Είναι ο άνθρωπος που έβαλε τον αθλητισμό μέσα σε όλα τα ελληνικά σπίτια μέσω της φωνής του και της παρουσίας του στην κρατική τηλεόραση για τρεις και πλέον δεκαετίες.
Ο Γιάννης Διακογιάννης μιλάει στον Χρήστο Σωτηρακόπουλο για τον πρώτο τελικό που μετέδωσε στο Κύπελλο Ευρώπης πρωταθλητριών ομάδων, αλλά και για τις στιγμές και τους παίκτες που ξεχώρισε.
«Ήταν οι πρώτες μέρες του Μαΐου του 1969 και η ελληνική τηλεόραση, δεν αναφερόταν καν στην ονομασία της! Λεγόταν Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, ΕΙΡ σε συντομία και ήδη είχαμε αρχίσει δειλά δειλά να δείχνουμε κάποια ματς σε μαγνητοσκόπηση, κυρίως το β’ ημίχρονο στα ματς της Α’ Εθνικής», θυμάται ο άνθρωπος που απαθανάτισε στους στίχους του τραγουδιού «Αρχίζει το ματς» ο Λουκιανός Κηλαηδόνης.
«Προτείναμε λοιπόν στον γενικό διευθυντή του ΕΙΡ τη μετάδοση του τελικού του Κυπέλλου Ευρώπης πρωταθλητριών ομάδων που θα γινόταν στο Μπερναμπέου της Μαδρίτης, ανάμεσα στην πολύπειρη Μίλαν και τον νεανικό και πρωτοεμφανιζόμενο Άγιαξ», συνεχίζει την εξιστόρηση.
«Ήταν 28 Μαΐου 1969 ο τελικός και μόλις μια μέρα πριν αποφασίστηκε να το δείξουμε, αλλά μόνο το δεύτερο ημίχρονο, γιατί υπήρχε φόβος πως θα χανόταν το σήμα της EUROVISION», τονίζει, αλλά συνωμοτικά γελάει και συνεχίζει: «Το πιο πιθανό είναι ότι υπήρχε φόβος πως ο κόσμος δεν θα έβλεπε έναν ολόκληρο αγώνα επί 90 λεπτά και θα βαριόταν. Που να ήξεραν αλήθεια τι θα ακολουθούσε;».
Ο Γιάννης Διακογιάννης μετέδωσε σχεδόν όλους τους τελικούς από το 1969 και εκείνη τη νίκη της Μίλαν επί του Άγιαξ με 4-1, έως και τον τελικό του 1991 στο Μπάρι, όπου ο Ερυθρός Αστέρας, σε ένα μέτριο ματς, κατάφερε να πάρει το τρόπαιο απέναντι στη Μαρσέιγ στα πέναλτι.
«Ξέρεις πολύ καλά ότι μετέδιδα τα παιχνίδια κάθε Μάιο για πάρα πολλά χρόνια και ήμουν με μία βαλίτσα στο χέρι. Όταν κάποια στιγμή αρχίσαμε να μοιράζουμε τα ματς, όταν ανέλαβε ο Νίκος Κατσαρός τη διεύθυνση του αθλητικού τμήματος στην ΕΡΤ, ζητούσα επιλεκτικά παιχνίδια. Έτσι κάποια φορά επέλεξα, το 1986 για παράδειγμα, να πάω να κάνω τον τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας, όπου η Λίβερπουλ έπαιζε με την Έβερτον και όχι τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, όπου η Μπαρτσελόνα αντιμετώπιζε τη Στεάουα, όπως και το 1989».
Τον ρωτάω για τους δύο τελικούς, όταν πλέον βρεθήκαμε μαζί στο MEGA, εκείνον του 1999 με την ανατροπή στις καθυστερήσεις της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ επί της Μπάγερν και τέλος με την επικράτηση της Ρεάλ επί της Βαλένθια 3-0, στο Παρίσι το 2000.
«Ήταν ένα πολύ όμορφο κλείσιμο σε αυτό το κομμάτι της καριέρας μου, με δεδομένο πως ζήσαμε μία σπουδαία ανατροπή και αποχαιρέτησα τους τελικούς του Champions League με την αγαπημένη μου Ρεάλ να κατακτάει το τρόπαιο για μία ακόμη φορά», λέει και υπάρχει μια συγκίνηση στα μάτια του.
