Ο στίβος είναι γνωστό πως δεν συμπεριλαμβάνεται στα πιο δημοφιλή αθλήματα. Οι ιστορίες όμως που «γεννιούνται» μέσα από τον κλασσικό αθλητισμό μένουν για πάντα… ανεξίτηλες. Μία τέτοια ιστορία διηγήθηκε η Αθανασία Τσουμελέκα στο BN Sports, για την ημέρα που έγινε χρυσή ολυμπιονίκης.
Συνέντευξη στον Άγγελο Κρεμαστό
Σχεδόν δύο δεκαετίες έχουν περάσει από τότε που η Αθανασία Τσουμελέκα γέμισε με υπερηφάνεια ολόκληρη την χώρα, χάρις την τρομερή επίδοση της στα 20 χιλιόμετρα βάδην. Ήταν 23 Αυγούστου του 2004 και η Αθανασία με το πείσμα την επιμονή αλλά και την υπομονή της, ανέβηκε στο υψηλότερο σκαλί του βάθρου, φόρεσε το χρυσό της μετάλλιο και άκουσε ένα ολόκληρο στάδιο να τραγουδάει τον Εθνικό ύμνο. Όλα αυτά ήταν για εκείνη, για μία άγνωστη, όπως η ίδια πίστευε. Βέβαια εκ του αποτελέσματος μόνο απαρατήρητη δεν ήταν, καθώς ο ελληνικός λαός την σήκωσε στους ώμους του (κυριολεκτικά) μετά το χρυσό, γνωρίζοντας την αποθέωση, την οποία και άξιζε.
Η Αθανασία Τσουμελέκα μίλησε στο BN Sports για τον «άθλο» του 2004, την δύναμη που πήρε από οικεία πρόσωπα, τον πατέρα της που έτρεχε μαζί της μετά το τετραπλό bypass, αλλά και για το κομμωτήριο που έψαχνε λίγες ώρες πριν την απονομή του χρυσού μεταλλίου, με σκοπό να της στρώσει το… αγορέ μαλλί, που μέχρι εκείνη την στιγμή όμως δεν την απασχολούσε και ιδιαίτερα.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 σκοπός σας ήταν να ανεβείτε στο βάθρο ή είχατε στοχεύσει απευθείας στο χρυσό μετάλλιο;
«Όταν πηγαίνεις γενικά σε έναν αγώνα, πας πάντα με σκοπό να αγωνιστείς με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Άλλωστε δεν γνωρίζεις και ακριβώς τις δυνατότητες των άλλων αθλητών και αθλητριών, οπότε πας για να δώσεις τον καλύτερο σου εαυτό. Πρέπει να είσαι ικανός να ακολουθήσεις την κούρσα και ότι βγει. Το 2004 υπήρχε το χρυσό μετάλλιο στο μυαλό μου. Το είχα συζητήσει και με τον προπονητή μου τότε στο Καρπενήσι που έκανα προετοιμασία και μάλιστα θυμάμαι να τον ρωτάω ‘σκέφτεσαι ποια μπορεί να κάνει καλύτερη επίδοση από εμένα;’. Ο ίδιος βέβαια θέλησε να με επαναφέρει στην τάξη και μου απάντησε πως η Ιβάνοβα από την Ρωσία δεν έχει χάσει ποτέ. Εμένα όμως πάντα υπήρχε στο μυαλό μου. Αν και πιστεύω πως αν δεν έχεις δουλέψει μέσα σου την νίκη, σε οποιοδήποτε θέμα, όχι μόνο στον αθλητισμό, δεν γίνεται. Αν δεν έχεις στο μυαλό σου αυτό που θες να κάνεις δεν μπορείς να το καταφέρεις. Μετράει σαφώς και η προπόνηση που έχεις κάνει. Θυμάμαι άλλωστε στο 19ο χιλιόμετρο λίγο πριν μπούμε στο στάδιο το 2004 όλες ήμασταν πολύ κουρασμένες, κρίθηκε όμως στο πόσο καλά το είχα δουλέψει στο μυαλό μου. Δεν ήταν πως ήμουν η ικανότερη, απλά το είχα δουλέψει πολύ περισσότερο μέσα μου και το ήθελα πάρα πολύ καθώς δεν το είχα ξανακάνει κιόλας».
