να κάνω δηλαδή; Γίνεται μόνο με το βιβλίο; Θα γίνεις ξεφτίλα, ειδικά άμα ο παίκτης του έχει προσωπικότητα».
«Δεν τα… άλλαζα μπροστά στους προέδρους. Ό,τι είχαμε συμφωνήσει»
Ζει και αναπνέει για το ποδόσφαιρο ακόμα και τώρα που έχει κρεμάσει τα παπούτσια του. Το βλέπεις, το καταλαβαίνεις από την πρώτη στιγμή. Παρόλα αυτά όμως, απέχει από τους πάγκους περί τα 2μιση χρόνια. Και η εξήγησή του είναι… όλα τα λεφτά, όπως πάντα αιχμηρή.
«Στο ελληνικό ποδόσφαιρο χρειάζονται παρακάλια, κάτι που εγώ δεν το έχω. Να ζητήσεις μια ευκαιρία όταν είσαι άνεργος. Εγώ δεν θα το κάνω αυτό. Έχω αποδείξει στον εαυτό μου και σε αρκετούς ότι μπορώ να κάνω πράγματα. Αλλά δεν το έκανα αυτό όταν έπαιζα που είχα και μία άνεση. Τότε που συχνά ήμουν ο πρωταγωνιστής στις ομάδες. Δεν τα… άλλαζα μπροστά στους προέδρους. Ό,τι είχαμε συμφωνήσει. Στις αρχές του καλοκαιριού ας πούμε είχα ένα τηλεφώνημα για μια ομάδα στην Κύπρο, Β’ Εθνικής που δεν ανέβηκε πέρυσι στο τσακ και ενδιαφέρονταν για μένα. Κάναμε μια συζήτηση, ήθελε να μάθει την προπονητική μου φιλοσοφία. Και κλείνουμε λέγοντας να ξαναμιλήσουμε. Από το τηλέφωνο τώρα να κάνουμε ποδοσφαιρική ανάλυση. Και μαθαίνω ότι έχει μιλήσει με κάποιους άλλους που βλέπουν το σπορ τελείως διαφορετικά. Δεν συγκρίνομαι μαζί τους, βλέπουμε το ίδιο πράγμα από τελείως διαφορετική οπτική γωνία. Εγώ ας πούμε στην Αγγλία και εκείνος στην Αυστραλία. Κανένα πρόβλημα αλλά όχι και έτσι. Μακάρι πραγματικά να βρω μία ομάδα Κ-19 να κάνω πράγματα όπως στον Παναιτωλικό» τόνιζε και ξανατόνιζε ενόσω γινόταν… κόκκινος που τα θυμόταν ο Ελληνοβραζιλιάνος. Θέλει να εργαστεί και μάλιστα πολύ, να προσφέρει στο άθλημα αλλά να μην του επιβληθεί κάποιος τρόπος. Και κάπου εκεί «ξεφύτρωσε» και το όνομα Αλμέιδα.
«Οι παίκτες της περσινής ΑΕΚ χαίρονταν το ποδόσφαιρο»
«Αυτό που έκανε ο Αλμέιδα με την ΑΕΚ πέρυσι, το κάναμε με τον Παναιτωλικό στην Κ-19. Με παιδιά που δεν είχαν παίξει ποτέ στην αγωνιστική ομάδα για χρόνια διότι οι προηγούμενοι πίστευαν ότι δεν έκαναν. Και εξελίχθηκαν, όπως ο Μπακαδήμας που δεν είχε παίξει ποτέ και μαζί μου έπαιξε 30 ματς. Άλλος έβαλε 14-15 γκολ από τα ξεχασμένα. Άλλος πήγε στο Κατάρ. Η πίεση στη μπάλα και στον αντίπαλο που είδαμε από την ΑΕΚ πέρυσι και τους έβλεπες το χαιρόντουσαν, ευχαριστιόντουσαν το ποδόσφαιρο, αυτό κάναμε και εμείς. Αυτή είναι η ουσία. Ο πρόεδρος θα σε διώξει είτε νικώντας είτε χάνοντας. Ειδικά όταν ασχολείσαι με τα παιδιά. Είναι σαν… λιοντάρια μέσα σε κλουβί. Πρέπει να τρέξουν, να διασκεδάσουν. Οργανωμένα μεν γιατί έτσι είναι το σύγχρονο ποδόσφαιρο αλλά να το χαρούν. Αυτό θέλω εγώ», ήταν τα λόγια του 51χρονου. Λόγια από καρδιάς και λόγια περηφάνιας, μιλώντας για τη δουλειά του στην Κ-19 των Αγρινιωτών.