Ποιός ήταν, όμως, ο καλύτερος τελικός που μετέδωσε και ποιόν θα ήθελε να έχει καλύψει;
«Αυτός του 1977 στη Ρώμη, όπου η σπουδαία Λίβερπουλ, με ώριμη την ομάδα της και στο αντίο του Κίγκαν, νίκησε μία Γκλάντμπαχ που μπήκε για να αποδώσει όμορφο ποδόσφαιρο και μας πρόσφεραν ένα υπέροχο παιχνίδι, που έληξε 3-1», υπογραμμίζει και συνεχίζει γελώντας: «Αυτός που θα ήθελα να έχω μεταδώσει είναι εκείνος που είχες τη χαρά και την τύχη να κάνεις εσύ, στην Κωσταντινούπολη το 2005, με τη Λίβερπουλ να κάνει την πιο απίστευτη ανατροπή σε οποιονδήποτε τελικό έχω παρακολουθήσει. Να είσαι με τρία γκολ διαφορά πίσω από μία ομάδα όπως ήταν εκείνη η Μίλαν και σε 6 λεπτά να έχεις φέρει το παιχνίδι σε ισορροπία, χωρίς μάλιστα να διαθέτεις σούπερσταρ, πλην του Τζέραρντ, ήταν τρομερό».
Η πιο συγκινητική στιγμή όλων των τελικών που έχει κάνει μετάδοση ποια είναι;
«Χωρίς δεύτερη κουβέντα η στιγμή που ο Δομάζος οδήγησε τους παίκτες στο γήπεδο το 1971. Τότε που ο Παναθηναϊκός απέναντι στον Άγιαξ στο Γουέμπλεϊ βίωσε αυτό το συναίσθημα. Μου έχει πει ο Αριστείδης Καμάρας ότι η ανατριχίλα εκείνη τη στιγμή ξεπερνούσε οτιδήποτε άλλο είχε νιώσει. Με προπονητή αυτή την εκπληκτική φυσιογνωμία, τον Φέρεντς Πούσκας απέναντι σε μία ομάδα που έμελλε να κυριαρχήσει τα επόμενα χρόνια, με τον Γιόχαν Κρόιφ στην 11άδα και να απογειώσει το ποδόσφαιρο φέρνοντας του μπροστά για την εποχή».
Συνήθως, πάντως, στους τελικούς δεν βλέπουμε μεγάλα παιχνίδια και έτσι συνέβαινε ακόμα και τις εποχές που σήμερα συζητάμε και αναπολούμε λέγοντας για το ποδόσφαιρο της δεκαετίας του ‘70 και του ‘80. Γιατί συνέβαινε αυτό;
«Είναι πάρα πολύ απλό Χρήστο, στον τελικό οι ομάδες είναι προσεκτικές ξέρουν εκεί που έφτασαν ότι δεν έχουν περιθώριο να χάσουν και μάλιστα εκείνες τις εποχές που αν δεν κέρδιζε το τρόπαιο μία ομάδα και δεν είχε πάρει το πρωτάθλημα την επόμενη χρονιά δεν έπαιζε εγγυημένα όπως τώρα στο Champions League». Παίρνει μία ανάσα και συνεχίζει: «Κάποιες φορές από παιχνίδια όπως ο τελικός της Μπάγερν με τη Σεντ Ετιέν, όπου οι Γερμανοί στάθηκαν πολύ τυχεροί με την μπάλα να χτυπάει στα δοκάρια τρεις φορές για τους «στεφανουά» περιμένεις πιο πολλά. Ή από το ματς που κέρδισε με τον Νταλγκλίς η Λίβερπουλ την Μπριζ το 1978, πολύ μέτριο παιχνίδι συνολικά. Όπως κακό ματς ήταν και μεταξύ της Λίβερπουλ και της Ρεάλ στο Παρίσι το 1981, ενώ πολύ μέτριο υπήρξε και το συναπάντημα της Νότιγχαμ Φόρεστ με τη σουηδική Μάλμε το 1979».
