Πάνω από 15 χρόνια στην Άουγκσμπουργκ, επική πρόκριση με τη Μπάγερν Μονάχου και τώρα ώρα για το επόμενο βήμα στην Τουρκία και την Μπαντιρμασπόρ. Ο Ιωάννης Γκέλιος ανοίγει την καρδιά του αποκλειστικά στο BN Sports και μιλάει για όλους και όλα.
Συνέντευξη στον Νότη Χάλαρη
Η υπερηφάνεια όταν οι Έλληνες ποδοσφαιριστές πετυχαίνουν στο εξωτερικό, είναι παραπάνω από ιδιαίτερη. Είναι λογικό η χώρα μας να καμαρώνει για τους αθλητές που την «διαφημίζουν» στο εξωτερικό και με μεγάλη επιτυχία και ανάμεσα σε αυτούς είναι αναμφίβολα ο Ιωάννης Γκέλιος.
Ο Έλληνας πορτιέρο είναι ο νέος τερματοφύλακας της Μπαντιρμασπόρ και ο ίδιος ανοίγει την καρδιά του αποκλειστικά στο BN Sports κάνοντας μία αναδρομή στα όσα έχει ζήσει. Τα 17 χρόνια στην Άουγκσμπουργκ, η ιστορική πρόκριση επί της Μπάγερν και το κομμάτι της Ελλάδας.
- Αρχικά, έχεις γεννηθεί στη Γερμανία. Πες μου ποια ήταν η σύνδεση που είχε με την Ελλάδα;
«Οι γονείς είχαν έρθει από την Ελλάδα και συγκεκριμένα τις Σέρρες, στη Γερμανία μαζί με τον παππού μου. Η μισή μου οικογένεια είναι στην Ελλάδα και για πηγαίνω όποτε έχω ευκαιρία για να τους δω»
- Πως ξεκίνησες το ποδόσφαιρο και αν ήσουν από την αρχή τερματοφύλακας;
«Από μικρός κλωτσούσα μία μπάλα και φαινόταν πως μου άρεσε ιδιαίτερα αυτό το άθλημα. Και κάπου στα πέντε ή τα έξι μου, ο πατέρας μου με έγραψε σε μία μικρή ομάδα στο Άουγκσμπουργκ και μετά από ένα χρόνο με είδε η τοπική ομάδα και με πήρε. Έμεινα για 17 χρόνια εκεί. Όσο για τη θέση έγινα στην πορεία τερματοφύλακας. Στην αρχή ήμουν επιθετικός και έπαιξε εκεί για δύο χρόνια περίπου. Τελικά, από τέρμα μπροστά με πήγαν τέρμα πίσω (γέλια)»
- Πότε κατάλαβες ότι μπορείς να γίνεις επαγγελματίας ποδοσφαιριστής;
«Έλα ντε, πότε το κατάλαβα; (γέλια). Θα έλεγα τότε που έπαιζα στην Κ15 της Άουγκσμπουργκ και συμμετείχαμε στην Ε’ Εθνική της Γερμανίας. Έπειτα έπαιξα στην Κ17 και είχα καταλάβει πως μπορώ να παίξω σε υψηλό επίπεδο. Το πήγαινα από τότε για επαγγελματίας και εν τέλει έγινα»
- Υπήρξε ποτέ η σκέψη, ως νέος ποδοσφαιριστής, να σταματήσεις το ποδόσφαιρο και να ασχοληθείς με κάτι άλλο;
«Όχι, όχι ποτέ. Ούτε καν το είχα σκεφτεί. Δεν θα άλλαζα το ποδόσφαιρο»
«Δεν είχα κάποιο πρότυπο στην Άουγκσμπουργκ – Η φιλοσοφία τους ήταν να είμαστε σαν οικογένεια πρώτα από όλα»
- Έμεινες στην Άουγκσμπουργκ για 17 χρόνια. Πες μου αρχικά τη φιλοσοφία της ομάδας και ποια ήταν η πιο έντονη στιγμή;
«Στις ακαδημίες πήγαινες στην αρχή για να περάσεις απλά καλά και μετά την Κ15 το έβλεπες πιο σοβαρά γιατί ήταν διαφορετική η προπόνηση, διαφορετική η φιλοσοφία. Ουσιαστικά αυτό που ήθελε η ομάδα ήταν να είμαστε… οικογένεια. Να είμαστε μαζί, να φτιάχναμε τα πάντα μαζί και να το παλεύαμε μαζί. Στόχος ήταν να μείνουμε κατηγορία πάντα. Και η πιο έντονη στιγμή, ήταν στην πρώτη μου σεζόν ως επαγγελματίας, στον πρώτο γύρο είχαμε λίγους βαθμούς και μετά προς το τέλος καταφέραμε να μείνουμε κατηγορία. Αλλά και όταν παίξαμε στο Europa League»
