Το εγχείρημα ήταν δύσκολο και ταυτόχρονα πολλά υποσχόμενο. «Έσυρε» στην Ελλάδα τη φήμη του διαδόχου του… μάγου του Πειραιά, Τζιοβάνι και για ένα χρόνο τη συντρόφευε με τις εμφανίσεις του, όμως κάπου στην πορεία την εγκατέλειψε για τα καλά. Ο Λουίς Ντιόγκο ανοίγει την καρδιά του στο BN Sports και θυμάται τις μέρες του στον Ολυμπιακό. Το περιστατικό με τον Πάμπλο Γκαρσία, η πρόταση από την Τσέλσι, τα ξενύχτια και ο Παναθηναϊκός που δύσκολα θα έπαιρνε το νταμπλ αν ήταν υγιής εκείνος και ο Γκαλέτι.
Συνέντευξη στον Μάνο Φυρογένη
Ο εκλεκτός, ο συνεχιστής διά στόματος του ιδίου. «Τι θα γινόταν αν ο Ντιόγκο… (συνεχίστε τη φράση)». Πόσες και πόσες φορές το έχουν αναρωτηθεί/ψιθυρίσει οι φίλοι του Ολυμπιακού όταν φέρνουν στο μυαλό τους τον Βραζιλιάνο εκείνο σέντερ φορ με τις μπούκλες που στα 21 του πήρε το αεροπλάνο για την Ελλάδα με σκοπό η επιθετική γραμμή του Πειραιά να χορέψει και πάλι… σάμπα; Το έργο του απαιτητικό και δύσκολο. Έπρεπε να δικαιολογήσει ένα «σκασμό» λεφτά (9 εκατομμύρια ευρώ) και την ίδια στιγμή να βγάλει αληθινό έναν συμπατριώτη του που συνδέθηκε όσο κανένας άλλος με το μεγάλο Λιμάνι και αγαπήθηκε παθολογικά από την «ερυθρόλευκη οικογένεια». Τον Τζιοβάνι Σίλβα ντε Ολιβέιρα.
«Ο Ντιόγκο είναι μεγάλος παίκτης. Παικτούρα όπως λέτε στην Ελλάδα. Πιστεύω ότι μπορεί να γίνει ο διάδοχος μου στον Ολυμπιακό και του το εύχομαι», ήταν τα λόγια του μεγάλου Ζίο για τον τρίτο πιο δαπανηρό παίκτη που φόρεσε τα «ερυθρόλευκα». Όπως γίνεται αντιληπτό οι απαιτήσεις αυξήθηκαν και οι οφθαλμοί του απαιτητικού κόσμου του Ολυμπιακού, στράφηκαν πάνω του με το… καλημέρα. Εκείνος όμως δεν «μάσησε», όχι τουλάχιστον την πρώτη του χρονιά, βγάζοντας αληθινούς και με το παραπάνω όσους μιλούσαν για έναν σκόρερ ολκής.
Όσο εύκολα όμως αγαπήθηκε ο Ντιόγκο στο Λιμάνι, άλλο τόσο η φήμη του αποδομήθηκε. Τραυματισμοί, κακή αγωνιστική κατάσταση, ξενύχτια. Απ’ όλα είχε ο… μπαχτσές του Βραζιλιάνου άσου από το καλοκαίρι του 2009 και μετά, γεγονότα που δεν τον άφησαν ποτέ να αντιστρέψει το κλίμα και να διαπρέψει όχι μόνο στη θάλασσα του Πειραιά αλλά και γενικότερα στη «γηραιά ήπειρο».