Η εικόνα του πατέρα σας να τρέχει μαζί από δίπλα παρά το χειρουργείο του, πόσο δύναμη σας έδωσε για να κόψετε πρώτη το νήμα του τερματισμού;
«Μόνο στην σκέψη της ανάμνησης αυτής ανατριχιάζω ήδη. Ήταν μία πολύ έντονη στιγμή, καθώς όσο εγώ ήμουν στην Αφρική τον χειμώνα, ο μπαμπάς μου είχε κάνει ένα τετραπλό bypass, οπότε ήταν χειρουργημένος και όπως είναι λογικό δεν ήταν σε πολύ καλή ψυχολογική κατάσταση εκείνο το διάστημα. Ξαφνικά όμως τον είδα να τρέχει πλάι μου σε μία ταχύτητα περίπου 14 χιλιόμετρα την ώρα και συνειδητοποίησα πόσο μεγάλη είναι η ντόπα της χαράς. Εννοείται μου έδωσε μεγάλη δύναμη, αλλά εκείνη την ώρα δεν το συνειδητοποιείς. Σαν να μαζευόταν η δύναμη από μέσα μου, σαν τους Power Rangers ένα πράγμα (γέλια). Μου μετέφερε δύναμη, αυτό ένιωσα».
Τα συναισθήματα που νιώσατε όταν τερματίσατε πρώτη και την στιγμή της απονομής του χρυσού μεταλλίου, πόσο διαφορετικά ή και όμοια ήταν;
«Οι δύο στιγμές είναι τελείως διαφορετικές η μία με την άλλη. Στον τερματισμό ο προπονητής μου με ρώτησε ‘έχεις καταλάβει τι έκανες μόλις;’. Εγώ σε κάθε αγώνα και σε κάθε προπόνηση έδινα τον καλύτερο μου εαυτό. Ήμουν απόλυτα συγκεντρωμένη και δεν με ενδιέφερε πως ήταν Ολυμπιακοί αγώνες. Με βοήθησε όμως σίγουρα η δύναμη του κόσμου και η δύναμη της δικής μου θέλησης. Το ότι ήταν όμως στην Ελλάδα το έκανε πολύ πιο δύσκολο καθώς όλος ο κόσμος περιμένει πολλά από εσένα. Ο τερματισμός είχε την συγκίνηση πως μόλις ολοκλήρωσα κάτι πάρα πολύ δύσκολο. Σαν να σου βάζουν το κεφάλι κάτω από το νερό και όταν βγαίνεις στην επιφάνεια νιώθεις την ανακούφιση από το οξυγόνο. Στον τερματισμό λειτουργούσα αυτόματα, έκανα ότι κάνουν συνήθως όλοι, για παράδειγμα έψαχνα μία ελληνική σημαία να φορέσω χωρίς όμως να το σκέφτομαι. Στην απονομή ήταν κάτι τελείως διαφορετικό, για αρχή δεν είχα καταλάβει πως με αναγνωρίζει ο κόσμος. Θυμάμαι να δίνω ραντεβού με τους γονείς μου στον σταθμό Ειρήνης για να τους δώσω εισιτήριά για την απονομή και ξαφνικά βρέθηκα να με κυκλοφορούν άνθρωποι πάνω στα χέρια τους στον περίγυρο του Ολυμπιακού Σταδίου. Σε μία τέτοια κατάσταση με βρήκαν οι γονείς μου (γέλια). Στην απονομή ήταν τελείως διαφορετικά, είχα δώσει στοίχημα με τους συναθλητές μου ότι δεν θα κλάψω, το έχασα σαφώς. Εκεί ήρθαν άλλα συναισθήματα, ήμουν πιο ήρεμη και η συγκίνηση ήταν μεγάλη. Ο Εθνικός ύμνος προερχόταν από τα στόματα χιλιάδων Ελλήνων και ο στοίχος ακουγόταν πιο δυνατά από την μουσική, τόσο δυνατά που ήταν σαν να έβγαινε από την ψυχή όλων, κάτι που δεν θα γινόταν στο εξωτερικό. Ήταν τεράστια συγκίνηση και οι αντιδράσεις μου δεν ήταν μηχανικές όπως όταν ζήταγα την σημαία, ήταν καθαρά δικές μου».