«Λέγανε ότι με κρατούσε γιατί ήμουν καλός ψήστης»
Δεν ήταν όμως ούτε στο Αγρίνιο όλα παραμυθένια. Ακούγονταν… φήμες πως τον κρατάει ο πρόεδρος γιατί είναι καλός οικοδεσπότης στο μπάρμπεκιου.
«Φυσικά και με στενοχωρούσαν αυτά. Όμως να πούμε την πραγματικότητα. Όταν ήμουν συνεργάτης του Μάκη Χάβου την πρώτη χρονιά που γύρισε, κάποια στιγμή έφυγε. Και ο πρόεδρος μου ζήτησε να αναλάβω. Το πρόβλημα των παικτών ήταν η ψυχολογία, ήταν χάλια. Δεν μπορούσε να σηκώσει κεφάλι η ομάδα. Πρώτος αντίπαλος ο ΠΑΟΚ στο Αγρίνιο. Έδωσα έμφαση κατά την προετοιμασία για τον αγώνα στο ψυχολογικό τομέα, να τους ανεβάσω. Μας βγήκαν ωραία πράγματα, αν και στην αρχή φοβήθηκα ότι θα ξεφτιλιστούμε με μεγάλο σκορ. Εν τέλει το ματς ήταν 1-1 μέχρι το 93’ που μπήκε ένας Γεωργιανός του ΠΑΟΚ που δεν έπαιζε ποτέ και έδωσε τη νίκη στους φιλοξενούμενους. Δεύτερο παιχνίδι στα Γιάννενα. Πριν πάμε να παίξουμε πήγαν οι αρχηγοί στον Μάκη Μπελεβώνη και του ζήτησαν να μείνω μέχρι το τέλος της χρονιάς. Και είπε ο κ. Κωστούλας αν κερδίσω στα Γιάννενα, θα μείνω. Και ζήτησε να μιλήσει με όλο το τμήμα πριν τον αγώνα. Και τους αποθέωνε, λέγοντάς τους πως δεν χρειάζονται καν προπονητή. Η λογική έλεγε πως έπρεπε να του πω φεύγω αφού δεν χρειάζεται ο προπονητής. Έκανα μία συζήτηση με το Μάκη, με ηρέμησε. Το ματς ήρθε 0-0 στα Γιάννενα», είπε αφηγούμενος την ιστορία και συνέχισε.
«Είπα να φέρουν κάποιον που να μιλάει καλά ελληνικά για να καταλαβαίνει τι του υποδεικνύουν»
«Ακολουθούσε διακοπή για τις Εθνικές ομάδες και μετά την ισοπαλία έκανα μία δήλωση περισσότερο για να τονώσω την ψυχολογία των παικτών μου και είπα ότι θα μπορούσαμε να κερδίσουμε γιατί είχαμε και μία κλασσικότατη ευκαιρία. Ασχέτως αν στο τέλος μας έκλεισαν στα καρέ μας με τις στημένες φάσεις που σφύριζε συνέχεια ο διαιτητής. Στα αποδυτήρια βέβαια ήξερα τι θα τους έλεγα και καθόλη τη διάρκεια της εβδομάδας. Η διοίκηση όμως πιάστηκε από αυτό και είπε ότι ήταν εκτός πραγματικότητας οι δηλώσεις μου, αποφασίζοντας να φέρουν το Δέλλα. Φυσικά το δέχτηκα, είπα μόνο να φέρουν κάποιον που να ξέρει καλά ελληνικά για να καταλαβαίνει τι του υποδεικνύεται. Δεν γίνεται να διώχνεις τον προπονητή σου που τον έχεις επιλέξει για μία δήλωση που δεν ξέρουν καν γιατί την έκανα.