Πλέον στα 36 του, αποτραβηγμένος εδώ και αρκετά χρόνια στην Ταϊλάνδη και τη Μαλαισία, ζει και παίζει ποδόσφαιρο σαν… βασιλιάς. Το BN Sports είχε μία συζήτηση με φόντο τα παλιά με τον Λουίς Ντιόγκο και φέρνει στο «φως» τις Ολυμπιακές του μέρες, τους λόγους που ο ευτυχής… γάμος του με τους «ερυθρόλευκους» απέτυχε, το σόου με τη Μπενφίκα, την πρόταση της Τσέλσι, το περιστατικό με τον Πάμπλο Γκαρσία (εκτός φάσης μπουνιά του Ουρουγουανού), το κλάμα μετά την κόκκινη στο Ισραήλ και άλλα πολλά. Ένα από τα μεγαλύτερα βραζιλιάνικα what if που πάτησαν ποτέ το πόδι τους στα μέρη μας, για όλους και για όλα…
«Συμβουλεύτηκα Λεονάρντο και Ντουντού πριν δεχτώ – Η μητέρα μου είχε εντυπωσιαστεί με τις προπονητικές εγκαταστάσεις»
«Βουτιά» στο χρόνο 15 χρόνια πίσω. Οι σκάουτερς στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού έκαναν λόγο για έναν επιθετικό με εξαιρετική αίσθηση του γκολ, τον οποίο τα σύνορα της Βραζιλίας δεν μπορούσαν να κρατήσουν. Μόλις είχε κλείσει τα 21 του χρόνια ο πρώτος σκόρερ της Β’ κατηγορίας του βραζιλιάνικου πρωταθλήματος και οι «μνηστήρες» που περιτριγύριζαν τόσο εκείνον όσο και τη Πορτουγκέζα, δεν ήταν λίγοι.
«Δεν είχα προσφορές μόνο από τον Ολυμπιακό. Είχα δεχτεί τότε κρούσεις τόσο από τη Λοκομοτίβ Μόσχας όσο και από την Άρσεναλ. Παρόλα αυτά, μια επίσκεψη της μητέρας μου στην Ελλάδα ήταν αρκετή για να γύρει η πλάστιγγα» ήταν το αρχικό σχόλιο του Ντιόγκο, ενθυμούμενος τις μέρες εκείνες και πως πήρε την απόφαση να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο για τα μέρη μας.
«Είχα μιλήσει με τον Λεονάρντο, με τον οποίο ήμασταν συμπαίκτες στη Πορτουγκέζα και με τον Ντουντού, προτού αποφασίσω. Τους είχα συμβουλευτεί, μου είχαν πει τα καλύτερα. Επίσης η μητέρα μου είχε εντυπωσιαστεί από τις εγκαταστάσεις του συλλόγου και από το πρότζεκτ που είχαν στον Πειραιά για εμένα. Θεωρήσαμε ότι ήταν η καλύτερη επιλογή και έτσι αποδέχτηκα την πρόταση του Ολυμπιακού».
Παίρνοντας το δρόμο για την Ελλάδα και παρότι η αλλαγή μόνο εύκολη δεν ήταν, ο 21χρονος τότε Λουίς Ντιόγκο είχε νιώσει εξ’ αρχής οικεία. Και ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά δεν ξεχνάει το ντεμπούτο το με την «ερυθρόλευκη» σε επίσημο παιχνίδι.
«Πριν καν έρθω είχα αρχίσει να διαβάζω πράγματα για τη χώρα σας. Και όσο έζησα εκεί, είδα και γνώρισα αρκετά διαφορετικά μέρη, έκανα πολλά διαφορετικά πράγματα. Η Ελλάδα είναι μία απίστευτη χώρα, την έχω πάντα στην καρδιά μου. Και ο κόσμος του Ολυμπιακού με υποδέχθηκε εγκάρδια. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το ντεμπούτο μου. Ήταν με τον Αστέρα Τρίπολης στο γήπεδο Καραϊσκάκη. Τι υπέροχο συναίσθημα».
