Συνέντευξη στον Κώστα Ξενακούδη
Η φράση «μια ζωή στο ποδόσφαιρο» ταιριάζει… γάντι στο Έλληνα μέσο, Βασίλη Καραγκούνη. Από όταν θυμάται τον εαυτό του είχε πάντα μια μπάλα στα πόδια, ενώ από πολύ μικρή ηλικία άρχισε να υλοποιεί αυτό που πολλοί απλά ονειρεύονται.
Σε μια «γεμάτη» καριέρα, έχει δει, έχει ακούσει και έχει ζήσει πολλά. Από τον Ατρόμητο και την Ουντινέζε μέχρι τον Ολυμπιακό και την ΑΕΛ Λεμεσού, ο 28χρονος έχει βιώσει το ποδόσφαιρο από κάθε πλευρά. Πλέον, αγωνίζεται στην Γεωργία με την φανέλα της Τορπέντο Κουτάισι από τον Αύγουστο του 2021, όπου έχει βρει μια νέα πρόκληση.
Ας αφήσουμε όμως τον ίδιο να μιλήσει:
Πώς κόλλησες το «μικρόβιο» του ποδοσφαίρου και πως ξεκίνησες να παίζεις;
«Δεν νομίζω πως υπήρχε μια συγκεκριμένη στιγμή. Όταν ήμουν μικρός δεν υπήρχαν κινητά και social media, όπως σήμερα, οπότε βγαίναμε συνέχεια έξω και παίζαμε μπάλα. Η εξέλιξη ήρθε από μόνη της. Όλοι θέλαμε να γίνουμε επαγγελματίες ποδοσφαιριστές μικροί και πάντα το πιστεύαμε. Μεγάλη επιρροή δέχτηκα από τον αδελφό μου, τον Θανάση, ο οποίος είναι το είδωλό μου. Στα 14 μου πήρα μεταγραφή στον Ατρόμητο και ήρθα στην Αθήνα μόνος. Εκεί άρχισε να υλοποιείται το όνειρό μου. Δύο χρόνια μετά, στα 16 μου, πήρα ξανά μεταγραφή, αυτή τη φορά στην Ουντινέζε, όπου ανδρώθηκα ποδοσφαιρικά».
Πόσο δύσκολο ήταν για ένα τόσο νέο παιδί να αλλάζει πρώτα πόλη και έπειτα χώρα μόνο του;
«
Πιο δύσκολα ήταν στην Αθήνα. Με τους γονείς μου μίλαγα συνέχεια, αλλά δεν ήταν το ίδιο. Η Αθήνα είναι άλλωστε μια πολύ μεγάλη πόλη ειδικά για ένα 14χρονο παιδί που φεύγει από την Λαμία. Μου πήρε αρκετό καιρό να συνηθίσω και ήταν αρκετά δύσκολα. Όμως, κατά κάποιον τρόπο με προετοίμασε. Όταν πήγα στην Ιταλία η προσαρμογή μου ήταν πιο εύκολη και άμεση. Ήρθε φυσιολογικά τότε, δεν μου φαινόταν περίεργο. Τώρα που τα βλέπω λέω “μπράβο ρε Βασίλη, είμαι περήφανος για εσένα”, αλλά τότε μου φαινόταν η φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων».
Υπήρξε κάποιος προπονητής ή συμπαίκτης που σε βοήθησε να βελτιωθείς;
«Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιον, υπήρξαν πολλές σημαντικές παρουσίες στην καριέρα μου και μερικά μεγάλα ονόματα. Γκουιντολίν, Μίτσελ, Ζαρντίμ, Δώνης και πολλοί ακόμα, έμαθα πολλά από όλους τους. Φυσικά υπήρξα συμπαίκτης και με μερικούς σπουδαίους ποδοσφαιριστές, όπως ο Αλέξις Σάντσες, ο Ντι Νατάλε, ο Χαντάνοβιτς, ο Μπενατιά. Και μόνο η παρουσία τέτοιων ονομάτων σε βοηθάει να γίνεις καλύτερος».
Σε ποια ομάδα θεωρείς πως έζησες τα καλύτερα ποδοσφαιρικά σου χρόνια;
«Πάλι δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποια. Είναι διαφορετικές οι συνθήκες σε κάθε ομάδα, δεν είναι εύκολο να συγκρίνεις. Σε κάθε σύλλογο έζησα κάτι διαφορετικό. Για παράδειγμα, στον Ατρόμητο είδα πώς είναι να φεύγεις από το σπίτι σου αλλά και την έννοια της θυσίας, τόσο της δικής σου όσο και των δικών σου ανθρώπων. Μετά, στην Ουντινέζε, είχα πάει σε άλλη χώρα, ήταν και αυτό ένα σπουδαίο συναίσθημα. Ύστερα επέστρεψα στην Ελλάδα για τον Ολυμπιακό, όπου βίωσα ξανά πολύ ωραίες στιγμές. Σε κάθε ομάδα έζησα κάτι διαφορετικό».
Υπάρχει κάποια στιγμή από την μέχρι τώρα καριέρα σου που να σου έχει μείνει αξέχαστη;
«
Ναι, αν και είναι λίγο ιδιαίτερη η απάντησή μου. Ξεχωριστές ποδοσφαιρικές στιγμές έχω ζήσει αμέτρητες, αλλά θεωρώ πως το διάστημα που με καθόρισε ως χαρακτήρα ήταν το 2017, όταν έμεινα χωρίς ομάδα. Θα έλεγα πως είναι το highlight της καριέρας μου. Μπορεί πολλοί να σκέφτονται πως ήταν κάτι άσχημο, αλλά μέσα από την δυσκολία βγήκαν πολλά καλά για εμένα. Ξεκαθάρισα πολλά πράγματα στη ζωή μου, έμαθα πάρα πολλά. Με άλλαξε εντελώς».