Μετά βγήκαν οι ‘’βρώμες’’ αυτές με τα ψησίματα επειδή μαζευόμασταν και γευόμασταν το λατίνικο κρέας που άρεσε και στους εργοδότες μου. Ότι θα με κρατούσε ο πρόεδρος επειδή ήμουν καλός ψήστης. Τόσα χρόνια μέσα στο χώρο και κάθεται ο κάθε δημοσιογράφος και γράφει και διαλαλεί τέτοια πράγματα. Τι να τον κάνω δηλαδή; Θα μπορούσε βέβαια να βγει μπροστά και η ομάδα, να με υπερασπιστεί. Έτσι έγιναν τα πράγματα. Ήθελα όμως να πάω και να δοκιμάσω, να κάνω το αγροτικό μου. Να περάσω από βοηθός του Λουτσέκσου, του Ράσταβατς, του Μαντζουράκη, να δουλέψω μόνος μου. Δεν ήθελα να πάω σε ομάδες Γ’ και Δ’ Εθνικής. Δεν σημαίνει ότι ένας καλός παίκτης θα γίνει και καλός προπονητής. Πρέπει να ακούς και να παίρνεις πράγματα από τους γύρω σου. Και μετά φτιάχνεις το δικό σου τρόπο».
«Πεπ και… Μαντζουράκης»
Έχοντας δουλέψει δίπλα σε αναγνωρίσιμα πρόσωπα του ελληνικού ποδοσφαίρου όμως, προς τα που «κλείνει» η φιλοσοφία του; Με ποιον πιστεύει ότι ταιριάζουν τα προπονητικά τους χνώτα; Με τον Μπάγεβιτς ίσως (Ολυμπιακός, ΠΑΟΚ);
«Παγκοσμίως θα έλεγα με τον Πεπ. Δεν θέλω να παρεξηγηθώ, δεν εννοώ ότι του μοιάζω. Ως προς το πως σκεφτόμαστε το ποδόσφαιρο μιλάω. Στην Ελλάδα, θα έλεγα με τον Μαντζουράκη. Με βοήθησε πολύ τακτικά και σαν ποδοσφαιριστής και σαν προπονητής. Ειδικά στο παιχνίδι της αμυντικής λειτουργίας. Για μένα όμως και του το έχω πει, δεν έδινε έμφαση στο επιθετικό σκέλος. Γιατί είχε συνήθως καλούς και δημιουργικούς παίκτες. Δεν γίνεται όμως πλέον έτσι. Να χάνεις τη μπάλα στο κέντρο, όσο άμυνα και να παίζεις, όσο και να αντιστέκεσαι».
«Ο Λουτσέσκου πηγαίνει πάντα με τους παίκτες του, τις επιλογές του»
Στο προπονητικό του step up το 2016 (από τον Ηλυσιακό στην κραταιά τότε Ξάνθη) συνεργάστηκε και με τον Ραζβάν Λουτσέσκου. Έναν άνθρωπο με ισχυρούς συμμάχους αλλά και… εχθρούς. Στο πλευρό του βρέθηκε για 37 παιχνίδια.
«Νομίζω ότι ο τρόπος λειτουργίας μας είναι αρκετά κοντά. Οι σχέσεις του με τους ποδοσφαιριστές. Επενδύει αρκετά σε αυτό, όπως και εγώ. Ο προπονητής δεν πρέπει να έχει τον παίκτη απέναντι, να είναι εχθρός του. Ανεξαρτήτως μεγέθους ονόματος. Ο τεχνικός πρέπει να είναι ‘’φίλος’’ του. Να τον κοιτάει πάντα στα μάτια, να τον χαϊδεύει εκεί που πρέπει και να του βάζει… χέρι όπου απαιτείται. Ο Λουτσέσκου το κάνει αυτό πολύ καλά».