«Ήθελα να αποδείξω στους ανθρώπους του Ολυμπιακού πως έκαναν καλά που με εμπιστεύθηκαν»
Ο Ντιόγκο προσαρμόστηκε πολύ γρήγορα στην ελληνική πραγματικότητα και τις ανάγκες του Ολυμπιακού, γεγονός που φάνηκε από το πρώτο κιόλας διάστημα παραμονής του στα μέρη μας: «Προσαρμόστηκα γρήγορα. Ένιωσα άνετα από την αρχή, είχα κίνητρο για να αποδείξω ότι οι άνθρωποι του Ολυμπιακού έκαναν καλά που με εμπιστεύθηκαν και όταν αυτό βγήκε και στο χορτάρι, μου έδωσε ακόμα μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση».
«Λάτρης της λεπτομέρειας ο Βαλβέρδε – Απαιτητικές οι προπονήσεις μαζί του»
Ο Ερνέστο Βαλβέρδε ήταν ο πρώτος προπονητής που βρήκε στην Ελλάδα, φωτογραφίζοντάς τον ως τον κύριο υπεύθυνο της αγωνιστικής ανόδου των Πειραιωτών και του θελκτικού, στο μάτι, ποδοσφαίρου. «Ο Βαλβέρδε είναι σπουδαίος προπονητής, μεγάλο όνομα. Είχα πάρα πολύ καλή σχέση μαζί του εξ’ αρχής. Με πίστεψε. Εκείνος ήταν ο κύριος υπεύθυνος της εικόνας που παρουσιάζαμε στο γήπεδο. Θυμάμαι ακόμα τις απαιτητικές προπονήσεις μαζί του. Ήταν λάτρης της λεπτομέρειας. Δουλέψαμε σκληρά εκείνη τη χρονιά και είχαμε πολύ καλή ομάδα, ποιοτική. Γι’ αυτό ήρθε και το νταμπλ και οι καλές εμφανίσεις στην Ευρώπη».
Ένα από τα παιχνίδια που δεν λησμονούνται από τους φίλους των «ερυθρολεύκων» στην ευρωπαϊκή τους ιστορία, είναι ο θρίαμβος εκείνης της χρονιάς με τη Μπενφίκα (5-1). Και στην αναμέτρηση εκείνη, ο Λουίς Ντιόγκο πραγματοποίησε πιθανότατα την καλύτερη εμφάνισή του με το «δαφνοστεφανομένο» στο στήθος (δύο γκολ σε 69’), απέναντι μάλιστα σε δύο ποιοτικούς συμπατριώτες του.
«Τι να πω για εκείνο το παιχνίδι; Όλα μας πήγαιναν πρίμα. Κάναμε ένα φανταστικό ματς, όλη η ομάδα έκανε εξαιρετική δουλειά. Το θυμάμαι ακόμα. Μετά το τέλος του παιχνιδιού είχα και μία σύντομη συνομιλία με τους Νταβίντ Λουίζ και Λουιζάο. Δεν είχαν και πολύ όρεξη για κουβέντες. Τον Λουίζ τον ήξερα από την U-20 της Εθνικής Βραζιλίας».
«Με… μάγεψε ο κόσμος του Ολυμπιακού»
Έχοντας ιδιαίτερα καλή σχέση με όλους τους συμπαίκτες του και χωρίς να μπορεί να ξεχωρίσει κάποιον ως πιο… αγαπημένο του/καλύτερο, όπως τόνισε, ο Βραζιλιάνος σέντερ φορ, στάθηκε στον κόσμο της ομάδας. «Το πάθος τους, η ένταση που ζούσαν κάθε στιγμή. Ένιωσα πως ήταν τρελοί για τον Ολυμπιακό και αυτό με… μάγεψε. Ένιωσα πολύ αγάπη από τους πρώτους μήνες χάρις τις εμφανίσεις μου. Θα τους είμαι αιώνια ευγνώμων».
Πέρα από τα ήδη φτασμένα, στο ποδοσφαιρικό στερέωμα, ονόματα που είχαν οι Πειραιώτες εκείνη τη σεζόν (2008-09) στην μεσοεπιθετική τους γραμμή, υπήρχε και εκείνο του Σεμπαστιάν Λέτο. Ο Αργεντινός έψαχνε αγωνιστικό ρυθμό παίζοντας δανεικός από κοτζάμ Λίβερπουλ και την επόμενη χρονιά «διέβη το Ρουβίκωνα», με τον Ντιόγκο να βάζει τον εαυτό του στη θέση του.