Η μοίρα έμελλε να του δώσει τη δύσκολη στιγμή να μεταφέρει στην Ελλάδα όλα εκείνα που συνέβαιναν το βράδυ του Χέιζελ το 1985, στις Βρυξέλλες στον τελικό μεταξύ Γιουβέντους και Λίβερπουλ.
«Τραγική βραδιά. Ένα ματς που δεν έπρεπε να γίνει. Με πολύ βαριά ατμόσφαιρα, να υπάρχουν νεκροί, να μην έχουμε πληροφορίες, γιατί δεν είναι όπως η σημερινή εποχή, να καταλαβαίνεις πως οι ομάδες υποχρεώνονται να παίξουν και σε τελική ανάλυση μία πάρα πολύ κακή διαιτησία του Ντέινα, που έδωσε πέναλτι έξω από την περιοχή στη Γιούβε σε ανατροπή του Μπόνιεκ και αγνόησε ένα πέναλτι που έβγαζε μάτια πάνω στον Γουίλαν, αν θυμάμαι καλά τώρα». Σταματάει για λίγο σκέφτεται και συνεχίζει: «είχα πει σε εκείνη την μετάδοση πως πρέπει η Γιουβέντους να κερδίσει κάποια στιγμή και αυτή ένα Κύπελλο, αλλά όχι με αυτό τον τρόπο».
Από όλα τα χρόνια που μετέδωσε τους τελικούς ποια ομάδα ξεχωρίζει; «Ο Άγιαξ του 1972 και 1973 με τον Στέφαν Κόβατς στον πάγκο με πολύ μεγάλη διαφορά ήταν το πιο πλήρες ποδοσφαιρικού συγκρότημα που είχα περιγράψει και αμέσως μετά η Λίβερπουλ του Πέισλι που είχε διάρκεια». Και κλείνοντας δεν μπορεί να μην πάμε στη Ρεάλ Μαδρίτης των πρώτων χρόνων, αφού είναι άλλωστε ο μοναδικός Έλληνας δημοσιογράφος που είχε καλύψει εκείνη την εποχή τα παιχνίδια στο Παρίσι και τις Βρυξέλλες ως νεαρός συντάκτης που συνεργαζόταν με τον εμπνευστή αυτού του σπουδαίου Κυπέλλου που σήμερα λέγεται Champions League, τον Γάλλο Γκαμπριέλ Ανό.
«Πόσο πίσω με πήγες τώρα Χρήστο, 1956 ο πρώτος τελικός όπου η Ρεάλ νίκησε την Σταντ Ρεμς με σκορ 4-3. Σπουδαίο ματς και όλα τα πρώτα χρόνια ξεχώρισε αυτή η φοβερή ποδοσφαιρική φυσιογνωμία του Αλφρέντο Ντι Στέφανο με τον οποίο χρόνια μετά γνωριστήκαμε και είχαμε φιλική σχέση. Ένας πλήρης ποδοσφαιριστής, που έπαιζε σε όποια θέση ήθελες στην επίθεση και σκόραρε με φοβερή άνεση και δημιουργούσε. Όπως πολύ σπουδαίος παίκτης ήταν και ο Κοπά αντίπαλος στον πρώτο τελικό που τον πήρε αμέσως ο Μπερναμπέου για να φτιάξει μια υπερομάδα, ενώ μετά ήρθε και ο Πούσκας».
Πριν κλείσουμε αυτή την κουβέντα δεν μπορώ να μην τον ρωτήσω για τον φετινό τελικό. Η αγάπη του για το αγγλικό ποδόσφαιρο ήταν πάντα έκδηλη αλλά σε αυτή την περίπτωση ποιον ξεχωρίζει και γιατί: «Δύο ομάδες από την Αγγλία που ουσιαστικά είναι πολυεθνικές. Μοιάζει η Σίτι φαβορί, αλλά και η Τσέλσι παίζει ένα κλειστό ποδόσφαιρο και θα δυσκολέψει πολύ, επειδή δεν θα υπάρχουν χώροι, τη δουλειά των Ντε Μπρόινε και Γκιουντογκάν. Δεν αποκλείω να φτάσουμε στην παράταση».