Στα εξωαγωνιστικά, οι δηλώσεις του συνήθως έχουν και… τρίτο ημίχρονο. Αυτός είναι, έτσι λειτουργεί.
«Και στα εξωαγωνιστικά πηγαίνει με τους παίκτες του πάλι, τις επιλογές του. Κέρδισε, έχασε θα τους υποστηρίξει. Μου έλεγε τότε στην Ξάνθη να πω στα παιδιά (σ.σ παίκτες) να πάμε έξω να φάμε και να φέρουν και την οικογένεια τους. Όταν κερδίζαμε δύσκολα, ήθελε να είμαστε όλοι κοντά μεταξύ μας. Είχα το σκεπτικό του και πριν τον γνωρίσω, ενισχύθηκε μαζί του. Τους παίκτες σου πρέπει να τους κερδίζεις. Εκεί χρειάζεται να καταλαβαίνεις όχι μόνο το άθλημα αλλά και από ψυχολογία. Γιατί δεν θα σε γουστάρουν και όλοι μέσα στην ομάδα, δεν γίνεται».
«Υπάρχουν κόμπλεξ στο ελληνικό ποδόσφαιρο»
Η «φιτιλιά» άναψε και όπως συνέβη σε όλη τη συνέντευξη, ζητήθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις. Και από έναν άνθρωπο που δεν έχει μάθει να κρύβεται, ξέρεις ότι θα ακούσεις την αλήθεια.
«Το έχουμε αυτό εδώ στην Ελλάδα, το οποίο εγώ θεωρώ βέβαια απαράδεκτο. Για παράδειγμα, ο Λουτσιάνο έπαιξε τόσα χρόνια στον Ολυμπιακό, και ο προπονητής ή ο οποιοσδήποτε που είναι Παναθηναϊκός, θα του πάει κόντρα. Και πας σαν παίκτης να του ζητήσεις κάτι και δεν το κάνει. Και όλα αυτά λόγω κόμπλεξ, χωρίς λόγο. Είναι πραγματικότητα. Το έχω ζήσει με φροντιστές, ανθρώπους μέσα στα γραφεία. Παντού. Ή επειδή έχεις ένα όνομα και έπαιξες εκεί, καίγεσαι. Όσο ευγενικός και αν είσαι. Εγώ δεν έχω δείξει ποτέ ότι είμαι φανατικός Ολυμπιακός, Πανιώνιος ή Ατρόμητος. Ήμουν και είμαι επαγγελματίας. Είμαι στον Ολυμπιακό, δεν με ενδιαφέρει κανένας άλλος, μέχρι… θανάτου. Έφυγα σήμερα και αύριο είμαι στον Πανιώνιο. Η ζωή μου είναι εκεί, πάει και τελείωσε».
Τα λεγόμενα του Λουτσιάνο, δεν αποτελούν λόγια του… αέρα. Υπάρχουν αποδείξεις, χειροπιαστές. Όπως τότε σαν προπονητής του Ατρομήτου, τη χρονιά του περίφημου πρωταθλήματος του Βάλνερ, που είχε δηλώσει ότι τα πρωταθλήματα πρέπει να παίζονται στο χορτάρι.