«Τον θυμάμαι τον Σέμπι. Είχε δείξει πράγματα, ήταν πολύ καλός τεχνικά. Ξέρετε, είμαστε επαγγελματίες, το ποδόσφαιρο είναι η δουλειά μας. Έτσι είναι ο χώρος μας. Καταλαβαίνω πως υπήρχε ειδικά τότε μεγάλη κόντρα ανάμεσα σε Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό. Εγώ δεν ξέρω τι θα έκανα στη θέση του, είναι δύσκολο να απαντήσω. Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα για τη στιγμή που δεν θα άλλαζα, είναι ότι θα παρέμενα στον Πειραιά».
«Εξαιρετικός άνθρωπος ο Τζιοβάνι»
Φυσικά δεν γινόταν να μην ερωτηθεί για τον Τζιοβάνι. «Η ποδοσφαιρική του αξία είναι εγνωσμένη, δεν χρειάζεται να την ακούσετε από εμένα. Την ξέρουν και οι φίλοι του Ολυμπιακού καλά. Εγώ αυτό που μπορώ να πω για εκείνον είναι και η αξία του ως άνθρωπος. Εξαιρετικός χαρακτήρας, είχαμε συναντηθεί κάποιες φορές».
«Υπήρχε πρόταση από την Τσέλσι»
Όσον αφορά τις φήμες περί πρότασης της Τσέλσι για τον «Μεσσία», όπως ο ερυθρόλευκος Τύπος της εποχής τον χαρακτήριζε ενίοτε, αυτές επιβεβαιώθηκαν διά στόματος του ίδιου του πρωταγωνιστή. «Ναι υπήρχε πρόταση και επικοινωνία με την Τσέλσι».
Τη δεύτερη χρονιά του στο (2009-10) Λιμάνι, άλλαξαν πολλά. Ο Βαλβέρδε έφυγε στην πρώτη του θητεία, ο ίδιος γύρισε με παραπανίσια κιλά για την προετοιμασία και ο Ολυμπιακός δεν διατηρήθηκε στην κορυφή, με την ομάδα να έχει πάρει την κατιούσα σε σύγκριση με την περασμένη περίοδο. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έριξαν το φταίξιμο της πτώσης του Ντιόγκο στα… ξενύχτια.
«Έβγαινα σε κλαμπ, δεν θα το αρνηθώ»
«Σίγουρα θα ήταν καλύτερα τα πράγματα αν συνέχιζε ο Βαλβέρδε. Τη δεύτερη χρονιά μου είχα πολλούς τραυματισμούς και έκανα κάποιες κακές επιλογές. Ήταν πολύ δύσκολη περίοδος για εμένα διότι όλοι περίμεναν, μεταξύ αυτών και εγώ, πως θα τα πήγαινα καλύτερα από την πρώτη. Ήμουν πολύ μικρός ηλικιακά και έβγαινα σε κλαμπ και νυχτερινά μαγαζιά κάποιες φορές ναι, δεν θα το αρνηθώ. Αλλά δεν ήταν και τόσο συχνά όσο νομίζετε. Όλα πρέπει να υπάρχουν στη ζωή, όμως κάτω από την… ομπρέλα της ισορροπίας. Μπορείς να απολαύσεις όσα αυτή σου προσφέρει αρκεί να ξέρεις πότε πρέπει να σταματήσεις».
«Δεν ξέρω αν ο Παναθηναϊκός θα έκανε το νταμπλ το 2010 αν είμασταν υγιείς εγώ και ο Γκαλέτι»
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι πέρα από τις φήμες και την αστάθεια στην τεχνική ηγεσία (Κετσπάγια, Ζίκο, Μπάντοβιτς) οι συχνοί τραυματισμοί βασικών «γραναζιών» όπως εκείνου και του Γκαλέτι, δεν άφηναν τον Ολυμπιακό να ορθοποδήσει.
«Θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε σίγουρα περισσότερο αν είμασταν καλύτερα εγώ και ο Γκαλέτι. Δεν ξέρω αν ο Παναθηναϊκός θα έπαιρνε εκείνο το νταμπλ αν είμασταν υγιείς. Δεν μπορείς να αλλάξεις ό,τι συνέβη πλέον αλλά μου φαντάζει δύσκολο».
Η ομάδα δεν είχε τη σταθερότητα της περασμένης περιόδου και μέσα στα αποδυτήρια, γεγονός που αποτυπώθηκε και σε έναν καυγά του με το Γιάννη Παπαδόπουλο. «Είχαμε τσακωθεί σε μια προπόνηση, είχαμε πιαστεί στα χέρια. Αυτό όμως ανήκει στο παρελθόν και του εύχομαι ό,τι καλύτερο», είπε.
«Είχα ρίξει αγκωνιά στον Γκαρσία»
Ποιος μπορεί να ξεχάσει βέβαια τον διαπληκτισμό του με τον… θερμόαιμο Πάμπλο Γκαρσία σε ένα ντέρμπι Ολυμπιακός-ΠΑΟΚ στο «Γ. Καραϊσκάκης»; Ο Λουίς Ντιόγκο θυμάται.
«Μου άρεσε να παίζω κόντρα στον ΠΑΟΚ, τα πήγαινα και καλά συνήθως. Είχαν ένταση τα ματς μας. Ο Γκαρσία ήταν ένας παίκτης που αγωνιζόταν πολύ δυνατά, αυτός ήταν ο τρόπος του και με πείσμωνε αυτό. Σε εκείνο το ματς όντως του είχα ρίξει αγκωνιά νωρίτερα και είχαν σπάσει δύο δόντια του. Δεν θα το άφηνε έτσι να περάσει αλλά δεν περίμενα και αυτή του την αντίδραση. Έπρεπε να φάει κόκκινη», ξεκαθάρισε και τόνισε πως δεν έχουν μιλήσει από τότε.
«Δεν είμασταν δεμένοι με τον Μαρινάκη όπως με τον Κόκκαλη»
Ο Ντιόγκο Λουίς Σάντο, έζησε και την αλλαγή σκυτάλης στο διοικητικό θώκο της ομάδας, παραθέτοντας τις σχέσεις του με τους δύο ισχυρούς άνδρες του συλλόγου.
«Με τον Σωκράτη Κόκκαλη είμασταν δεμένοι, είχαμε εξαιρετικές σχέσεις. Με τον Βαγγέλη Μαρινάκη όχι και τόσο, ωστόσο πρέπει να τονίσω πόσο σπουδαία πράγματα έχει κάνει για τον Ολυμπιακό. Του εύχομαι πάντα επιτυχίες σε ό,τι και να κάνει».
Στο ξεκίνημα της τρίτης χρονιάς, όλα έδειχναν να μπαίνουν και πάλι στον ίσιο δρόμο για εκείνον, όντας αναγεννημένος στα προκριματικά του Europa League και βοηθώντας ουσιαστικά τον Ολυμπιακό. Παρόλα αυτά οι Πειραιώτες δεν ξεπέρασαν το εμπόδιο της Μακάμπι Τελ Αβίβ, ο ίδιος πήρε κόκκινη στο φινάλε εκείνης της ρεβάνς στο Ισραήλ με τον Ολυμπιακό να ψάχνει ένα γκολ για να προκριθεί και όλα στράβωσαν.