Η υποστήριξη του κόσμου πιστεύετε πως επηρέασε την απόδοση σας;
«Το ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες γινόντουσαν στην Ελλάδα μου δημιούργησε άγχος πριν την εκκίνηση του αγώνα. Θέλεις να ικανοποιήσεις τον κόσμο που πήρε το λεωφορείο και ήρθε από την Πρέβεζα για να σε δει. Εδώ στην επαρχεία μας έχουν μάθει πως ότι παίρνεις, πρέπει να δίνεις το διπλάσιο. Το άγχος μου ήταν πως πρέπει να αποζημιώσω τον κόσμο που ήρθε εδώ. Από την στιγμή όμως που μπήκα στο Ολυμπιακό Στάδιο και έφτασα στα τελευταία χιλιόμετρα, ήξερα σε κάθε γωνία ποιος είναι και ποιον θα συναντήσω, ήταν πραγματικά τρομερό. Ήξερα στην γωνία αυτή είναι οι γονείς μου, παρακάτω ο Σπύρος με την αδελφή μου, πιο κάτω η κυρία Φωτεινή που με γύμναζε στο γυμνάσιο, παρακάτω ο Δημήτρης ο πρώτος μου έρωτας, δηλαδή ήταν όλο πολύ οικείο και με έκανε να χαμογελάω ξεχνώντας την κούραση που υπήρχε».
Ακόμη και μετά από 19 χρόνια, πόσο συχνά βλέπετε το βίντεο του τερματισμού και της απονομής του μεταλλίου;
«Το βιντεάκι με το τερματισμό και την απονομή άργησα να το δω γιατί ντρεπόμουνα και συγκινούμουν πάρα πολύ. Όταν πήγαινα σε σχολεία και το έβαζαν, το έβλεπα λίγο αναγκάστηκα και μετά μίλαγα στα παιδιά συγκινημένη χωρίς να λέω αυτά που ήθελα να τους πω πριν παίξει το βίντεο, με επηρέαζε πάρα πολύ. Πλέον έχω εξοικειωθεί και το βλέπω με μεγαλύτερη χαρά παρά συγκίνηση, σαν να το έχω αποδεχθεί πλήρως πως συνέβη. Όταν το βλέπω μου βγαίνει ένα ‘κοίτα το διαβολοκόριτσο τι πήγε και έκανε’ (γέλια). Είχα και ένα μαλλί κοντοκουρεμένο γιατί ήταν 15 Αυγούστου, δεν μας ενδιέφερε σαφώς η εμφάνιση εκείνη την στιγμή. Επειδή τέτοιες μέρες δεν λειτουργούσε τίποτα, βρήκα ένα μπαρμπέρικο στο κέντρο της Αθήνας και είχα μία φαβορίτα αντρική. Βρήκα ευτυχώς πριν την απονομή στο Ολυμπιακό Στάδιο ένα κομμωτήριο να το φτιάξουν έστω και λίγο μην πήγαινα έτσι να πάρω το μετάλλιο μου (γέλια)».
Πόσο τυχαίο μπορεί να είναι πως τα τελευταία 20 χρόνια η Ελλάδα έχει βγάλει δύο τεράστιες αθλήτριες του βάδην; Εσάς και την κυρία Αντιγόνη Ντρισμπιώτη.
«Δεν είναι καθόλου τυχαίο, καθώς με την Αντιγόνη συναγωνιζόμασταν. Τα κατορθώματα της Αντιγόνης έχουν οδηγήσει πιτσιρίκια να έρχονται με σκοπό να τα προπονήσω και να μάθουν το βάδην, που ίσως είναι και το σημαντικότερο αποτέλεσμα των επιτυχιών της. Χαίρομαι πολύ για αυτήν και είναι πραγματικά εξαιρετική. Στην Ελλάδα εξαιτίας των καιρικών συνθηκών είναι δύσκολο να κάνεις αθλήματα αντοχής. Όταν όμως υπάρχει παρέα βοηθάει, όπως βοήθησε και εμένα στις δυνατές μου προπονήσεις. Με τον Θοδωρή Σταματόπουλο και τον Σπύρο Καστάνη προπονούμασταν μαζί καθώς το βάδην είναι ένα πολύ μοναχικό άθλημα».