«Δεν μπήκα στο τρυπάκι να μιλήσω ευθέως εναντίον ομάδας που έχω παίξει και γνωρίζω πρόσωπα και καταστάσεις. Γενικά δεν μου αρέσει το… κυνήγι στους μικρότερους. Όπως είμασταν εμείς το 2004 με την Ξάνθη που κάποια στιγμή είμασταν στην κορυφή. Και ξεκίνησαν όλοι εναντίον μας. Γιατί τότε παίζαμε ωραίο ποδόσφαιρο. Και έτσι τερματίσαμε 4οι νομίζω. Μπορεί οι σχέσεις με τον Ολυμπιακό να είναι λίγο απομακρυσμένες και αυτό συμβαίνει γιατί είμαι αληθινός. Αν ο Παναθηναϊκός κερδίσει τον Ολυμπιακό δίκαια, θα βγω και θα το πω. Θα πω ότι ήταν καλύτερος και σε κάποιους αυτό δεν αρέσει. Μ’ αρέσει να λέω την πραγματικότητα, δεν μπορώ να κρυφτώ πίσω από το δάκτυλό μου».
«Μπορεί και γι΄ αυτό να είμαι άνεργος»
Ο Λουτσιάνο Ντε Σόουζα αποτελεί μία καθολικά αποδεκτή φυσιογνωμία στο ελληνικό κοινό, είτε συμφωνείς είτε διαφωνείς μαζί του, λόγω της αυθεντικότητάς του. Αναγνωρίζεται η ειλικρίνεια του και αυτό, όσα στραβά κι αν έχει ο Έλληνας φίλαθλος, ξέρει να το διαχωρίζει.
«Όπου και αν έχω πάει, τα πάω καλά με τον κόσμο. Και όπου δεν έχω παίξει επίσης. Με γεμίζει αυτό και δεν μπορώ ούτε και θέλω να αλλάξω. Από εμένα θα ακουστούν αλήθειες, αυτό είναι το σωστό. Μπορεί να έχω παίξει κάποιο ματς στημένο, δεν αρνούμαι κατηγορηματικά. Όμως εγώ δεν το ήξερα σε καμία περίπτωση. Ποιος θα είχε το θράσος να έρθει να μου πει κατάματα, ‘’΄Λουτσιάνο, σήμερα θα κάνεις αυτό ή το άλλο’’. Και να μου το έλεγε, δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω εγώ αυτό. Όποιος και να είναι, όσα λεφτά και να μου δώσει. Τώρα που το σκέφτομαι, μπορεί να έχω μείνει άνεργος και για το λόγο αυτό. Δεν μπορώ να αλλάξω εγώ το χαρακτήρα μου. Ό,τι γίνεται μέσα στο χορτάρι, μπορώ να το επηρεάσω με τις παρεμβολές μου. Έξω, πίσω και στα παρασκήνια αυτού, υπάρχει μόνο η οικογένειά μου. Αλλιώς, κόβω κεφάλια».
Ο Λουτσιάνο Ντε Σόουζα το Γενάρη του 2009 μετά από 14 χρόνια στη χώρα, απέκτησε την ελληνική υπηκοότητα. Παρόλα αυτά το… φλερτ ανάμεσα σε εκείνον και τη «γαλανόλευκη» ήταν αρκετά πρότερο, με τον ίδιο να διευκρινίζει την κατάσταση.
«Όταν ο Ιορντανέσκου ήταν προπονητής (για λίγους μήνες το 1998), είχε πει πως με ήθελε στην Εθνική. Όμως μετά φταίω εγώ. Αν είχα πει στη γυναίκα μου να παντρευτούμε για να πάρω το διαβατήριο, πιθανόν να ήμουν στα γήπεδα της Πορτογαλίας. Αλλά ακόμα και μετά από αυτό μετάνιωσα γιατί δεν το κυνήγησα. Είχα πολύ καλές εμφανίσεις σε δυο τρεις χρονιές με Ξάνθη, Πανιώνιο, Ατρόμητο».
«Αντί να ανέβει το ελληνικό ποδόσφαιρο μετά το Euro του 2004, έγινε χειρότερο»
Στα λεγόμενά του «υπόβοσκε» ένα παράπονο σχετικά με την Εθνική Ελλάδος. Και φυσικά αυτό έχει να κάνει με τον άθλο του 2004..