«Έκλαψα πολύ μετά το Ισραήλ και τον αποκλεισμό – Ο Βαλβέρδε με ήθελε στην ομάδα»
«Όλα έδειχναν ιδανικά. Ξεκίνησα πραγματικά καλά την τρίτη μου χρονιά στον Πειραιά, ήμουν πολύ συγκεντρωμένος και εξαιρετικά προετοιμασμένος για να κάνω εξαιρετική δουλειά. Όμως αποκλειστήκαμε στο Ισραήλ. Το θυμάμαι χαρακτηριστικά εκείνο το παιχνίδι, δεν παίξαμε καλά σαν ομάδα. Ήταν μια στενάχωρη μέρα, έκλαψα πολύ όταν γύρισα σπίτι. Νομίζω πως αν είχαμε προκριθεί στους ομίλους δεν θα έφευγα. Έτσι όμως εξελίχθηκαν τα πράγματα πήρα την απόφαση να επιστρέψω στην πατρίδα μου. Είχα συνάντηση με τον Μαρινάκη όταν γυρίσαμε, ναι. Και με το Βαλβέρδε. Ο κόουτς με ήθελε στην ομάδα, εισηγήθηκε την παραμονή μου όμως προτιμούσα να γυρίσω στη Βραζιλία εκείνη την περίοδο».
Ωστόσο παρά την επιστροφή στην πατρίδα και την εμπιστοσύνη που του έδειξαν δύο πολύ μεγάλα μεγέθη, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμενε και η «αναγέννηση» που τόσο πολύ είχε ανάγκη, δεν ήρθε ποτέ.
«Στη Φλαμένγκο υπήρχε μια πολύ περίπλοκη κατάσταση στα ενδότερα του συλλόγου και αυτό μας επηρέασε όλους και στην απόδοσή μας στο γήπεδο. Με τη φανέλα της Σάντος, ξεκίνησα πολύ καλά, αλλά είχα έναν πολύ σοβαρό τραυματισμό στην πλάτη, ο οποίος και μου έκανε ζημιά», είπε για το come back στην πατρίδα και πρόσθεσε για τη συνύπαρξή του με τον Νεϊμάρ. «Ήταν από τότε σταρ, μεγάλο ταλέντο. Είχαμε πολύ καλή σχέση».
«Αν μπορούσα να γυρνούσα το χρόνο πίσω, δεν θα επέστρεφα στη Βραζιλία»
Μετά τους δανεισμούς του ωστόσο στη «χώρα του καφέ» επέστρεψε στον Ολυμπιακό για μία δεύτερη ευκαιρία την οποία και δεν πήρε ποτέ, αγωνιστικά, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Δεν είχα πολλές ευκαιρίες όταν γύρισα. Τα περίμενα αλλιώς τα πράγματα. Πάντως αν είχα τη δυνατότητα να γύριζα το χρόνο πίσω, δεν θα επέστρεφα στη Βραζιλία. Είχα κάνει πολύ καλή προετοιμασία με τον Ολυμπιακό τότε και πιστεύω θα ήταν η καλύτερη μου σεζόν».
«Έκανα λάθη αλλά δεν μπορείς να το ξέρεις τότε»
Η ζωή, όπως και ο αθλητισμός είναι αποφάσεις. Και ο Λουίς παραδέχθηκε πως δεν έπαιρνε και πάντοτε τις πιο σωστές. «Έκανα λάθη. Τότε όμως δεν το ξέρεις. Δεν μπορείς να προβλέψεις το μέλλον, πως θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα αν έκανα μεγαλύτερος και πιο ώριμος το βήμα για την Ευρώπη και την Ελλάδα. Μαθαίνεις από αυτά και εξελίσσεσαι τόσο σαν επαγγελματίας όσο και σαν άτομο».
Παρά τις όποιες δυσκολίες ωστόσο, ο Βραζιλιάνος άσος τόνιζε και ξανατόνιζε πόσο καλά πέρασε στον τόπο μας και τι του έχει λείψει περισσότερο. «Θυμάμαι τα πάντα. Την Ελλάδα την έχω μέσα στην καρδιά μου, είναι μια υπέροχη χώρα και εκτός του Ολυμπιακού, του γηπέδου και των υποστηρικτών της ομάδας, από τους οποίους ακόμα λαμβάνω κάποια μηνύματα, αυτό που μου έχει λείψει πραγματικά είναι το σουβλάκι (σ.σ Γέλια)».