- Με την πρώτη ομάδα δεν είχε καθιερωθεί ως πρώτος τερματοφύλακας. Τι πιστεύεις ότι πήγε στραβά;
«Δεν νομίζω πως πήγε κάτι στραβά. Ότι είχα να κάνω το έκανα. Από εκεί και πέρα ήταν απόφαση των προπονητών αν θα παίξω ή όχι. Στη Γερμανία συγκεκριμένα, δύσκολα θα βρεις χώρο από τις ακαδημίες γιατί εμπιστεύονται τους έμπειρους. Είναι πολύ δύσκολο να μπει ένας τερματοφύλακας σε νεαρή ηλικία όταν ένα ματς είναι κρίσιμο. Είναι και η συγκεκριμένη θέση πολύ δύσκολη γιατί σε άλλες, μπορεί κάποιος να παίξει τα τελευταία δέκα με πέντε λεπτά. Εγώ είχα να κάνω και με κορυφαία ονόματα τότε στην Άουγκσμπουργκ»
- Δίπλα σε αυτούς τους τερματοφύλακες, ποιος σου είχε κάνει πιο πολύ εντύπωση και ποιος σου έμαθε τα περισσότερα;
«Άμα σου πω σε κανέναν, θα με πιστέψεις; Ήταν μεγάλα ονόματα αλλά ο καθένας είχε διαφορετικό στυλ. Εγώ είχα μάθει με το μοντέρνο ποδόσφαιρο ενώ εκείνοι ήταν παλαιάς σχολής. Δεν είχα κάποιον πρότυπο γιατί κοιτούσα απλά την δική μου δουλειά και τίποτα άλλο. Ήθελα να βελτιώσω τα στοιχεία που θεωρώ πως είχα έλλειψη»
«Μου έδιναν τέσσερα χρόνια συμβόλαιο στην Άουγκσμπουργκ αλλά ήθελα να φύγω»
- Θεωρείς πως αδικήθηκες στην Άουγκσμπουργκ που δεν πήρες ευκαιρίες;
«Ναι το πιστεύω. Θα μπορούσαν να μου δώσουν έστω και μία ευκαιρία ώστε να δείξω πως μπορώ να μείνω και να βασιστούν πάνω μου. Όμως, ποτέ δεν ήρθε η ευκαιρία δυστυχώς»
- Όταν ήρθε η ώρα να αποχωρήσεις από την Άουγκσμπουργκ για την Χάνσα Ρόστοκ, ήταν εύκολη η απόφαση;
«Δεν ήταν καθόλου εύκολη απόφαση να φύγω. Μου έδιναν άλλα τρία με τέσσερα χρόνια συμβόλαιο να μείνω και ουσιαστικά να περάσω όλη μου την ζωή στο Άουγσκμπουργκ και στο σπίτι μου. Όμως ο στόχος μου δεν ήταν αυτός. Εγώ ήθελα να παίξω, να ανέβω πιο ψηλά στην καριέρα και για αυτό έφυγα και επέλεξε την Χάνσα Ρόστοκ»
- Όταν ήσουν στη Χάνσα Ρόστοκ, είχατε κερδίσει την Στουτγκάρδη. Πως ήταν το συναίσθημα επειδή είχες αγωνιστεί κιόλας;
«Ήταν το κάτι άλλο. Ήταν η πρώτη μας φορά στο κύπελλο και κερδίσαμε μία τέτοια ομάδα. Τεράστια η χαρά και απίστευτο το συναίσθημα ειλικρινά»
«Δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ την πρόκριση επί της Μπάγερν – Απίστευτος παίκτης ο Μίλερ και ας μην του φαίνεται»
- Στην Χόλσταϊν Κίελ ήσουν πρωταγωνιστής στο «τρελό» αγώνα κυπέλλου με τη Μπάγερν Μονάχου. Πες μου πως το έζησες αυτό το ματς;
«Ήταν τρελό. Θυμάμαι πως όταν μάθαμε ότι θα παίξουμε με τη Μπάγερν Μονάχου στο κύπελλο αρχίσαμε να αγχωνόμαστε αλλά ήμασταν και χαρούμενοι γιατί θα παίζαμε κόντρα σε τέτοια ομάδα. Και έβλεπες πως μία εβδομάδα πριν το ματς, όλοι είχαν ένα παραπάνω άγχος. Υπερένταση στην προπόνηση και όλοι έτοιμοι για να παίξουν. Ήταν διαφορετική εβδομάδα εκείνη πριν το παιχνίδι και περίμεναν πως και πως να αρχίσει.