«Το έχω σκεφτεί, βέβαια. Το έχω κάνει εικόνα. Ακόμα και τώρα. Η Εθνική Ελλάδος του 2004 έκανε ένα τεράστιο θαύμα, κάτι το τρελό. Και πραγματικά σου λέω, πίστεψα πως από τότε το ελληνικό ποδόσφαιρο θα άλλαζε. Έσφαλα και το παραδέχομαι, έπεσα έξω. Αντί να ανεβεί το προϊόν, έγινε χειρότερο σε πολλά κομμάτια».
Αυτή η αλλιώτικη κουβέντα, η πιο ελεύθερη, χωρίς πολλά τετριμμένα, έφτανε στο τέλος της. Και όπως συμβαίνει συχνά σε παίκτες με μακρά καριέρα, υπάρχουν τα καλά που δεν θα ξεχαστούν αλλά και αυτά που μένουν σαν… αγκάθι.
«Δεν μπορώ να χωνέψω το 2004 στην Ξάνθη πως δεν προκριθήκαμε εμείς στον τελικό του Κυπέλλου απέναντι στον Ολυμπιακό. Κερδίσαμε τον Άρη μέσα στο Χαριλάου, πεσμένος Β’ Εθνική τότε ο Άρης και χάσαμε με 2-0 στην έδρα μας. Πραγματικά δεν μπορώ ακόμα να το διανοηθώ. Και μείναμε εκτός τελικού που έγινε στην Πάτρα. Αυτό είναι που δεν μπορώ να το ξεπεράσω ακόμα. Και πιστεύω πραγματικά ότι μπορεί και να το σηκώναμε τότε. Είμασταν ποιοτική ομάδα, δουλεμένη. Εκείνη τη σεζόν που τερματίσαμε 4οι και είχα βγει και καλύτερος ξένος του πρωταθλήματος. Και δυο χρονιές συνεχόμενες που ήμουν δεύτερος σκόρερ πίσω από Λυμπερόπουλο και Σαλπιγγίδη».
«Δίκαιη πρωταθλήτρια η ΑΕΚ πέρυσι»
Με την καινούργια σεζόν ακόμα στα… σπάργανά της, ένας μίνι - απολογισμός των όσων είδαμε πέρυσι στο μικρόκοσμο του ελληνικού ποδοσφαίρου, ήταν υπεραπαραίτητος.
«Το πήρε δίκαια η ΑΕΚ πέρυσι.. Έπαιξε διαφορετικό ποδόσφαιρο, πράγματα που δεν περίμενε κανένας. Περίμενε δηλαδή κανείς πριν αρχίσει η περίοδος πως θα πρέσαρε τον αντίπαλο όπου και να έπαιζε; Μέσα στο Καραϊσκάκης ας πούμε. Και οι άλλοι δεν ήταν προετοιμασμένοι με αυτό. Οι αλλαγές προπονητών και το μεγάλο ρόστερ δεν έκανε καλό στον Ολυμπιακό. Δεν είναι εύκολο. Ο Παναθηναϊκός έχασε δρόμο με τη μεγάλη… κοιλιά που έκανε, ενώ ο ΠΑΟΚ δεν ήταν σταθερός. Ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο. Δεν μπορούσε έτσι να διεκδικήσει κάτι παραπάνω».
«Ο Πάολο Φερνάντες έχει το κάτι παραπάνω»
Μιλώντας και για πρόσωπα, η ΑΕΚ είχε την… τιμητική της στο φαντεζί και όχι μόνο μυαλό του Λουτσιάνο Ντε Σόουζα.
«Ξεχώρισα τους Λιβάι Γκαρσία και Πινέδα. Για μένα όμως, ο παίκτης που είχα πολλά χρόνια να δω στη χώρα και μου άρεσε πραγματικά ήταν ο Πάολο Φερνάντες. Παρόλο που δεν πήρε πολλές ευκαιρίες, άλλο και το επίπεδο του Βόλου και άλλο της ΑΕΚ βέβαια, είναι ένα παιδί που έχει το κάτι παραπάνω.