Οδεύοντας προς το φινάλε της μακροσκελής κουβέντας μας και πριν μιλήσει για τις περιπέτειές του στην Ασία, ο Λουίς Ντιόγκο αποκάλυψε πως υπήρχαν και κάποιες βολιδοσκοπήσεις αργότερα και από άλλες ελληνικές ομάδες, που όμως δεν μετουσιώθηκαν σε κάποια πρόταση.
Αφού λοιπόν ανέφερε πως αλληλοεπιδρά στα social Media με κάποιους συμπαίκτες του από την Ελλάδα, όμως μόνο με τον Ντουντού και λιγότερο με τον Μπάντοβιτς, κρατά επαφές πιο συχνές και διά ζώσης όποτε είναι εφικτό, η συζήτηση ολοκληρώθηκε με τις περιπέτειές του στην Ασία. Από το 2015, ο Ντιόγκο παίζει σε Ταϊλάνδη και Μαλαισία και το ευχαριστιέται δεόντως. Φυσικά και αποτελεί από τους διακριθέντες των διοργανώσεων εκεί, παραδεχόμενος ανοικτά πως επέλεξε να πάει για τα χρήματα όμως γρήγορα αυτό συμπληρώθηκε και με την διασκέδαση. Το ζητούμενο για κάθε επαγγελματία.
«Πήγα στην Ταϊλάνδη για τα χρήματα - Ήταν η καλύτερη απόφαση της ζωής μου»
«Δεν υπάρχει λόγος να πω ψέματα. Διάλεξα να πάω στην Ταϊλάνδη για τα χρήματα, ήταν πολύ καλά. Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα πάντως είναι πως ήταν η καλύτερη απόφαση της ζωής μου καθώς είχε μεγάλο αντίκτυπο αυτή η αλλαγή και στην προσωπική μου ζωή».
Ακόμα και ποδοσφαιρικά όμως, το επίπεδο δεν ήταν τόσο χαμηλό, σύμφωνα με τα λεγόμενα του συνομιλητή μας, σε σχέση με αυτό που οι περισσότεροι περιμένουν να ακούσουν. «Δεν ήξερα τίποτα για το ταϊλανδέζικο πρωτάθλημα. Φυσικά και ποιοτικά είναι πιο χαμηλά σε σχέση με τη Βραζιλία που ήμουν ένα χρόνο πριν (από το 2015), ωστόσο το πρωτάθλημα είναι ανταγωνιστικό. Αν πάει κανείς εκεί νομίζοντας πως θα είναι… παιχνιδάκι, δύσκολα θα πετύχει».
Μετά προέκυψε και η Μαλαισία, η Johor, με τον οργανισμό της οποίας και τον τρόπο λειτουργίας της έδειξε απόλυτα ενθουσιασμένος. «Δεν έχει να ζηλέψει τίποτα σε σχέση με τα μεγάλα ευρωπαϊκά κλαμπ. Φανταστικός σύλλογος, αξέχαστη εμπειρία η παρουσία μου και εκεί».
«Ο Βαλβέρδε από τους καλύτερους προπονητές που είχα»
Κλείνοντας και αφού ονόμασε τον Ερνέστο Βαλβέρδε ως έναν εκ των τριών σημαντικότερων προπονητών που συνεργάστηκε (μαζί με τον Βαντερλέι Λουξεμβούργο και τον Μούριτσι Ραμάλιο) είπε πως όποτε μπορεί παρακολουθεί τον Ολυμπιακό και θα ήθελε να έρθει στο «Καραϊσκάκης» για να δει από κοντά παιχνίδι μαζί με τον μεγάλο του γιο που τον ρωτάει συχνά.
Επίσης έστειλε το δικό του αποχαιρετιστήριο μήνυμα στον οργανισμό των Πειραιωτών, δηλώνοντας ευγνώμων για την αγάπη που έχει λάβει ανά τα χρόνια και τις όμορφες αναμνήσεις. «Σ’ αγαπώ πολύ Ολυμπιακάρα μου».