Τελικά, μόλις σφύριξε ο διαιτητής, μας έφυγε το άγχος και όλα. Εμείς παίξαμε αυτό που θέλαμε και δεν είχαμε να χάσουμε κάτι εμείς. Μόνο η Μπάγερν είχε να χάσει. Εμείς μπήκαμε σαν αουτσάιντερ, ακολουθήσαμε το πλάνο μας και κάναμε ένα τρομερό ματς. Παίξαμε πάρα πολύ καλά και ήρθαν τα πράγματα όπως ήρθαν»
- Στη διαδικασία των πέναλτι πως ένιωθες;
«Είχα μία τεράστια χαρά όταν απέκρουσε το πέναλτι και ήθελα να… φωνάξω αλλά δεν το έκανα γιατί έπρεπε να χτυπήσουμε και εμείς. Ήταν δύσκολο γιατί χτυπάς τελευταίο πέναλτι απέναντι στον Νόιερ και με άγχος. Αλλά μόλις σκόραρε, ανακουφιστήκαμε. Δεν το πιστεύαμε στην αρχή ότι αποκλείσαμε την Μπάγερν. Θα το θυμάμαι για όλη μου τη ζωή αυτό το ματς»
- Ποιος από την Μπάγερν Μονάχου σε εντυπωσίασε;
«Κοίτα ο Λεβαντόφσκι έπαιξε λίγο για να σου πω αν μου άρεσε. Ο Γκνάμπρι ήταν τρομερός αλλά μου έκανε ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση ο Μίλερ. Αν τον δεις έξω λες, πως παίζει μπάλα αλλά μέσα στο γήπεδο ξέρει πολλά κιλά ποδόσφαιρο. Μετά και ο Σανέ και ο Μουσιάλα ήταν υπέροχοι»
«Όταν άκουσα τον Εθνικό Ύμνο ήμουν ο πιο περήφανος Έλληνας – Είχα κάνει δοκιμαστικά στον Ηρακλή αλλά…»
- Η απόφαση να αφήσει για πρώτη φορά τη Γερμανία και να παίξει στην Τουρκία, πως προέκυψε;
«Είχα κάποιες σκέψεις γιατί θα έφευγα για πρώτη φορά από τη χώρα και θα άφηνα την οικογένειά μου πίσω. Ήθελα και δεν ήθελα για να καταλάβεις. Ο ατζέντης μου έκανε τα αδύνατα, δυνατά για να έρθω εδώ και είχα ένα άγχος μέχρι να τους γνωρίσω. Αλλά είναι τρομεροί άνθρωποι στην ομάδα και έχω και δύο συμπατριώτες εδώ. Αυτό βοηθάει αρκετά για να καθιερωθώ εδώ. Μου το κάνουν πιο εύκολο οι Έλληνες»
- Πάμε λίγο στο κομμάτι της Ελλάδας. Πες μου πως ένιωσες όταν έπαιξες που φόρεσες το εθνόσημο έστω και στην Κ21;
«Και μόνο που στεκόμουν στον πάγκο με το εθνόσημο στο στήθος και άκουσα τον Εθνικό Ύμνο, τι να σου πω; Ένιωσα υπερήφανος. Ο πιο υπερήφανος Έλληνας εκείνη τη στιγμή και ήταν μεγάλη μου χαρά και τιμή που έπαιξα και παραμένει ένα μεγάλο όνειρο για εμένα να παίξω έστω μία φορά στην ανδρών. Το παλεύω ακόμα»
- Θεωρείς πως θα έπρεπε να έχεις πάρει μία ευκαιρία να είσαι έστω στην αποστολή της Ελλάδας;
«Κάποια στιγμή θεωρώ θα μπορούσα να είμαι και εγώ ανάμεσα στις επιλογές αλλά δεν είναι στο χέρι μου γιατί η τελευταία απόφαση είναι των προπονητών. Εγώ θα κάνω τα αδύνατα, δυνατά για να πάω με την Εθνική»