Πώς είναι μέχρι στιγμής η ζωή στην Γεωργία και στην νέα σου ομάδα;
«Δεν είμαι πολύ καιρό στην χώρα, αλλά νομίζω πως έχω προσαρμοστεί καλά. Το καλοκαίρι είχα αρκετές προτάσεις, από κεντρική Ευρώπη, από Σλοβακία, από Σερβία και το σκεφτόμουν. Όταν ήρθε η πρόταση από Γεωργία μου τράβηξε την προσοχή. Έβρισκα ενδιαφέρον να αγωνιστώ σε μια χώρα που είναι στην Ευρώπη αλλά όχι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν κάτι καινούριο, όχι μόνο ποδοσφαιρικά αλλά και σαν κουλτούρα. Ήθελα να το ζήσω, μου έκαναν μια καλή πρόταση και έτσι ήρθα. Μπήκα κατευθείαν στο κλίμα της ομάδας, τα παιδιά ήταν πολύ καλά και ενσωματώθηκα άμεσα. Βοήθησε και το ότι ήρθα στα μέσα της σεζόν της Γεωργίας, μιας και το πρωτάθλημα ξεκινάει Φεβρουάριο και τελειώνει Δεκέμβριο. Λόγω αυτού, έπρεπε να προσαρμοστώ γρήγορα αλλά και τα παιχνίδια που παίζαμε μας έφεραν πιο κοντά. Στο κλίμα της χώρας άργησα λίγο να μπω, είναι πολύ δύσκολη η γλώσσα ενώ το καλοκαίρι είχε πολλή ζέστη, ίσως περισσότερη και από την Ελλάδα. Πλέον όμως έχω προσαρμοστεί».
Παρότι είσαι λίγο καιρό στην ομάδα, πρόλαβες να ζήσεις μια σπουδαία στιγμή στα περσινά πλέι άουτ υποβιβασμού (ήττα με 2-0 στον πρώτο αγώνα, νίκη με 3-0 στον δεύτερο και παραμονή στην κατηγορία). Πώς το βίωσες;
«Ήταν τρομερή η ατμόσφαιρα. Η ομάδα έχει ιστορία, έχει κόσμο και όλη η πόλη ανυπομονούσε. Συζητιόταν παντού και όλοι πίστευαν στην ανατροπή. Την ημέρα του δεύτερου αγώνα, περίπου 150 μετρά πριν το γήπεδο, οι οπαδοί μας είχαν κάνει τούνελ, είχαν ανάψει καπνογόνα και τραγούδαγαν. Υπέροχη ατμόσφαιρα, τόσο εκτός όσο και εντός γηπέδου. Μπήκαμε δυνατά στο παιχνίδι, παίζαμε πολύ καλά αλλά χάναμε ευκαιρίες και δεν μπορούσαμε να σκοράρουμε. Το ημίχρονο έληξε χωρίς σκορ αλλά ακόμα το πιστεύαμε. Τελικά στο 64’ θα κάναμε το 1-0 με πέναλτι. Αν και ήμασταν ακόμα πίσω στο συνολικό σκορ, ο κόσμος μας έδινε ενέργεια και πιέζαμε πλέον ακόμα περισσότερο. Όσο όμως τελείωνε ο χρόνος, νιώθαμε την πίεση, γιατί έπρεπε να βρούμε γκολ. Τελικά αυτό ήρθε στο 87’ και ξεσπάσαμε όλοι σε έντονους πανηγυρισμούς. Νιώθαμε πως είχαμε ήδη σώσει την κατηγορία. Νομίζω φαινόταν πως θα κερδίσουμε. Στην παράταση είχαμε την ψυχολογία στα ύψη, πετύχαμε και ένα τρίτο γκολ και μείναμε στην πρώτη κατηγορία. Ήταν πολύ ωραίες στιγμές».
Θα σκεφτόσουν ποτέ να επιστρέψεις στην Ελλάδα ως ποδοσφαιριστής;
«
Πολύ καλή ερώτηση. Δεν θα έκλεινα πόρτες. Τώρα δεν μπορώ να το σκεφτώ αλλά αν στο μέλλον υπάρξει κάποια καλή προσφορά με καλή προοπτική δεν το αποκλείω. Καλώς ή κακώς όμως τα πράγματα στο ελληνικό ποδόσφαιρο δεν είναι θετικά. Αντί να υπάρχει πρόοδος πάμε πίσω. Με απογοητεύει αυτό και σαν ποδοσφαιριστή αλλά και σαν Έλληνα, γιατί η χώρα έχει ταλέντο, έχει καλές ομάδες, μπορεί να αναδείξει ποδοσφαιριστές. Έχω δει πολλά πράγματα που με στεναχωρούν, έχω ακούσει και διάφορα από φίλους και γνωστούς. Παίκτες να μένουν χωρίς ομάδα ενώ έχουν συμβόλαιο. Πώς λες σε έναν ποδοσφαιριστή κάτι τέτοιο; Επίσης, αν ένας Έλληνας ποδοσφαιριστής δεν έχει οικονομική άνεση, θα έχει προβλήματα, δεν υπάρχει λύση. Πολλοί δεν πληρώνονται. Εδώ, στην Γεωργία, ακόμα και στις πιο μακρινές περιοχές δεν υπάρχουν τέτοια, πληρώνεσαι κανονικά στο τέλος του μήνα. Μακάρι να βρεθεί μια φόρμουλα, ένα τρόπος, να υπάρξει ομαλότητα. Είναι σαν οι μικρότερες κατηγορίες να είναι αποκομμένες από την πρώτη εθνική».
www.bnsports.gr