- Είχες ποτέ πρόταση από ελληνική ομάδα και αν θα ήθελες κάποια στιγμή να παίξεις εδώ;
«Όταν ήμουν 22 και ήταν η πρώτη φορά που προσπάθησα να φύγω από την Άουγκσμπουργκ, είχα κάνει δοκιμαστικά στον Ηρακλή για μία εβδομάδα. Αλλά δεν ήταν όπως τα φαντάστηκα και έτσι γύρισα πίσω. Όσο για να παίξω στην Ελλάδα, θα ήθελα κάποια στιγμή να το κάνω, ναι. Να δοκιμάσω και αυτή την εμπειρία και ας είναι προς το τέλος της καριέρας μου»
- Πως το βλέπεις το ελληνικό ποδόσφαιρο;
«Να σου πω την αλήθεια, τα τελευταία τέσσερα χρόνια δεν παρακολουθώ και τόσο. Στην Άουγκσμπουργκ επειδή ήμουν εκτός αποστολής έβλεπα συχνά αλλά μετά δεν ήταν εύκολο. Θεωρώ ότι είναι σε πολύ καλό επίπεδο καθώς κάθε χρόνο δίνουμε παρών σε ομίλους ευρωπαϊκής διοργάνωση και φέρνουν όλοι καλούς παίκτες στην Ελλάδα»
«Εντυπωσιακός προπονητής το Όλε Βέρνερ – Ο πατέρας μου είναι από τους βασικούς λόγους που έφτασε εδώ»
- Ποιος προπονητής σε βοήθησε περισσότερο;
«Ο Όλε Βέρνερ αναμφίβολα. Τον είχα στην Κίελ. Αυτός ο προπονητής σαν άνθρωπος ήταν ψυχάρα και ως μυαλό ήξερε πολύ μπάλα. Για αυτό ανέβασε και την Βέρντερ Βρέμης αμέσως. Ήξερε να αναλύει τον αντίπαλο, ήξερε πως να μας στήσει. Τα πάντα»
- Ποιος ήταν ο καλύτερος συμπαίκτης που είχες και ο δυσκολότερος αμυντικός;
«Δεν γίνεται να ξεχωρίσω κάποιον συμπαίκτη. Θα σου πω ψέματα αν πω μόνο έναν. Οι περισσότεροι είχαν εμπειρία από πολλά μας και δεν γίνεται να αναφερθώ μόνο σε έναν. Όσο για πιο δύσκολο αντίπαλο, θα σταθώ πάλι στη Μπάγερν Μονάχου και φυσικά, στον Μίλερ γιατί ο άνθρωπος ήξερε εκατό κιλά μπάλα»
- Πες μου μία ιστορία που λίγοι ξέρουν από την καριέρα σου;
«Ένας από τους βασικούς ρόλους να παίξω ποδόσφαιρο ήταν ο πατέρας μου. Έπαιζε και εκείνος ποδόσφαιρο στην Ελλάδα και ήταν πολύ καλός αλλά τα παράτησε όταν ήρθε η στιγμή να φύγει για τη Γερμανία. Πιστεύω πως αν δεν είχα τον πατέρα μου στο πλάι μου, δεν θα είχα φτάσει εδώ που είμαι. Μετά από κάθε ματς μου κάνει την κριτική και τσακωνόμαστε (γέλια) αλλά με όλα όσα μου έχει πει, με έχει βοηθήσει πάρα πολύ. Η οικογένεια γενικά αλλά λίγο παραπάνω και ο πατέρας μου, με έκαναν να φτάσω εδώ που είμαι»
- Έχεις μετανιώσει για κάτι στην καριέρα σου και αν θα την αντάλλαζες;
«Δεν θα αντάλλαζα ποτέ την ποδοσφαιρική μου καριέρα με τίποτα. Μπορεί στο μέλλον να φτάσω πιο κάτω ή πιο πάνω. Αλλά είμαι υπερήφανος που έχω φτάσει μέχρι εδώ. Όλα πήραν τον δρόμο τους και για αυτό δεν έχω μετανιώσει για τίποτα. Όλα τα έκανα γιατί ήθελα να τα κάνω»